Η πιο εμφατική νίκη στη μακρά μάχη του Σιμόν Μπολιβάρ για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής ήρθε το 1819.
Ο άντρας που όλοι αποκαλούσαν «El Libertador» (Ο Ελευθερωτής) οδήγησε ένα κακομοιριασμένο απόσπασμα κουρελιασμένων αντρών μέσα από τις αδιάβατες Άνδεις για να χτυπήσει αιφνιδιαστικά και με περίσσιο θράσος τις υπέρτερες ισπανικές δυνάμεις.
Ο πάντα παρορμητικός και πολυμήχανος Μπολιβάρ κράτησε μάλιστα το σχέδιό του μυστικό από τους άντρες του.
Ήξερε πως θα λιποτακτούσαν αν τους έλεγε πως σκόπευε να διαβούν χιλιόμετρα και χιλιόμετρα από έλη και βαλτοτόπια και να σκαρφαλώσουν σε απότομες βουνοκορφές ακόμα και 4 χιλιομέτρων ύψους.
Στην καρδιά μάλιστα του χειμώνα!
Μόνο ένας τρελός θα έκανε κάτι τέτοιο. Αυτό τον τρελό ακολουθούσαν όμως και παρέμεναν στο πλάι του παρά τις αδιανόητες κακουχίες. Είχαν εξάλλου τη ζεστασιά και τα χαρίσματα της τεράστιας προσωπικότητάς του για παρηγοριά.
Μόνο που δεν έφταναν. Η ελονοσία και ο κίτρινος πυρετός χτύπησαν τους περισσότερους στα πεδινά και μετά ήρθαν οι παγωμένες βουνοκορφές να τους περονιάζει ο αέρας και να χάσουν όλα τα άλογα και τα μουλάρια τους.
Ο Μπολιβάρ υπέφερε όπως ακριβώς και οι άντρες του, έμοιαζε όμως δυνατός και υγιής, παρά την ψηλόλιγνη, σχεδόν ασθενική, κορμοστασιά του. Με ό,τι απέμεινε από τους μισόγυμνους και πεινασμένους άντρες του, κατέβηκαν την κολομβιανή πλευρά των Άνδεων και πήραν εύκολα τη νίκη, χωρίς ουσιαστική ισπανική αντίσταση.
Κανένας υγιώς σκεπτόμενος ισπανός στρατηγός δεν υπολόγιζε πως μια τέτοια ύπουλη επίθεση θα ήταν δυνατή! Κι όμως ήταν και έμεινε στην Ιστορία. Με τον ίδιο τρόπο που έμεινε ο Αννίβας, όταν πέρασε τις Άλπεις.
Μέσα σε λίγες μέρες κατάφερε να μαζέψει ενισχύσεις από την ύπαιθρο της Κολομβίας και να δώσει χρόνο στους άντρες του να ξεκουραστούν και να προετοιμαστούν για άλλη μια μάχη. Και στις 25 Ιουλίου ήταν έτοιμος να ξαναχτυπήσει. Να χτυπήσει τους οπλισμένους σαν αστακούς Ισπανούς, μέσα στις καλογυαλισμένες στολές τους, σε μια μάχη που θα έμενε ξανά θρυλική.
Οι επαναστάτες είχαν ωστόσο ένα μυστικό όπλο, τους Λανέρος, κάτι σκληροτράχηλους λατινοαμερικάνους γελαδάρηδες, το αντίστοιχο του αμερικανικού καουμπόι, που ορμούσαν πάνω στον εχθρό με ματσέτες και κοντάρια.
Η επόμενη μάχη θα ήταν και η τελευταία αυτής της τριετίας. Μια τριετία συνεχούς και μεθοδικού πολέμου κατά των κατακτητικών ισπανικών δυνάμεων που ήταν έτοιμη να πάρει τέλος με τη Μάχη της Μπογιακά (1819).
Οι ρέμπελοι του Μπολιβάρ την κέρδισαν εύκολα, έτσι φτερά καθώς είχε τώρα το ηθικό τους. Οι ισπανοί στρατηγοί κάμφθηκαν από τον ανταρτοπόλεμο των πατριωτών και τις κραυγές τους για «πόλεμο μέχρις εσχάτων». Και έχασαν όχι μόνο το κουράγιο τους, αλλά και τις αποικίες τους στα νότια του Νέου Κόσμου.
Μερικά χρόνια ακόμα κι όλα θα είχαν χαθεί για τους Σπανιόλους.
Ο Μπολιβάρ δεν έδρασε μόνος. Λειτούργησε σίγουρα καταλυτικά στον αγώνα για ανεξαρτησία, ενσαρκώνοντας όλα τα ιδανικά των κινημάτων απελευθέρωσης που στιγμάτισαν τον 19ο αιώνα. Η δράση του ήταν ωστόσο ενταγμένη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εθνικοαπελευθερωτικού πνεύματος, του οποίου έγινε ο κύριος εκφραστής στη Νότια Αμερική.
Ένα κίνημα που κέρδισε την ανεξαρτησία για έξι λατινοαμερικάνικα έθνη: Βενεζουέλα, Κολομβία, Ισημερινός, Παναμάς, Περού και Βολιβία. Με την τελευταία να παίρνει άλλωστε το όνομά της από τον ίδιο τον Ελευθερωτή.
«Τζορτζ Ουάσιγκτον της Νότιας Αμερικής» τον αποκαλούσε χαρακτηριστικά ο Μαρκήσιος Λαφαγιέτ, ο γάλλος ευγενής που έχρισε στρατηγό του ο Ουάσιγκτον κατά τον Αμερικανικό Επαναστατικό Πόλεμο απέναντι στους Άγγλους.
Και τον θαύμαζαν απεριόριστα τόσο ο γάλλος ευπατρίδης όσο και ο στρατάρχης της Αμερικανικής Επανάστασης και πρώτος πρόεδρος αργότερα των ΗΠΑ.
Ο Ουάσιγκτον του είχε στείλει μάλιστα ένα τιμητικό μενταγιόν, το οποίο φυλούσε ως κόρη οφθαλμού ο Μπολιβάρ. Οι αναλογίες μεταξύ τους εξαντλούνται όμως στο γεγονός ότι είχαν αμφότεροι αριστοκρατική καταγωγή. Και ότι ξεπήδησαν ήρωες για τα έθνη τους.
Ο Ουάσιγκτον ως στρατηγός ήταν πολύ προσεκτικός, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά. Ο Μπολιβάρ ήταν πολύ πιο παρορμητικός και άστατος. Και οι δυο τους αποδείχτηκαν ωστόσο στρατηγικές διάνοιες, βάζοντάς τα με τους καλύτερους στρατούς του κόσμου και αποσπώντας νίκες κόντρα σε κάθε πιθανότητα.
Ο Σιμόν Μπολιβάρ (Μπολίβαρ, σωστότερα) γεννήθηκε το 1783 στο Καράκας της τότε Νέας Γρανάδας (σημερινή Βενεζουέλα), μέσα σε μια πάμπλουτη οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής. Μεταλλεία χρυσού και χαλκού είχε ο πατέρας του στην κατοχή του, μια μεγάλη περιουσία που θα ξεκοκάλιζε αργότερα ο γιος του χρηματοδοτώντας τα απελευθερωτικά κινήματα από την τσέπη του.
Σαν να το ήθελε η μοίρα, φοίτησε από τα 14 του στη στρατιωτική ακαδημία της Νέας Γρανάδας, λες και προετοιμαζόταν από μικρός για πόλεμο. Οι γονείς του θα πεθάνουν όμως μέσα σε δύο χρόνια και εκείνος θα βρεθεί στην Ισπανία, όπου και θα έρθει σε επαφή με φιλελεύθερες ιδέες και ριζοσπαστικές πεποιθήσεις.
Παντρεύτηκε νωρίς-νωρίς, το 1802, την κόρη ισπανού ευγενούς και εξίσου νωρίς έμεινε χήρος. Την επόμενη κιόλας χρονιά, επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, η γυναίκα του χτυπήθηκε από κίτρινο πυρετό και πέθανε.
Χήρος στα 19 του, δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, παρά τα πολλά ειδύλλια που είχε στη ζωή του. Οι ιστορικοί πιστεύουν πως αν δεν είχε πεθάνει η γυναίκα του, θα ζούσε απλώς μια ζωή τσιφλικά και οικογενειάρχη. Χωρίς εκείνη όμως στο πλευρό του, μόνος και λυπημένος, αναζήτησε νέο νόημα στη ζωή.
Και το βρήκε στο Παρίσι. Όταν δεν διάβαζε μανιωδώς τους γίγαντες του Διαφωτισμού, Λοκ, Ρουσό και Βολταίρο κυρίως, μπαινόβγαινε στα μεγάλα σαλόνια της αριστοκρατίας, διατηρώντας προσωπικές σχέσεις ακόμα και με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη! Ήταν εξάλλου παρών στη στέψη του αυτοκράτορα της Γαλλίας το 1804.
Γαλλία και ΗΠΑ είχαν ζήσει τις επαναστάσεις τους και ο Μπολιβάρ άρχισε να πιστεύει πως και τα λατινοαμερικάνικα κράτη άξιζαν τον ίδιο βαθμό ελευθερίας και αυτοδιάθεσης. Και πως εκείνος έπρεπε να γίνει η σπίθα της επανάστασης απέναντι στους Ισπανούς!
Αφού περιπλανήθηκε τρία χρόνια μεταξύ Λατινικής Αμερικής και Ευρώπης, επέστρεψε στη Βενεζουέλα και κατάφερε με τους συμπατριώτες του να διώξουν δυο φορές τους Ισπανούς από τη χώρα. Τόσο η Πρώτη όσο και η Δεύτερη όμως Δημοκρατία δεν θα μακροημέρευαν.
Το 1807, όταν ο Ναπολέων ενθρόνισε τον αδερφό του Ιωσήφ στο τιμόνι της Ισπανίας, ο Μπολιβάρ έκρινε τη στιγμή ιδανική για να προσχωρήσει ψυχή και σώμα στο κίνημα αντίστασης της Βενεζουέλας.
Ενεργό πλέον μέλος του στρατιωτικού κινήματος και βασικός χρηματοδότησης του, ως το 1810 το αντάρτικο του Καράκας είχε πετύχει μερικώς τους σκοπούς του.
Ο Μπολιβάρ ανακήρυξε την Πρώτη Δημοκρατία της Βενεζουέλας, ένα καθεστώς μερικής αυτονομίας ουσιαστικά, δεν σταμάτησε όμως τον αγώνα για την ολοκληρωτική ανεξαρτησία της Βενεζουέλας από τον ισπανικό ζυγό.
Τον πρόδωσαν όμως οι άλλοι ηγέτες, που παραδόθηκαν το 1812 στον βασιλιά της Ισπανίας, κι εκείνος βρήκε καταφύγιο στην Καρταχένα της Κολομβίας, συγγράφοντας το περίφημο «Μανιφέστο της Καρταχένα». Η Πρώτη Δημοκρατία είναι ήδη παρελθόν.
Το 1813 ήρθε και πάλι η στιγμή του: η επαναστατική Συνέλευση των Ενωμένων Επαρχιών της Νέας Γρανάδας τον χρίζει στρατηγό στην Τούνχα της Νέα Γρανάδας (σημερινή Κολομβία) και εκείνος ηγείται της εισβολής στη Βενεζουέλα.
Ήταν οι πρώτες μάχες της λεγόμενης «Θαυμαστής Εκστρατείας», που απελευθέρωσε τη Βενεζουέλα από τον ισπανικό ζυγό και του χάρισε την προσωνυμία «El Libertador». Αφού ανακήρυξε επισήμως τη Δεύτερη Δημοκρατία της Βενεζουέλας, υπαγόρευσε και την ακόμα πιο περίφημη «Διακήρυξη του Πολέμου μέχρι Θανάτου» (Decreto de Guerra a Muerte).
Την επόμενη όμως χρονιά και η δεύτερη αυτή απόπειρα ανεξαρτησίας καταλύθηκε από πραξικόπημα!
Εκείνος διαφεύγει στην Τζαμάικα, όπου γράφει το μνημειώδες «Γράμμα από την Τζαμάικα», μια έκκληση για βρετανική βοήθεια στην οποία περιγράφει το όραμά του για μια ενοποιημένη Λατινική Αμερική από το Μεξικό ως τη Χιλή. «Ένας λαός που αγαπά την ελευθερία θα είναι στο τέλος ελεύθερος», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Με την ηχηρή άρνηση των Βρετανών να συνδράμουν τον αγώνα του, ο Μπολιβάρ καταφτάνει το 1816 στην Αϊτή, όπου ζητά τη βοήθεια του ηγέτη της. Η Αϊτή είχε αποσπάσει την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία το 1804 και το κλίμα ήταν ακόμα πανηγυρικό.
Ο πρόεδρος της Αϊτής, Αλεξάντρ Πετιόν, προσφέρει στον Μπολιβάρ άφθονο χρήμα και όπλα, με ένα αντάλλαγμα: να αποτινάξει τον θεσμό της δουλείας σε κάθε ισπανική αποικία που θα απελευθερώσει. Ήταν η στιγμή που θα τα άλλαζε όλα.
Ο αγώνας του δεν ήταν πια ένας αγώνας του πλούσιου λευκού που βαρέθηκε να πληρώνει φόρους στον αποικιοκράτη. Απελευθερώνοντας τους σκλάβους, θα είχε όλες τις φυλές και τις τάξεις στο πλευρό του. Ο εχθρός του ήταν αποκλειστικά οι Ισπανοί και όλοι μπορούσαν να βοηθήσουν, ό,τι χρώμα κι αν είχαν στο πρόσωπο.
Μέσα σε τρία χρόνια η Νέα Γρανάδα θα είχε ελευθερωθεί πλήρως από την ισπανική κυριαρχία.
Όπως ακριβώς και ο Ουάσιγκτον, ο Μπολιβάρ έμαθε από τα λάθη του κατά τις δύο προηγούμενες εθνικοαπελευθερωτικές απόπειρες. Και η τρίτη θα ήταν και η καλύτερη! Τώρα είναι που εκτελεί τη μνημειώδη κάθοδό του από τις Άνδεις, συντρίβοντας τους Ισπανούς μία μάχη τη φορά.
Τον Δεκέμβριο του 1821 ήταν έτοιμος να αναλάβει πρώτος πρόεδρος του ανεξάρτητου και ομόσπονδου κράτους της Μεγάλης Κολομβίας, του μορφώματος που κάλυπτε την έκταση της σημερινής Βενεζουέλας, Κολομβίας, Παναμά και Ισημερινού.
Το όραμά του για μια ενοποιημένη και ομόσπονδη Λατινική Αμερική είχε έρθει σαφώς πιο κοντά. Το 1822 συλλαμβάνει σχέδιο για την απελευθέρωση του Περού και μέσα σε δύο χρόνια η στρατιωτική εκστρατεία στη χώρα είχε στεφθεί από επιτυχία. Τον Φεβρουάριο του 1824 η Περουβιανή Συνέλευση τον ορίζει δικτάτορα.
Παρά τα αυξημένα διοικητικά του καθήκοντα, δεν αμελεί τον αγώνα της ελευθερίας. Σειρά έχει τώρα η Βολιβία, ένα από τα ισχυρά προπύργια των Ισπανών, που πέφτει όμως μέσα σε έναν χρόνο στα χέρια του! Ήταν όλα δικό του έργο, κι έτσι έμοιαζε ταιριαστό να πάρει η χώρα το όνομα του ελευθερωτή της.
Το τέλος όλων αυτών έμελλε ωστόσο να είναι πικρό. Η Μεγάλη Κολομβία δεν είναι εύκολο να κυβερνηθεί, ξεσπούν παντού εξεγέρσεις, τα συμφέροντα πολλά και αντικρουόμενα και η ενότητα διακυβεύεται ανοιχτά.
Θέλοντας να μη σβήσει η ιδέα της νοτιοαμερικανικής συμμαχίας, γίνεται ολοένα και πιο συγκεντρωτικός στις εξουσίες του και στο τέλος φτάνει στο σημείο να ανακηρύξει τον εαυτό του προσωρινό δικτάτορα του κράτους (27 Αυγούστου 1828)!
Τα πράγματα είναι τώρα στα άκρα. Ο Ελευθερωτής κυβερνά σαν δικτάτορας, αυτό είναι το μήνυμα που φτάνει σε κάθε γωνιά του κόσμου. Τον Σεπτέμβριο του 1828 πάνε να τον δολοφονήσουν κιόλας. Η απόπειρα δεν τον πλήττει σωματικά, τον τραυματίζει όμως θανάσιμα στον ψυχισμό του. Το όνειρό του είχε ξεκάθαρα ναυαγήσει.
Πολιτικοί εχθροί και παλιοί σύντροφοι θέλουν να τον πετάξουν από τη θέση του. Έχοντας χάσει τη μάχη της ενότητας και μέσα στα αιματηρά γεγονότα που δονούν το κράτος του κατά τα επόμενα δύο χρόνια, ο Μπολιβάρ παραιτείται τελικά από τα προεδρικά του καθήκοντα τον Απρίλιο του 1830.
Ταπεινωμένος και απογοητευμένος, αποφασίζει να αυτοεξοριστεί στην Ευρώπη. Τα πρώτα κιβώτια με τα υπάρχοντά του είχαν φύγει από τη χώρα, εκείνος ωστόσο δεν θα τα ακολουθούσε: πέθανε λίγο πριν σαλπάρει, τον Δεκέμβριο 1830, χτυπημένος από φυματίωση.
Οι πολιτικοί εχθροί του, επικεφαλής πια της Βενεζουέλας, απαγόρευσαν ακόμα και την αναφορά στο όνομά του. Έπρεπε να περάσουν πάνω από 40 χρόνια για να θυμηθούν όλοι ποιος ήταν ο άνθρωπος που του χρωστούσαν την ελευθερία τους.
Γι’ αυτή την ελευθερία είχε διανύσει πάνω από 123.000 χιλιόμετρα στη ζωή του…