Η εικόνα του διχάζει ακόμα μια κοινωνία, παρά τον ενάμιση αιώνα που μας χωρίζει πια από τη δράση του.
Η αμφιλεγόμενη ιστορική φιγούρα επανέρχεται μάλιστα στο προσκήνιο κάθε φορά που ξεσπούν φυλετικές αναταραχές στις ΗΠΑ. Δεν είναι εξάλλου παρά το σύμβολο του αμερικανικού Νότου, το ίδιο το πρόσωπο της Συνομοσπονδίας που δεν έλεγε να αφήσει τους μαύρους να βγάλουν τα δεσμά τους.
Για τον κορυφαίο στρατηγό της Συνομοσπονδίας των Πολιτειών του Νότου, Ρόμπερτ Λι, ο λόγος, μια προσωπικότητα συνυφασμένη με τον βαθύ αμερικανικό Νότο που λειτουργούσε πολωτικά ήδη από τον καιρό του.
Ποιος ήταν όμως ο αμφιλεγόμενος Λι; Αυτό έχει προφανώς να κάνει με το ποιον ρωτάς. Εκείνος πέθανε πάντως πέντε χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στην πολυαγαπημένη του Βιρτζίνια και πέρασε έτσι στο πάνθεο των ηρώων, για κάποιους, ή στα μαύρα κατάστιχα της Ιστορίας, για κάποιους άλλους.
Ως «έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς ηγέτες της Ιστορίας» τον χαρακτηρίζει ο βιογράφος του, Roy Blount, ο οποίος σπεύδει ωστόσο να μας πει πως ο στρατάρχης «δεν ήταν καλός στο να λέει στους άντρες του τι να κάνουν». Όπως τότε, σε κείνη την τριήμερη μάχη, που θα ήταν υποτίθεται άλλο ένα βήμα στην πολεμική σκακιέρα του Λι, αποδείχτηκε όμως πως θα ήταν η μεγάλη ταφόπλακα του πολέμου του.
Λένε συχνά πως στο Γκέτισμπεργκ πέθανε ο Νότος, στην πιο αιματοβαμμένη και καθοριστική στιγμή του αμερικανικού εμφυλίου. Στην οποία όρμησε ο Λι με φόρα και αναπτερωμένο το ηθικό μετά τον θρίαμβο κατά των δυνάμεων της Ένωσης στο Τσάνσελορσβιλ εκείνο τον Μάιο του 1863.
Ως τα τέλη Ιουνίου, ο Λι είχε διασχίσει με τα στρατεύματά του όλη τη βόρεια Βιρτζίνια, κατά μήκος του ποταμού Ποτόμακ, και πατούσε επιτέλους τα εδάφη του εχθρού στην Πενσιλβάνια, έχοντας περάσει στην αντεπίθεση. Την 1η Ιουλίου, οι προελαύνοντες Νότιοι θα έπεφταν πάνω στη στρατιά του Τζορτζ Μιντ στην κωμόπολη Γκέτισμπεργκ. Μια νίκη της Συνομοσπονδίας εδώ, στον κολοφώνα μάλιστα της δύναμής της, θα άφηνε πιάτο στον Λι τη Φιλαδέλφεια, τη Βαλτιμόρη, ακόμα και την Ουάσιγκτον.
Όλα για όλα θα τα έπαιζαν και οι δύο, καθώς ήταν οι τρεις μέρες (1-3 Ιουλίου 1863) που θα έκριναν την τύχη του εμφυλίου, της δουλείας, των Αφροαμερικανών και των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών τελικά. Τρεις κολασμένες μέρες που πότισαν το χώμα με αίμα.
Το Γκέτισμπεργκ έμελλε να είναι η τελευταία μεγάλης κλίμακας επιχείρηση των Νοτίων κατά των Βορείων. Η Συνομοσπονδία είχε χάσει το momentum της και δεν θα ξανάφτανε ποτέ τόσο βαθιά στο έδαφος του εχθρού.
Το Γκέτισμπεργκ απέδειξε όμως και κάτι άλλο: πως ο φαινομενικά ανίκητος Λι μπορούσε πράγματι να καταβληθεί. Τον είχαν πλήξει μόνο στο Αντιέταμ το φθινόπωρο της προηγούμενης χρονιάς, με τους δυο στρατούς να μετρούν ωστόσο εξίσου συντριπτικό κάταγμα και τις απώλειες να εκτοξεύονται για πρώτη φορά σε δεκάδες χιλιάδες.
Αποφασιστική νίκη κατά του Λι δεν είχαν πετύχει ακόμα οι Βόρειοι, καθώς ο στρατηγός των επαναστατημένων ήταν γάτος στους τακτικισμούς και δεν μπορούσαν να τον στριμώξουν. Και παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις του ήταν πάντα λιγότερες και χειρότερα εξοπλισμένες, εκείνος είχε καταφέρει σημαντικές νίκες, αναγκάζοντας τον Αβραάμ Λίνκολν να παίξει το δικό του σκάκι με τους στρατηγούς του.
Τρεις στρατηγούς είχε καρατομήσει μέχρι τώρα για χάρη του Λι! Ο Τζορτζ Μιντ ήταν η τέταρτη, τελευταία και απέλπιδα επιλογή του προέδρου για κάποιον ικανό να τον αντιμετωπίσει. Και τοποθετήθηκε άρον-άρον επικεφαλής, 4 μόλις μέρες πριν τη μάχη…
Ο στρατηγός Ρόμπερτ Λι πίστευε ακράδαντα πως ο γρηγορότερος τρόπος να πειστεί ο Βορράς να εκχωρήσει την πολυπόθητη ανεξαρτησία στις πολιτείες του Νότου ήταν μέσω της καταστροφής μιας μεγάλης στρατιάς του. Πήρε λοιπόν τους άντρες του από την πολύπαθη Βιρτζίνια για να χτυπήσει τον εχθρό εκεί που θα πονούσε περισσότερο: στο δικό του έδαφος.
Ο Λι βάδισε στο Μέριλαντ και την Πενσιλβάνια κατόπιν και ήταν πιο αισιόδοξος από ποτέ. Αν περνούσε νικηφόρα και τη Στρατιά του Ποτόμακ, τότε ο δρόμος ως την Ουάσιγκτον θα ήταν διάπλατα ανοιχτός. Την ίδια στρατιά δηλαδή που είχε νικήσει μόλις στο Τσάνσελορσβιλ (30 Απριλίου – 6 Μαΐου)! Τι νικήσει δηλαδή, εξαφανίσει καλύτερα, καθώς η Στρατιά της Βόρειας Βιρτζίνια του Λι είχε τους μισούς άντρες από τους Βόρειους. Κι όμως, εκείνος κατάφερε αυτό που οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν «τέλεια μάχη», τους συνέτριψε στη βάση του απύθμενου στρατιωτικού του θράσους.
Με τέτοιο ηθικό κατέφτασε ο Λι στο Γκέτισμπεργκ, έχοντας περάσει στην αντεπίθεση για δεύτερη φορά (η πρώτη ανακόπηκε με μεγάλη δυσκολία στο Αντίεταμ) στην ιστορία του εμφυλίου…
Μαθαίνοντας ότι η Στρατιά του Ποτόμακ ήταν καθ’ οδόν, ο Λι αποφάσισε να παρατάξει τις δυνάμεις του στην πόλη-σταυροδρόμι του Γκέτισμπεργκ. Ένα απόσπασμα που έστειλε όμως ο Λι στην πολύβουη κωμόπολη ανακάλυψε με τον δύσκολο τρόπο κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 1ης Ιουλίου πως δύο ταξιαρχίες ιππικού των Βορείων ήταν ήδη εκεί από την προηγουμένη. Η μάχη ξεκίνησε από σπόντα!
Όσο ο όγκος των δύο στρατών προσέγγιζε το Γκέτισμπεργκ, οι δυνάμεις της Συνομοσπονδίας κατάφεραν να απωθήσουν εκτός πόλης τους ομοσπονδιακούς υπερασπιστές της, σε ένα λοφάκι κάνα χιλιόμετρο στα νότια του Γκέτισμπεργκ.
Ο Λι θέλησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι το κύριο σώμα των Γιάνκηδων δεν είχε καταφτάσει ακόμα, δίνοντας στους δυο επικεφαλής στρατηγούς του ελευθερία κινήσεων. Εκείνοι αρνήθηκαν ωστόσο να προβούν σε επίθεση, υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις των Βορείων.
Μέχρι το σούρουπο, ένα καλό κομμάτι του στρατού της Ένωσης είχε παραταχθεί στο πεδίο της μάχης, ενδυναμώνοντας τις αμυντικές τους γραμμές.
Ο Λι έχασε το πλεονέκτημα. Ως τα μεσάνυχτα, τρεις ακόμα ταξιαρχίες των Βορείων είχαν καταφτάσει. Οι 75.000 άντρες του στρατηγού της Συνομοσπονδίας θα αντιμετώπιζαν τελικά και τις 95.000 των Βορείων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι Βόρειοι κατάφεραν να καταλάβουν τα πλεονεκτικά υψώματα, απόκληρο των μαχών τους με τους ερυθρόδερμους.
Οι ιστορικοί ισχυρίζονται εδώ και δεκαετίες πως οι Νότιοι θα μπορούσαν να πάρουν τη μάχη την πρώτη αυτή μέρα. Αν ο στρατηγός Richard Ewell είχε επιτεθεί αιφνιδιαστικά, κατά τις προσταγές του Λι, ο πανικός στις τάξεις των Βορείων θα είχε προσυπογράψει την ήττα τους. Ο Λι είπε όμως στους στρατηγούς του «αν είναι εφικτό» και εκείνοι πίστεψαν πως δεν είναι.
«Μεγάλα τμήματα των δυνάμεων της Ένωσης έριχναν κάτω τα όπλα και παραδίδονταν … Σε λιγότερο από μισή ώρα, οι άντρες μου θα είχαν σαρώσει και καθαρίσει αυτούς τους λόφους. Έπρεπε να είχα αρνηθεί να υπακούσω σε αυτή την εντολή», δήλωσε χαρακτηριστικά ο ανώτερος αξιωματικός των Νοτίων, John B. Gordon, όταν ο Richard Ewell του είπε να αποσυρθεί.
Το κακό για τον Λι ήταν πως ο πιο έμπιστος στρατηγός του, ο πολύπειρος και ικανότατος Thomas J. «Stonewall» Jackson, είχε τραυματιστεί θανάσιμα στο Τσάνσελορσβιλ και αναγκάστηκε να τον αντικαταστήσει με τον Ewell. Οι Βόρειοι τη γλίτωσαν από κακή εκτίμηση, υπέστησαν ωστόσο βαριές απώλειες στην πρώτη αυτή μέρα, με περισσότερους από 10.000 νεκρούς και μονάδες ολόκληρες αποδεκατισμένες.
Αργότερα μέσα στη νύχτα κατέφτασε στο σημείο και ο νέος διοικητής της Στρατιάς του Ποτόμακ, ο στρατηγός Μιντ, ο οποίος επιθεώρησε τις αμυντικές του γραμμές. Μόνο που ο Λι θα είχε ξανά την ευκαιρία του την επομένη…
Το χάραγμα της δεύτερης μέρας βρήκε τον στρατό των Βορείων πάνω στα υψώματα που είχε εξασφαλίσει. Ο Λι εκτίμησε την κατάσταση και αποφάσισε να επιτεθεί στον εχθρό εκεί ακριβώς που ήταν δυνατότερος. Είχε ακόμα τη φούρια του Τσάνσελορσβιλ και πίστευε πως θα μπορούσε να επαναλάβει εύκολα τον στρατηγικό του θρίαμβο. Απέναντι στον ίδιο στρατό. Μόλις δυο μήνες αργότερα.
Ο πάντα ψύχραιμος και δεύτερος τη τάξει στο στράτευμα της Συνομοσπονδίας, James Longstreet, τον συμβούλεψε να μην το κάνει. Απτόητος, ο στρατάρχης τον διατάζει να επιτεθεί στην αριστερή πτέρυγα των Βορείων, βάζοντας τον Ewell να τους χτυπήσει στα δεξιά. Ο Λι τους είπε να επιτεθούν αμέσως. Ή, σωστότερα, «όσο νωρίτερα γίνεται».
Κάτι που στο μυαλό του απρόθυμου για επίθεση Longstreet μεταφράστηκε σε μια εξαιρετικά αργοπορημένη επίθεση που δεν θα συνέβαινε εξάλλου πριν από τις 4:00 το απόγευμα! Τότε έπεσαν οι πρώτες σφαίρες. Παρά τη λυσσαλέα μάχη, οι Βόρειοι κρατούσαν τις γραμμές τους από τις εφεδρείες που περίμεναν στα χωράφια και τα περιβόλια πίσω από τους λόφους.
Οι τακτικισμοί του Λι φαίνονταν ωστόσο να αποδίδουν. Οι Βόρειοι έχασαν αρκετές από τις θέσεις τους στα υψώματα, κράτησαν ωστόσο το μέτωπο ως το λυκόφως. Και οι δύο στρατοί υπέφεραν πολύ μεγάλες απώλειες, πάνω από 9.000 άντρες η κάθε πλευρά. Ο συνολικός διήμερος απολογισμός σκαρφάλωσε στους 35.000 νεκρούς, ως η μεγαλύτερη αιματοχυσία που έβλεπε ποτέ ο αμερικανικός εμφύλιος.
Ο Λι έχασε και τη δεύτερη ευκαιρία του, καθώς και πάλι οι στρατηγοί του δεν τον υπάκουσαν. Αν είχαν επιτεθεί «όσο νωρίτερα το πρωί γίνεται», τότε ο στρατηγός των Βορείων, Daniel Sickles, δεν θα είχε εκμεταλλευτεί το στρατηγικό πλεονέκτημα που του παραχώρησε η καθυστέρηση και η απροθυμία του Longstreet να πολεμήσει.
Στα «ψιλά» εδώ, ο Sickles είχε παρακούσει τις εντολές του δικού του επικεφαλής, Μιντ, και κατέλαβε τα υψώματα, σώζοντας τελικά την παρτίδα για την Ένωση. Στα ακόμα πιο «ψιλά», όταν ο Sickles είδε το πόδι του να εξαφανίζεται από το βλήμα του κανονιού που τον χτύπησε, υποδέχτηκε ατάραχος τα νέα ανάβοντας τσιγαράκι.
Ο Longstreet δήλωσε αργότερα ότι παράκουσε τις εντολές του στρατάρχη του καθώς ήθελε να κατευθύνει τον στρατό του σε αμυντική διάταξη, αναγκάζοντας τους Γιάνκηδες να του επιτεθούν! Αρνήθηκε ακόμα και όταν οι ανιχνευτές του του είπαν πως θα μπορούσε ακόμα και να πλαγιοκοπήσει τον εχθρό, καθώς η παράταξή του είχε αφήσει έκθετα τα νώτα.
Δύο φορές έχασε την ευκαιρία του για νίκη από τους απρόθυμους να τον ακούσουν στρατηγούς του. Κι έτσι την τρίτη μέρα δεν θα άφηνε τη μάχη στα χέρια τους. Θα έκανε αυτό που ήξερε καλά: μια τολμηρή στρατηγική…
Οι πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Ιουλίου βρήκαν μια ταξιαρχία των Γιάνκηδων να απωθεί άλλη μια επίθεση των Νοτίων. Παρά τις απώλειες, οι Βόρειοι διατηρούσαν τις περισσότερες πλεονεκτικές τους θέσεις. Αυτά έβλεπε ο Λι και εξοργιζόταν. Πίστευε πως η νίκη ήταν στα χέρια του και δεν θα την άφηνε να του ξεφύγει για άλλη μια φορά.
Διατάζει τις δυνάμεις του να επιτεθούν στο κέντρο του εχθρού και σιγουρεύεται πως θα το πράξουν. Κάπου 15.000 άντρες βαδίζουν απροστάτευτοι για πάνω από ένα χιλιόμετρο σε ανοιχτό πεδίο για να αντιμετωπίσουν τις οχυρωμένες δυνάμεις της Ένωσης. Ο Longstreet του λέει ξανά για το τρελό του σχεδίου του, εκείνος δεν ακούει όμως τίποτα.
Οι άντρες του βαδίζουν ολοταχώς προς τον θάνατο. Οι Γιάνκηδες τους χτυπούν με ό,τι έχουν και δεν έχουν, και έχουν πολλά είναι η αλήθεια, και το ιππικό τούς σφυροκοπά από τα πλαϊνά. Μόλις οι μισοί άντρες της Συνομοσπονδίας επιβιώνουν από την κακοσχεδιασμένη και βεβιασμένη επίθεση.
Αυτό που δεν ήξερε ο Λι ήταν πως το προηγούμενο βράδυ, στο πολεμικό συμβούλιο του Μιντ με τους αξιωματούχους του, ο στρατηγός αποφάσισε να αμυνθεί και να περιμένει την κίνηση της Συνομοσπονδίας. Μας επιτέθηκε και στα δύο πλαϊνά, εξήγησε ο Μιντ, αύριο πρέπει να περιμένουμε επίθεση στο κέντρο. Ήταν πράγματι ο πρώτος στρατηγός των Βορείων που διάβασε σωστά τις προθέσεις του Ρόμπερτ Λι. Και τον διάβαζε γιατί τον ήξερε, έχοντας υπηρετήσει μαζί του στο στράτευμα πριν τον εμφύλιο.
Ήταν όμως και το άλλο: πως ο Longstreet αργοπόρησε ξανά και έχασε έτσι την κάλυψη του πυροβολικού, αυτό που αποκάλεσε ένας άλλος στρατηγός των Νοτίων ως «το πυκνότερο πυρ που αποπειράθηκε ποτέ το πυροβολικό του στρατού της Συνομοσπονδίας». Μέχρι να ξεκινήσει η καταδικασμένη πορεία των 15.000, το πυροβολικό, που είχε καθηλώσει κυριολεκτικά τον εχθρό, ξέμεινε από πυρομαχικά. «Σαν να ήταν παρέλαση», έτσι παρομοίασε το βάδισμα των Νοτίων μέσα στα εχθρικά πυρά έτερος στρατηγός τους…
Με τις ελπίδες του για θριαμβευτική προέλαση κατά των Βορείων στο Γκέτισμπεργκ κουτσουρεμένες, ο Λι περίμενε τον εχθρό να αντεπιτεθεί την επομένη, 4 Ιουλίου. Μια επίθεση που δεν έγινε ποτέ. Εκείνη τη νύχτα, μέσα στη σφοδρή νεροποντή, ο δαφνοστεφής στρατηγός των επαναστατών αποσύρθηκε με ό,τι είχε απομείνει από το στράτευμά του στη Βιρτζίνια.
Παρά το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία των Γιάνκηδων θα εξαγριωνόταν που ο πάντα προσεκτικός Μιντ δεν κυνήγησε τον Λι μετά το Γκέτισμπεργκ, το γεγονός παρέμενε πως η μάχη ήταν αποφασιστικής σημασίας ήττα για τον Νότο. Η Ένωση έχασε 23.000 άντρες, 28.000 ο Λι, πάνω από το 1/3 της δύναμής του. Οι Βόρειοι μπορούσαν να αναπληρώσουν τους άντρες του, εκείνος πάλι όχι.
Ο Βορράς αναθάρρησε την ώρα που ο Νότος πενθούσε. Πενθούσε για τα παλικάρια του, πενθούσε και γι’ αυτή την πολυπόθητη διεθνή αναγνώριση του αγώνα του για ανεξαρτησία που όλοι ήξεραν τώρα πως δεν θα ερχόταν ποτέ. Η νίκη στο Γκέτισμπεργκ ήταν απαραίτητη για να αποσπάσουν τη συναίνεση Άγγλων και Γάλλων.
Ο καταβεβλημένος Λι υπέβαλε την παραίτησή του στον αντάρτη πρόεδρο Τζέφερσον Ντέιβις, επικεφαλής των εξεγερμένων Συνομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής, εκείνος πάντως δεν την έκανε δεκτή. Και έπραξε καλά, καθώς ο στρατάρχης του θα του χάριζε μια σειρά ακόμα από νίκες.
Ήταν όμως το Γκέτισμπεργκ, πάντα το Γκέτισμπεργκ, το οποίο σε συνδυασμό και με τη μεγάλη νίκη του Οδυσσέα Γκραντ στο Βίκσμπεργκ στις 4 Ιουλίου ανέτρεψε αμετάκλητα τις ισορροπίες του εμφυλίου. Οι Βόρειοι απέκτησαν εκείνες τις μέρες το πάνω χέρι και δεν θα το ξανάχαναν.
Κάπου 4,5 μήνες μετά τη νίκη της Ένωσης στο Γκέτισμπεργκ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Αβραάμ Λίνκολν, εκφωνεί το απογευματάκι της 19ης Νοεμβρίου 1863 στο στρατιωτικό νεκροταφείο της πόλης τον πλέον περίφημο λόγο του, εκεί που παρατηρεί σχετικά πως «η διακυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό, δεν θα εκλείψει από τη Γη».
Όσο για τον Λι, κατά την ημέρα της παράδοσης του Νότου, οι Βόρειοι τον ασπάστηκαν και τον αναγνώρισαν ως δικό τους αρχηγό. Όταν μάλιστα οι πολιτικοί του προϊστάμενοι του είπαν να περιμαζέψει ό,τι είχε απομείνει από τον στρατό του και να πάρει τα βουνά για ανταρτοπόλεμο, ο Λι όχι μόνο αρνήθηκε, λέγοντας πως ο πόλεμος πήρε τέλος, αλλά έσπευσε κιόλας να σχολιάσει:
«Αντί να εμπλακώ σε άλλον έναν πόλεμο για να διαιωνιστεί η δουλεία, αισθάνομαι αγαλλίαση που η δουλεία καταργήθηκε. Πιστεύω πως θα λειτουργήσει ευεργετικά για τα συμφέροντα του Νότου»…