Με φόντο το εντυπωσιακό σκηνικό του νησιού Σεντόσα, στη Σιγκαπούρη, θα γίνει την Τρίτη η ιστορική συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ- Ουν .
Το νησί, που βρίσκεται νότια της ηπειρωτικής Σιγκαπούρης, είναι πλούσιο σε βλάστηση, διαθέτει πολυτελή ξενοδοχεία και γήπεδα του γκολφ, ένα καζίνο και ένα θεματικό πάρκο του χολιγουντιανού Universal Studios. Εκεί μένουν ορισμένοι από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου σε βίλες αξίας εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ στη μαρίνα του αράζουν πολυτελή γιοτ.
Η επιλογή του νησιού αυτού έγινε χάρη στη θέση του, καθώς βρίσκεται μόλις 500 μέτρα από την ηπειρωτική χώρα, ενώ η πρόσβαση σε αυτό γίνεται από έναν και μόνο δρόμο. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η απομόνωση και η ιδιωτικότητα των επισκεπτών, ενώ μπορεί εύκολα να διακοπεί η κυκλοφορία των οχημάτων κατά τη διάρκεια της συνόδου.
Ωστόσο το Σεντόσα κρύβει πίσω του μια αιματηρή ιστορία.
Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, επικαλούμενο το DPA, έως το 1830 το νησί ήταν γνωστό με το όνομα που του είχαν δώσει οι αυτόχθονες κάτοικοι, οι Μαλάι: «Πουλάου Μπελακάνγκ Μάτι». Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το τι σημαίνει αυτό στα αγγλικά, όμως η επικρατέστερη μετάφραση είναι «το νησί όπου ο θάνατος έρχεται από πίσω». Οι ιστορικοί διαφωνούν για την προέλευση του ονόματος, με κάποιους να πιστεύουν ότι έχει τις ρίζες της στα χρόνια της πειρατείας, των λεηλασιών και της αιματοχυσίας στις γύρω θάλασσες.
Η χρήση του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν επίσης ανατριχιαστική, με τις ιαπωνικές δυνάμεις να το χρησιμοποιούν ως στρατόπεδο για τους Βρετανούς και τους Αμερικάνους αιχμαλώτους.
Οι παραλίες του έγιναν τόπος μαζικών εκτελέσεων με μεγάλο αριθμό Κινέζων με καταγωγή από τη Σιγκαπούρη να δολοφονούνται με την υποψία ότι εμπλέκονταν σε δραστηριότητες κατά των Ιαπώνων.
Το 1972 η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης αποφάσισε να προωθήσει την τουριστική πλευρά του νησιού, δίνοντάς του το όνομα Σεντόσα, από τη λέξη που στα μαλάι σημαίνει «ειρήνη και ηρεμία». Για το σχέδιο αυτό ξοδεύτηκαν σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια δημόσιων και ιδιωτικών πόρων.