Μια απόπειρα να ερμηνεύσει τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει στις σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας η δολοφονία του ρώσου πρέσβη στην Άγκυρα Αντρέι Καρλόφ, κάνει ο δημοσιογράφος Μαξ Φίσερ, μέσα από τη στήλη του «The Interpreter» στους New York Times.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Μαξ Φίσερ στους New York Times:
«Η Τουρκία και η Ρωσία, που η σχέση τους διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τον πόλεμο στη Συρία και τις συναφείς κρίσεις, μοιράζονται ένα νέο τραύμα από αυτή την εβδομάδα μετά τη δολοφονία του ρώσου πρεσβευτή στην Άγκυρα από τούρκο αστυνομικό.
Η δολοφονία του Αντρέι Καρλόφ προκάλεσε παγκόσμια ανησυχία και ερωτήματα για τις ευρύτερες συνέπειές της. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολλοί θυμήθηκαν τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας, που οδήγησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι αναλυτές απορρίπτουν πάντως αυτόν τον παραλληλισμό.
Ο δολοφόνος, που σκοτώθηκε επιτόπου από τις δυνάμεις ασφαλείας, φώναξε στα αραβικά «Ο Θεός είναι μεγάλος» και στη συνέχεια είπε στα τουρκικά: «Μην ξεχνάτε το Χαλέπι. Μην ξεχνάτε τη Συρία.» Το κίνητρό του μπορεί έτσι να ήταν η «εκδίκηση» για την εμπλοκή της ρωσικής αεροπορίας στην επίθεση εναντίον του Χαλεπίου, που συνοδεύτηκε από μεγάλες απώλειες μεταξύ των αμάχων.
Θα μπορούσε η δολοφονία αυτή να οδηγήσει σε σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας; Πολύ δύσκολα. Οι δύο χώρες στέλνουν ήδη σημάδια συνεργασίας και επιρρίπτουν τις ευθύνες στους κοινούς τους εχθρούς, όχι η μία στην άλλη.
Ο λόγος είναι η Συρία. Τους τελευταίους μήνες, η Τουρκία και η Ρωσία κατέβαλαν προσπάθειες να συντονίσουν τις στρατηγικές τους στη χώρα αυτή.
“Η Τουρκία έχει ανάγκη τη Ρωσία για να προωθήσει τα πολεμικά της συμφέροντα”, λέει ο Άαρον Στάιν, ένας ειδικός για την Τουρκία στο Atlantic Council. “Η Ρωσία έχει ανάγκη την Τουρκία για να νικήσει -όπως τουλάχιστον ορίζει εκείνη τη νίκη- στη Συρία. Και οι δύο χώρες έχουν λόγους να χειριστούν αυτή την κατάσταση σαν ενήλικες”.
Η κρίση γύρω από έναν νεκρό πρεσβευτή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των δύο χωρών στην Τουρκία ή, ακόμη χειρότερα, να ξαναφέρει στην επιφάνεια τις αποσταθεροποιητικές τάσεις του παρελθόντος. Έτσι οι δύο χώρες εργάζονται για την εξομάλυνση της κατάστασης.
Οι εντάσεις εκείνες ήταν αποτέλεσμα και πάλι της Συρίας. Οι δύο χώρες βρίσκονταν, και σε ένα βαθμό εξακολουθούν να βρίσκονται, σε αντίθετα στρατόπεδα στον πόλεμο της Συρίας. Η Τουρκία αντιτίθεται στον πρόεδρο Άσαντ και έχει στηρίξει τις αντάρτικες οργανώσεις. Η Ρωσία υποστηρίζει τον Άσαντ και μπήκε στον πόλεμο το φθινόπωρο του 2015 για να τον στηρίξει.
Λίγο μετά την παρέμβαση της Ρωσίας, τα αεροπλάνα της άρχισαν να βομβαρδίζουν τους υποστηριζόμενους από την Τουρκία αντάρτες, πετώντας κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων – τα οποία η τουρκική πλευρά υποστηρίζει ότι παραβιάστηκαν επανειλημμένα. Τον Νοέμβριο του 2015, η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό αεροσκάφος, με αποτέλεσμα να προκληθούν φόβοι για μείζονα κρίση ή και πόλεμο. Στον πόλεμο αυτό θα αναγκάζονταν ενδεχομένως να λάβουν μέρος και οι Ηνωμένες Πολιτείες, αφού η Τουρκία είναι σύμμαχός τους στο ΝΑΤΟ.
Σε αυτές τις συνθήκες, η δολοφονία ενός πρεσβευτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευρύτερη σύγκρουση. Τον τελευταίο χρόνο, όμως οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες άρχισαν να βελτιώνονται. Αφού επιδίωξε για χρόνια την ανατροπή του Άσαντ, η Τουρκία υιοθέτησε μια λιγότερο φιλόδοξη στρατηγική, με στόχο να εμποδιστούν οι κουρδικές οργανώσεις της Συρίας να αποκτήσουν μεγάλη ισχύ στα σύνορά της. Η αλλαγή αυτή έφερε πιο κοντά την Τουρκία με τη Ρωσία.
Η Τουρκία φοβάται ότι ο έλεγχος των συνόρων από τους Κούρδους θα ενίσχυε τις αυτονομιστικές τους τάσεις στο εσωτερικό της. Η εμπλοκή της Ρωσίας στον πόλεμο, όμως, άλλαξε και γενικότερα τους υπολογισμούς της Άγκυρας, που διαπίστωσε ξαφνικά ότι η εκστρατεία κατά του Άσαντ θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να πετύχει.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, αρχικά προσπάθησε να κερδίσει έδαφος έναντι των σύρων ανταρτών, μερικοί από τους οποίους υποστηρίζονταν από την Τουρκία. Η Μόσχα φαίνεται να έφτασε στο συμπέρασμα ότι είναι καλύτερα να συνεργαστεί με την Άγκυρα παρά να την έχει απέναντί της.
Οι δύο χώρες έφτασαν έτσι σε μια ανεπίσημη συμφωνία: Η Τουρκία θα έπαυε να υποστηρίζει ορισμένους αντάρτες που απειλούν τα ρωσικά συμφέροντα στη Συρία και η Ρωσία θα έπαυε να υποστηρίζει τις κουρδικές οργανώσεις της Συρίας. Η Ρωσία επέτρεψε επίσης σε τούρκους στρατιώτες και συμμάχους τους να καταλάβουν μεθοριακά εδάφη που ελέγχονταν μέχρι τότε από Κούρδους και το Ισλαμικό Κράτος».
Ο Στάιν αποκαλεί αυτή τη συμφωνία “Χαλέπι έναντι Αλ Μπαμπ”: Η Ρωσία και ο Άσαντ πήραν το Χαλέπι και η Τουρκία με τους συμμάχους της ανέλαβαν τον έλεγχο της στρατηγικής πόλης Αλ Μπαμπ.
Καθώς οι δύο πόλεις βρίσκονται η μία κοντά στην άλλη, οι στόχοι των δύο χωρών είναι κοινοί. Και μία κρίση με αφορμή τη δολοφονία του Καρλόφ θα ήταν πολύ επικίνδυνη. Δεν υπάρχει λοιπόν κανείς λόγος να αλλάξουν οι δύο χώρες την πολιτική τους. Η δολοφονία μπορεί μάλιστα να τις φέρει ακόμη πιο κοντά.
Σύμφωνα με τον Στάιν, ο Ερντογάν ενδέχεται να προσπαθήσει να αποσπάσει την προσοχή από την αντιδημοφιλή πολιτική του στη Συρία επιρρίπτοντας την ευθύνη για τη δολοφονία στον ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, που ζει εξόριστος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ερντογάν έχει ζητήσει την έκδοση του Γκιουλέν θεωρώντας τον υπεύθυνο για το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνούνται προς το παρόν να ικανοποιήσουν το αίτημά του.
Με βάση την ανάλυση αυτή, ο μεγαλύτερος χαμένος από τα τελευταία γεγονότα μπορεί να είναι η Ουάσινγκτον».