Σημαντικό κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας συνεχίζει να είναι, για μία ακόμα χρονιά, η διεύρυνση των εμπορικών, πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων με την Αλβανία. Πώς, όμως, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών μπορούν να αποτελέσουν μοχλό πίεσης για την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση και τι σηματοδοτεί η επικείμενη ένταξη της Αλβανίας ως κράτος μέλος της Ένωσης για τις ισορροπίες στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο;
Η Τουρκία είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εμπορικός επενδυτής της Αλβανίας, μετά την Ολλανδία, την Ελβετία, τον Καναδά και την Ιταλία. Οι επενδύσεις της έχουν διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία, με ετήσιο τζίρο 3,7 δισ. ευρώ και απόθεμα 1,2 δισ. ευρώ, έως τον Ιούνιο. Μερικοί από τους σημαντικότερους τομείς στους οποίους κατανέμονται είναι οι τράπεζες, ο κατασκευαστικός κλάδος αλλά και η εκπαίδευση. Ο τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τόνισε τον Φεβρουάριο του 2024, όταν φιλοξένησε τον Αλβανό πρωθυπουργό Έντι Ράμα, ότι περίπου 600 τουρκικές εταιρείες απασχολούν περισσότερους από 15.000 εργαζόμενους στην Αλβανία. Ακόμα, ο Ερντογάν, δήλωσε: «Αυξήσαμε τον όγκο του διμερούς εμπορίου μας σε περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια και θέσαμε το νέο μας στόχο, στα 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Πιστεύω ότι, με τις προσπάθειες του ιδιωτικού μας τομέα, θα φτάσουμε σε αυτό το ποσοστό σε σύντομο χρονικό διάστημα».
Πέρα, όμως, από τους ισχυρούς οικονομικούς και εμπορικούς δεσμούς, οι δύο χώρες είναι στην πλειοψηφία τους μουσουλμανικές. Ο πρόεδρος Ερντογάν ταξίδεψε τον Οκτώβριο του 2024 στην πρωτεύουσα της Αλβανίας για να εγκαινιάσει το μεγαλύτερο τζαμί των Βαλκανίων που χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από την Τουρκία, με μιναρέδες ύψους 50 μέτρων. Η κατασκευή του νέου τζαμιού στα Τίρανα, ξεκίνησε το 2015 και κόστισε περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ, χρήματα που διέθεσε η κρατική τουρκική μουσουλμανική οργάνωση Diyanet η οποία, ύστερα από συμφωνία με την τοπική αλβανική μουσουλμανική κοινότητα, θα έχει εκπροσώπηση στο διοικητικό συμβούλιο του τζαμιού.
Στρατιωτικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών
Οι δύο χώρες μέλη του ΝΑΤΟ έχουν επίσης στενούς στρατιωτικούς δεσμούς, με την Τουρκία να προμηθεύει τα Τίρανα με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar TB2. Το Σεπτέμβριο του 2022, ο Ράμα είχε δηλώσει ότι η Αλβανία θα λάβει έξι οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar από την Τουρκία ωστόσο, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ανακοίνωσε ότι η χώρα του θα παραλάβει τρία drones, χωρίς να αναφερθεί σε κάποια άλλη μελλοντική παραγγελία.
Αναφερόμενος στη δωρεά της Τουρκίας των αποκαλούμενων Kamikaze drones τα οποία θεωρούνται «περιπλανώμενα» πυρομαχικά, ο Ράμα, μετά τη συνάντηση με τον τούρκο πρόεδρο τον Οκτώβριο του 2024, σημείωσε ότι με την κίνηση αυτή στέλνει ένα «πολύ σαφές μήνυμα» ότι, «δεν μπορεί να γίνει επίθεση στην Αλβανία». Ωστόσο, έσπευσε να διευκρινίσει ότι η χειρονομία δεν υπονοεί καμία πρόθεση επίθεσης σε κανέναν.
Η Τουρκία, συνεπώς, έχει γίνει πιο ενεργή στις υποθέσεις ασφαλείας των Βαλκανίων, τα οποία έχουν αναδειχθεί σε μία περιοχή όπου ο Ερντογάν μπορεί να ανταγωνιστεί ή να συνεργαστεί με τη Δύση, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Εκτιμάται, λοιπόν, ότι στόχος της Τουρκίας είναι να πείσει και να αποδείξει, όχι μόνο στην Αλβανία αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, ότι η διεύρυνση και η εμβάθυνση των διμερών σχέσεών τους μεταφράζεται άμεσα σε οικονομική και πολιτική σταθερότητα. Ταυτόχρονα, εκμεταλλευόμενη την παραδοσιακά αργή διαδικασία ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βαλκανικών χωρών όπως η Αλβανία, η Τουρκία παρουσιάζει τη δική της σφαίρα επιρροής σαν μία καλή εναλλακτική επί του παρόντος.
Μοχλός πίεσης
Η Τουρκία μπορεί να χρησιμοποιήσει τις καλές σχέσεις με χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, όπως η Αλβανία, σαν μοχλό πίεσης για την επίτευξη του απώτερου σκοπού της, την ένταξη στην ΕΕ. Ιδιαίτερη έμφαση στην ένταξη αυτή, φαίνεται να δίνει ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος το 2023 σε σχόλιό του, σχετικά με την ένταξη της Σουηδίας και της Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ είχε δηλώσει: «Η Τουρκία περιμένει στην πόρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πάνω από 50 χρόνια τώρα, και σχεδόν όλες οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ είναι πλέον μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάνω αυτό το κάλεσμα σε αυτές τις χώρες που έχουν κρατήσει την Τουρκία να περιμένει προ των πυλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περισσότερα από 50 χρόνια».
Η σημασία αυτών των σχέσεων θα αυξηθεί ιδιαίτερα, εάν η Αλβανία καταφέρει να γίνει κράτος μέλος της ΕΕ, πριν από την ίδια την Τουρκία. Εξάλλου, από την πλευρά του ο Έντι Ραμα, έχει δηλώσει την πρόθεση την Αλβανίας να γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
«Στόχος μας είναι να ολοκληρώσουμε αυτή τη διαδικασία μέσα σε αυτή τη δεκαετία και να είμαστε έτοιμοι να χτυπήσουμε την πόρτα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ως κράτος μέλος», ανέφερε, χαρακτηριστικά, ο Ράμα στο Λουξεμβούργο πριν από μερικούς μήνες.
Ένας σύμμαχος εντός της ευρωπαϊκής ένωσης με τον οποίο η Τουρκία μοιράζεται ιδιαίτερους οικονομικούς, ιστορικούς και θρησκευτικούς δεσμούς, μπορεί αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμος. Ειδικά για την εξυπηρέτηση των στρατηγικών και γεωπολιτικών της συμφερόντων ενάντια σε κράτη μέλη, όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος. Για παράδειγμα, η Τουρκία μπορεί να χρησιμοποιήσει την προνομιακή θέση της Αλβανίας ως μέλος της ΕΕ για να καθυστερήσει ή και να εμποδίσει ενδεχομένως τη λήψη αποφάσεων σχετικά με θέματα, όπως η αναγνώριση των ελληνικών θαλάσσιων υδάτων ή την επίλυση του κυπριακού ζητήματος. Ταυτόχρονα, σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να επηρεάσει αποφάσεις που σχετίζονται με ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης και ανάπτυξης στην ελληνική και την κυπριακή οικονομία. Τέτοιου είδους ζητήματα, μπορούν να ενισχυθούν ιδιαίτερα κατά την διάρκεια μελλοντικών περιόδων, όπου η Αλβανία κατέχει την προεδρία του συμβουλίου της ευρωπαϊκής ένωσης.
Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που τρίτες χώρες προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους την θέση κρατών μελών εντός της ΕΕ. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο παράδειγμα της Ρωσίας και της Ουγγαρίας αναφορικά με πολιτικές και ενέργειες στήριξης της ΕΕ προς την Ουκρανία.
Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ εξακολουθεί να είναι ο οργανισμός με τη μεγαλύτερη επιρροή στα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων, αφού προσφέρει την δυνατότητα ολοκλήρωσης, μέσω της υιοθέτησης του κοινοτικού κεκτημένου, δηλαδή μετασχηματισμό του κράτους και του συστήματός του κατά των κανόνων και των προτύπων της. Επομένως, η ολοκληρωτική εξάρτηση βαλκανικών χωρών, όπως η Αλβανία, στις «διαμεσολαβητικές ικανότητες» της Τουρκίας και στην οικονομική και στρατιωτική της στήριξή, αν και προσωρινά δελεαστική, μακροχρόνια μπορεί να μην αποφέρει τα θεμιτά αποτελέσματα, αφού θα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό όχι σε θεσμικά και νομικά πλαίσια, αλλά στην καλή θέληση της Άγκυρας.