Είναι τηλεφωνήματα που διακόπτουν την καθημερινότητα της Anamaria Baralt, κλήσεις που ποτέ δεν είναι τόσο απασχολημένη για να αγνοήσει.
«Συγγνώμη», λέει ευγενικά, διακόπτοντας τη συζήτησή μας. «Πρέπει να το απαντήσω. Είναι ο Lyle».
Γυρίζει προς την άλλη πλευρά για λίγο. «Γεια σου αγάπη μου», λέει στον καλούντα. Αν και οι λεπτομέρειες της συνομιλίας δεν ακούγονται, είναι φανερό ότι πρόκειται για μια ζεστή και στοργική επικοινωνία. Δύο άνθρωποι με κοινό παρελθόν, που ανταλλάσσουν τα νέα της ημέρας τους.
Μετά από λίγα λεπτά αποχαιρετιούνται, με την Anamaria να λέει με ενθουσιασμό: «Σ’ αγαπώ… σ’ αγαπώ, γεια».
Ο Lyle με τον οποίο μόλις μίλησε η Anamaria είναι ο πρώτος της ξάδελφος, Lyle Menendez, ο μεγαλύτερος από τους διαβόητους «αδελφούς Menendez», οι οποίοι εκτίουν ποινή ισόβιας κάθειρξης για τη δολοφονία των πλούσιων γονιών τους το 1989.
Πρόκειται για τους ίδιους αδελφούς των οποίων η ιστορία με τίτλο «Monsters» έγινε επιτυχία στο Netflix πέρσι, με πρωταγωνιστές τους Javier Barden και Chloe Sevigny στους ρόλους των δολοφονημένων γονιών, Jose και Kitty.
Οι ίδιοι αδελφοί, πλέον φαλακροί και γκριζαρισμένοι άνδρες στα 50 τους, πρόκειται να εμφανιστούν μέσω Zoom στο δικαστήριο στο Van Nuys της Καλιφόρνια για μια ακρόαση επανακαταδίκης διάρκειας δύο ημερών, που ξεκινά την επόμενη εβδομάδα (17 Απριλίου). Εκεί θα μπορούσε να τροποποιηθεί η ποινή τους, οδηγώντας σε άμεση δυνατότητα αποφυλάκισης, ένα ακόμη βήμα προς την ελευθερία.
Μια ξεχωριστή ακρόαση για πιθανή αποφυλάκιση των Lyle, 57 ετών, και Erik, 54 ετών, έχει προγραμματιστεί για τον Ιούνιο.

Σύμφωνα με την Daily Mail η ξαδέλφη τους, Anamaria, 54 ετών, δασκάλα γιόγκα από το Σιάτλ, είναι από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές τους και θα είναι μεταξύ των μελών της οικογένειας που θα καταθέσουν στην ακρόαση επανακαταδίκης. Ελπίζει με πάθος ότι τα ξαδέλφια της θα απελευθερωθούν.
Άλλοι μάρτυρες που αναμένεται να καταθέσουν είναι υπάλληλοι των φυλακών, οι οποίοι θα περιγράψουν την υποδειγματική συμπεριφορά των δύο ανδρών κατά τη διάρκεια της κράτησής τους.
Η υπεράσπιση των αδελφών υποστήριζε πάντα ότι οδηγήθηκαν στον φόνο έπειτα από χρόνια σεξουαλικής και σωματικής κακοποίησης από τον πατέρα τους, ενώ η μητέρα τους, μια ασταθής αλκοολική εξαρτημένη από φάρμακα, δεν έκανε τίποτα για να το σταματήσει.
Ένα σκοτεινό οικογενειακό μυστικό που η Anamaria δυσκολεύτηκε να κατανοήσει, αλλά πλέον αποδέχεται ως μια δυσάρεστη αλήθεια.
Τα ξαδέλφια της, με τα οποία μεγάλωσε ως παιδιά, έχουν ομολογήσει το έγκλημα, έχουν δείξει μεταμέλεια και έχουν περάσει όλη την ενήλικη ζωή τους στοχαστικά, λέει.
Στο μεταξύ, τους προσφέρει καθημερινή συναισθηματική στήριξη μέσω τηλεφώνου, καθώς περιμένουν να ακούσουν αν θα απελευθερωθούν μετά από περισσότερα από 30 χρόνια στη φυλακή.
«Ο Lyle κι εγώ μιλάμε πολλές φορές την ημέρα», λέει. «Του αρέσει να είναι μέσα σε όλα, οπότε του αρέσει να ακούει όλα τα νέα της οικογένειας και τι κάνει ο καθένας, ακόμη κι αν είναι μικροπράγματα. Έχουν τηλεόραση και τάμπλετ, οπότε μιλάμε για τα πάντα και το τίποτα – για τα παιδιά μου, τη δουλειά μου και τι συμβαίνει στο The Bachelor (ένα αμερικανικό ριάλιτι). Ο Erik είναι λίγο πιο κλειστός χαρακτήρας, αλλά είναι καλά», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η Anamaria, μητέρα δύο παιδιών, ζει στη σκιά αυτής της οδυνηρής οικογενειακής τραγωδίας για πάνω από τρεις δεκαετίες.
Κατάφερε να δει μόνο ένα επεισόδιο της σειράς «Monsters» στο Netflix, λέει. «Μίσησα τον τρόπο που παρουσίασαν τον Lyle ως έναν οξύθυμο, εξοργισμένο άνθρωπο, όταν στην πραγματικότητα δεν τον έχω ακούσει ποτέ να υψώνει τη φωνή του. Θέλω ο κόσμος να δει ότι ο Erik και ο Lyle είναι πραγματικοί άνθρωποι, με μια στοργική οικογένεια πίσω τους, και όχι χαρακτήρες μιας μυθοπλαστικής σειράς», αναφέρει.

Η ίδια και τα ξαδέλφια της είχαν μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Ο πατέρας της, Carlos, και ο Jose Menendez μεγάλωσαν μαζί στην Αβάνα και παρέμειναν στενοί φίλοι μετά τη μετανάστευσή τους στην Αμερική, μετά την Κουβανική Επανάσταση του 1959.
Ο Carlos παντρεύτηκε την μεγαλύτερη αδελφή του Jose, Terri, μητέρα της Anamaria. Ο Jose παντρεύτηκε την Kitty, συμφοιτήτριά του, και οι οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε γειτονικά σπίτια στο Princeton του Νιου Τζέρσεϊ.
Η Anamaria θυμάται τα ξαδέλφια να τρέχουν από το ένα σπίτι στο άλλο τη δεκαετία του ’70, να παίζουν στην πισίνα, να σκαρφαλώνουν σε δέντρα και να παίζουν επιτραπέζια.
«Ήταν τυπικά αγόρια, ζωηρά, διασκεδαστικά και γεμάτα ζωή. Πολύ αθλητικοί», λέει.
Ωστόσο, πάντα είχε την αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά στο σπίτι των Menendez, χωρίς όμως να μπορεί να το εξηγήσει.
Θυμάται μια «παράξενη ένταση και σωματικότητα» όταν ο θείος της, Jose, άρπαζε τη γυναίκα ή τους γιους του απότομα.
«Ένιωθα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την οικογένειά τους και υπήρχαν κάποιες στιγμές που τώρα, με την εμπειρία, με κάνουν να νιώθω άβολα», λέει.
Χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες, θυμάται: «Υπήρξε μια συζήτηση με τον Erik, και θα έπρεπε να είχα καταλάβει πόσο περίεργη ήταν. Αλλά εγώ ήμουν 14 και αυτός 15…», λέει και αναστενάζει. «Με στοιχειώνει», συμπληρώνει.
Το βράδυ των δολοφονιών, τον Αύγουστο του 1989, η οικογένεια Menendez ζούσε στο Μπέβερλι Χιλς της Καλιφόρνια, χάρη στην επιτυχημένη καριέρα του Jose ως στελέχους στη μουσική βιομηχανία.
Σύμφωνα με την εισαγγελία, τα αγόρια σχεδίασαν προσεκτικά τις δολοφονίες, εξασφαλίζοντας καραμπίνες (δεν μπόρεσαν να πάρουν τα κατάλληλα έγγραφα για πιστόλια), τις οποίες χρησιμοποίησαν για να πυροβολήσουν τους γονείς τους από κοντινή απόσταση, ενώ παρακολουθούσαν τηλεόραση.
Ο Jose πυροβολήθηκε έξι φορές και η Kitty, πρώην καλλιτέχνιδα, εννέα φορές, με χαριστική βολή στο πρόσωπο από πολύ κοντινή απόσταση.
Οι αδελφοί κάλεσαν την αστυνομία, με τον Lyle να φωνάζει με δάκρυα: «Κάποιος σκότωσε τους γονείς μου».
Αρχικά, οι αστυνομικοί θεώρησαν πως επρόκειτο για μαφιόζικη εκτέλεση μετά από αποτυχημένη επιχειρηματική συμφωνία, καθώς ο Jose ήταν αυτοδημιούργητος εκατομμυριούχος και στέλεχος της RCA.
Η περίεργη συμπεριφορά των αδελφών τους επόμενους μήνες, καθώς ξόδευαν την κληρονομιά τους, άρχισε να προκαλεί υποψίες.
Ο Erik προσέλαβε προπονητή τένις πλήρους απασχόλησης και συμμετείχε σε τουρνουά σε όλο τον κόσμο, ενώ ο Lyle αγόρασε εστιατόριο και ένα σπορ αυτοκίνητο Porsche Carrera. Και οι δύο αγόρασαν ρολόγια Rolex.
Τελικά, ο Erik, βασανισμένος από ενοχές, ομολόγησε στον ψυχοθεραπευτή του, ο οποίος δεν μπορούσε να καταδώσει τους πελάτες του λόγω του κώδικα εμπιστευτικότητας. Η ερωμένη του, ωστόσο, ενημέρωσε την αστυνομία μετά τον χωρισμό τους.
Οι αδελφοί, τότε 21 και 18 ετών, συνελήφθησαν τον Μάρτιο του 1990.
Ακολούθησαν δύο πολύκροτες δίκες. Η εισαγγελία υποστήριξε ότι οι δολοφονίες ήταν προμελετημένες και είχαν κίνητρο την απληστία, καθώς τα αγόρια επρόκειτο να αποκλειστούν από τη διαθήκη και την περιουσία των 11 εκατομμυρίων λιρών.
Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι ενήργησαν σε αυτοάμυνα, επειδή φοβήθηκαν για τη ζωή τους μετά την απόφασή τους να αποκαλύψουν το οικογενειακό μυστικό.
«Δεν υπήρχε τίποτα στους χαρακτήρες του Erik και του Lyle που να μου υποδήλωνε πως ήταν ικανοί για τέτοια βία», λέει σήμερα η Anamaria.
Όταν ομολόγησαν και αποκάλυψαν την κακοποίηση που είχαν υποστεί, η οικογένεια βυθίστηκε ξανά στη θλίψη.
«Ήμασταν διπλά συντετριμμένοι. Που έκαναν το έγκλημα, αλλά και που δεν ζήτησαν βοήθεια από κανέναν μας. Ξέρω τι έκαναν και γιατί το έκαναν, αλλά ποτέ δεν θύμωσα μαζί τους. Ποτέ δεν τους το κράτησα. Με πείραξε προσωπικά που δεν ένιωσαν ότι μπορούσαν να μου το εμπιστευτούν τι πέρασαν, τι έκαναν και γιατί. Ίσως ήθελαν να με προστατεύσουν» αναφέρει.
Ειρωνικά, η Anamaria σκόπευε να γίνει εισαγγελέας, αλλά οι δολοφονίες διέλυσαν τα επαγγελματικά της όνειρα. Κατέληξε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο.
«Ήθελα να βάζω τους κακούς στη φυλακή. Αλλά πλέον δεν μπορούσα να βλέπω κατηγορούμενους χωρίς να σκέφτομαι τις “γκρίζες ζώνες” και τις οικογένειες που πονάνε πίσω τους. Δεν μπορούσα να υποστηρίξω την θανατική ποινή – κάτι που οι Erik και Lyle αντιμετώπιζαν αρχικά», εξομολογείται.

Βρέθηκε σε «σκοτεινό μέρος», όπως λέει, συμπληρώνοντας ότι «άλλο να βιώνεις μια τραγωδία κι άλλο να βλέπεις την οικογένειά σου να γίνεται ανέκδοτο σε τηλεοπτικές εκπομπές».
Δεν άντεξε να παρακολουθήσει τη δίκη του 1993, που μεταδόθηκε τηλεοπτικά και παρακολούθησαν εκατομμύρια θεατές και κατέληξε σε αδιέξοδο.
Στη δεύτερη δίκη το 1996, το δικαστήριο περιόρισε τις μαρτυρίες σχετικά με την κακοποίηση, και οι αδελφοί καταδικάστηκαν σε ισόβια χωρίς αναστολή.
Αν είχαν γίνει δεκτοί οι ισχυρισμοί περί κακοποίησης, ενδεχομένως να είχαν καταδικαστεί για ανθρωποκτονία, με μέγιστη ποινή τα 22 χρόνια.
«Ισόβια χωρίς αναστολή. Ήταν τόσο νέοι. Μας κατέστρεψε όλους», λέει η Anamaria.
Με τα ξαδέλφια της φυλακισμένα, η ίδια προσπάθησε να ξαναχτίσει τη ζωή της.
Σε ηλικία 28 ετών πήρε πτυχίο στον σχεδιασμό ιστοσελίδων και στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε στη γιόγκα. Παντρεύτηκε τον Wayne και απέκτησαν δύο γιους, σήμερα 17 και 18 ετών.
Δεν ήταν δύσκολο να εξηγήσει στα παιδιά της για τους διαβόητους δεύτερους ξαδέλφους τους. «Τα παιδιά μου ξέρουν από τότε που ήταν επτά ή οκτώ πως έχουν ξαδέλφια, τον Erik και τον Lyle, που έκαναν κάτι πολύ κακό. Αλλά ταυτόχρονα, ξέρουν πως ό,τι κι αν κάνουν, υπάρχει χώρος για συγχώρεση. Πιστεύω στην εξιλέωση και ότι ποτέ δεν είναι αργά για να πεις συγγνώμη και να εξελιχθείς» αναφέρει χαρακτηριστικά η Anamaria.