Ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι γεννήθηκε σαν σήμερα 29 Ιουλίου στο Πρεντάπιο, κοντά στο Φορλί της κεντρικής Ιταλίας. Ο πατέρας του ήταν σιδεράς και η μητέρα του δασκάλα, εμφορούμενοι από σοσιαλιστικές και αντικληρικαλικές ιδέες.
Ο νεαρός Μουσολίνι, αν και δεν του έλειπε η ευφυΐα, ήταν φίλερις και αλαζονικός, και επανειλημμένα τον έδιωξαν από σχολεία λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του. Αποφοιτώντας από το σχολαρχείο έγινε δάσκαλος, αλλά μόνο για σύντομο διάστημα. Το 1902 διέφυγε στην Ελβετία για να αποφύγει να υπηρετήσει στον στρατό. Εκεί, απασχολούμενος σε χειρωνακτικές εργασίες, μελέτησε τα έργα των σοσιαλιστών στοχαστών και άλλων συγγραφέων και εντάχθηκε στο σοσιαλιστικό κίνημα.
Επιστρέφοντας στην Ιταλία το 1904, ο Μουσολίνι ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση ως δημοσιογράφος και αγορητής. Το 1910 παντρεύτηκε τη Ρακέλε Γκουίντι, κόρη της χήρας ερωμένης τού πατέρα του.
Το 1911 ο Μουσολίνι φυλακίστηκε ως υποκινητής διαμαρτυριών κατά της εισβολής της Ιταλίας στη Λιβύη. Με την αποφυλάκισή του, το 1912, οι ιθύνοντες του σοσιαλιστικού κόμματος τον τοποθέτησαν διευθυντή της έγκυρης κομματικής εφημερίδας τους «Avanti!» (Εμπρός!).
Ο Μουσολίνι άρχισε να γίνεται γνωστός και τα άρθρα του απέκτησαν αφοσιωμένους αναγνώστες. H ανυπομονησία του ωστόσο για γρήγορη προσωπική άνοδο είχε αρχίσει να τον απομονώνει από τις πραγματικότητες της εργατικής τάξης και τα κείμενά του δεν χαρακτηρίζονταν από μεγάλη συνέπεια προς τις σοσιαλιστικές ιδέες.
Αφορμή για την οριστική ρήξη του Μουσολίνι με το σοσιαλιστικό κόμμα υπήρξε ο A’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-18). Υποστηρικτής αρχικά της ουδετερότητας της Ιταλίας, όπως και οι άλλοι σοσιαλιστές, που θεωρούσαν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και αντίθετο με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ο Μουσολίνι γρήγορα μεταστράφηκε σε θερμό οπαδό της πολεμικής εμπλοκής της χώρας. Παρά τα στρεψόδικα επιχειρήματα με τα οποία ο Μουσολίνι προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτή την αλλαγή πλεύσης, το κόμμα τη θεώρησε καιροσκοπική και τον έπαψε από τη διεύθυνση του «Avanti!». Ο Μουσολίνι εξέδωσε δική του εφημερίδα, τιτλοφορούμενη «Il Popolo d’ Italia» (Ο Λαός της Ιταλίας). Οταν οι σοσιαλιστές πληροφορήθηκαν ότι την εφημερίδα χρηματοδοτούσαν βιομήχανοι, διέγραψαν τον Μουσολίνι από το κόμμα.
Με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, το 1915, ο Μουσολίνι κατατάχθηκε στον στρατό και στάλθηκε στο μέτωπο. Το 1917 τραυματίστηκε βαριά κατά τη διάρκεια άσκησης και αφού νοσηλεύτηκε σε διάφορα νοσοκομεία, αποστρατεύτηκε.
Το τέλος του πολέμου είδε την αλλοπρόσαλλη ως τότε πολιτική συμπεριφορά του Μουσολίνι να κατασταλάζει βαθμιαία σε ένα σύνολο έξαλλα αντιδραστικών και υπερπατριωτικών ιδεών, με έντονα εχθρική στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εργαζομένων.
Το 1919 ο Μουσολίνι ίδρυσε τον Fascio Italiano di Combattimento (Ιταλικό Σύνδεσμο Μάχης), όπου το fascio προέρχεται από τις λατινικές fasces, δέσμες ράβδων με έναν πέλεκυ στη μέση, τις οποίες έφεραν ραβδούχοι προπορευόμενοι των αξιωματούχων της αρχαίας Ρώμης ως σύμβολα εξουσίας και δύναμης. Από αυτή τη λέξη προέρχεται ο όρος φασισμός.
Γνωστός στις ευρύτερες λαϊκές μάζες ο Μουσολίνι άρχισε να γίνεται χάρη στο επεισόδιο του Φιούμε (της σημερινής Ριγέκας), του λιμανιού που διεκδικούσαν τόσο η Ιταλία όσο και η Γιουγκοσλαβία λόγω της θέσης του στη μεθόριό τους. Τον Σεπτέμβριο του 1919 η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων συζητούσε το μέλλον της πόλης, όταν ο Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, φημισμένος ιταλός ποιητής, ήρωας του πολέμου και υπερεθνικιστής, την κατέλαβε επικεφαλής ομάδας ατάκτων. H υποστήριξή του προς την κίνηση του ντ’ Ανούντσιο προκάλεσε θόρυβο γύρω από το όνομα του Μουσολίνι και το κίνημά του άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστό.
Το 1921 ο Μουσολίνι εξελέγη βουλευτής και ονόμασε τις ομάδες των φασιστών του Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Στην Ιταλία την εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη κοινωνική αναταραχή και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις παρουσίαζαν ιδιαίτερη οξύτητα. Ο Μουσολίνι από το βήμα της Βουλής έκανε λόγο για την ανάγκη επιβολής δικτατορίας. Οι οπαδοί του, οι λεγόμενοι «μελανοχίτωνες», από τα μαύρα πουκάμισά τους, είχαν εξαπολύσει κύμα τρομοκρατίας σε ολόκληρη τη χώρα κατά των πολιτικών αντιπάλων τους, ιδίως των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών.
Ο τρόπος με τον οποίο ανέλαβε ο Μουσολίνι την εξουσία σχετίζεται με τη λεγόμενη «Πορεία προς τη Ρώμη», έναν από τους πλέον προβεβλημένους μύθους του φασισμού. Επισείοντας την απειλή του εμφυλίου πολέμου, ο Μουσολίνι απαιτούσε να του ανατεθεί ο σχηματισμός κυβέρνησης για να σώσει τη χώρα από τον κομμουνισμό. Οι φασίστες οπαδοί του είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται ανάμεσα στην Μπολόνια και στη Ρώμη. Στις 29 Οκτωβρίου του 1922 ο αμήχανος βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ κάλεσε τον Μουσολίνι στη Ρώμη από το Μιλάνο όπου βρισκόταν και την επομένη ο Μουσολίνι σχημάτισε κυβέρνηση. H φράση «Πορεία προς τη Ρώμη» αποτελεί διόγκωση των γεγονότων, δεδομένου ότι πορεία δεν έγινε. Ο Μουσολίνι έκανε τη διαδρομή Μιλάνο – Ρώμη με τη νυκτερινή ταχεία, ενώ οι οπαδοί του, περίπου 25.000, μεταφέρθηκαν και αυτοί σιδηροδρομικώς στην πρωτεύουσα και πήραν μέρος σε μια τελετουργική παρέλαση στις 31 Οκτωβρίου.
Μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας ο Μουσολίνι έθεσε σε ενέργεια τον μηχανισμό της πλήρους φασιστικοποίησης του πολιτικού καθεστώτος της χώρας. Στυγνός δικτάτορας πλέον, δεν άργησε να καταλύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και να φιμώσει με βίαια μέσα κάθε αντιπολιτευτική φωνή. Εγινε ο Ντούτσε, ο Ηγέτης.
Παράλληλα ο Μουσολίνι εγκαινίασε στην εξωτερική πολιτική την άκρα επιθετικότητα. Το 1923, με αβάσιμη δικαιολογία, βομβάρδισε και κατέλαβε για ένα μήνα την Κέρκυρα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1936, επιτέθηκε αναίτια κατά της Αιθιοπίας. Τον ίδιο χρόνο η Ιταλία και η χιτλερική Γερμανία συγκρότησαν συμμαχία, τον Αξονα, όπως τον ονόμασε ο Μουσολίνι, και έσπευσαν να προσφέρουν άφθονη στρατιωτική βοήθεια στον επίσης φασίστα στρατηγό Φρανσίσκο Φράνκο που είχε στασιάσει κατά της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας προκαλώντας τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-39). Το 1939 η Ιταλία προσάρτησε την Αλβανία και τον επόμενο χρόνο εισήλθε στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το εγχείρημα αυτό υπήρξε η αρχή του τέλους του. Ολες οι μεγαλαυχίες του Ντούτσε για τον αήττητο ιταλικό στρατό κατέρρευσαν καθώς οι υποδεέστερες σε αριθμό και οπλισμό ελληνικές δυνάμεις τον έτρεψαν σε φυγή. Οι επιδόσεις των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων στα άλλα πολεμικά μέτωπα δεν υπήρξαν καλύτερες.
Τον Ιούλιο του 1943, όταν είχε πλέον φανεί ότι ο πόλεμος θα έληγε με νίκη των Συμμάχων, το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο απέλυσε τον Μουσολίνι, ο οποίος, με διαταγή του βασιλιά, συνελήφθη. Τον απελευθέρωσαν γερμανοί κομάντος και ο Ντούτσε επιχείρησε να ανασυστήσει το φασιστικό κράτος στη Βόρεια Ιταλία. Αλλά δεν πρόφτασε. Οι Σύμμαχοι, που είχαν ενωρίτερα αποβιβαστεί στη Νότια Ιταλία, ήδη προήλαυναν προς βορράν, και ο Μουσολίνι, μεταμφιεσμένος, αποπειράθηκε να διαφύγει στην Ελβετία. Στις 26 Απριλίου 1945 τον συνέλαβαν ιταλοί αντάρτες, οι οποίοι, ύστερα από δύο ημέρες, τον εκτέλεσαν μαζί με την ερωμένη του Κλάρα Πετάτσι που ήταν μαζί του. Τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν στο Μιλάνο, και εκεί, σε κεντρική πλατεία της πόλης, κρεμασμένα ανάποδα, παραδόθηκαν στη χλεύη του πλήθους.
πηγή: το Βήμα