Το 1998, ο Λι Στρόμπελ, δημοσιογράφος της Chicago Tribune και απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Γέιλ, δημοσίευσε το «The Case for Christ: Η προσωπική έρευνα ενός δημοσιογράφου σχετικά με τις αποδείξεις για τον Ιησού Χριστό και την Ανάσταση». Ο Στρόμπελ ήταν παλαιότερα άθεος και αναγκάστηκε στην συγκεκριμένη έρευνα από τη μεταστροφή της συζύγου του στον ευαγγελικό χριστιανισμό να αντικρούσει τους βασικούς χριστιανικούς ισχυρισμούς για τον Ιησού.
Πρωταρχική θέση μεταξύ αυτών είχε η ιστορικότητα της ανάστασης του Ιησού, αλλά άλλοι ισχυρισμοί περιελάμβαναν την πίστη στον Ιησού ως τον κυριολεκτικό Υιό του Θεού και την ακρίβεια των γραπτών της Καινής Διαθήκης. Ο Στρόμπελ, ωστόσο, δεν μπόρεσε να αντικρούσει αυτούς τους ισχυρισμούς προς ικανοποίησή του και στη συνέχεια ασπάστηκε και αυτός τον χριστιανισμό. Το βιβλίο του έγινε ένα από τα πιο μοσχοπουλημένα έργα υπεράσπισης του χριστιανισμού.
Για πολλούς αν «η Ανάσταση του Ιησού δεν συνέβη, τότε η χριστιανική πίστη βασίζεται σε έναν χάρτινο πύργο». Ας δούμε λοιπόν με τη βοήθεια της Θεολογικής Σχολής Moore, του πανεπιστημίου της Αυστραλίας το χρονοδιάγραμμα των όσων έχουν καταγραφεί αλλά και τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην Ανάσταση, όπως τα περιγράφουν τα 4 Ευαγγέλια.
Τα πρόσωπα που συμμετείχαν στα όσα διαδραματίστηκαν τη μέρα της Ανάστασης
Πολλοί πολέμιοι του χριστιανικού μηνύματος ισχυρίζονται ότι οι τέσσερις αφηγήσεις για την ανάσταση του Ιησού περιέχουν ασυμβίβαστες διαφορές, οι οποίες είναι μοιραίες για τη γνησιότητα και την αλήθεια των Ευαγγελίων του Μάρκου, του Λουκά, του Ιωάννη και του Ματθαίου. Ας δούμε αρχικά τα πρόσωπα που συμμετείχαν σύμφωνα με τη σχολή Moore.
Ήταν Κυριακή, η 5η Απριλίου 33 μ.Χ., και η δράση ξεκίνησε γύρω στην αυγή με τη συμμετοχή ακριβώς τριών γυναικών.
- Η Μαρία Μαγδαληνή ήταν μία από τις πολλές γυναίκες που είχαν ακολουθήσει τον Ιησού στη Γαλιλαία και που στήριξαν οικονομικά την αποστολή του (Λουκ. 8:2-4, Μαρκ. 15:41α). 2. Ο Ιησούς είχε διώξει επτά δαίμονες από τη Μαρία Μαγδαληνή, και αυτή παρέμεινε μαζί του μέχρι τον σταυρό και την ταφή του (Ματθ. 27:55, 61- Μκ. 15:40-41, 47- Ιωάν. 19:25).
- Η δεύτερη γυναίκα, που ονομαζόταν επίσης Μαρία, ήταν η μητέρα του Ιακώβου (του νεότερου) και του Ιωσήφ (Ματθ. 27:56- Μκ. 15:40- 16:1). Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη μας λέει επίσης ότι ήταν η σύζυγος του Κλεόπα και η κουνιάδα της μητέρας του ίδιου του Ιησού (Ιωάννης 19:25). Δηλαδή, η άλλη Μαρία (Ματθ. 27:61- 28:1) που συμμετείχε σε αυτή την ημέρα ήταν η θεία του Ιησού. Σύμφωνα με πηγές εκτός της Καινής Διαθήκης, ο θείος του Ιησού Κλεόπας ήταν αδελφός του Ιωσήφ, του επίγειου πατέρα του[2].
- Η τρίτη γυναίκα σε εκείνο το πρωινό ήταν η Σαλώμη, η γυναίκα του Ζεβεδαίου και μητέρα δύο μαθητών του Ιησού, του Ιακώβου και του Ιωάννη (Μκ 15:40, πρβλ. Ματθ 27:55, Μκ 16:1). Η οικογένεια Ζεβεδαίου είχε μια επιχείρηση αλιείας στη λίμνη Γαλιλαία, με έδρα την Καπερναούμ (βλ. Μκ 1:16-20), αλλά είχε επίσης ένα σπίτι στην Ιερουσαλήμ (Ιωάννης 19:27, πρβλ. 18:15). Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι, προτού γίνει μαθητής του Ιησού, ο γιος Ιωάννης μπορεί να διεξήγαγε την επιχείρηση στην Ιερουσαλήμ -δηλαδή να πουλούσε τα ψάρια- και έτσι έγινε πιθανότατα γνωστός στους Αρχιερείς[3]. το σπίτι των Ζεβεδαίων στην Ιερουσαλήμ χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα για τον Μυστικό Δείπνο του Ιησού και ως βάση επιχειρήσεων για τους μαθητές του μέσα στην πόλη της Ιερουσαλήμ (Ιωάν. 19:27).
Ο ανοικτός τάφος και το βήμα στο εσωτερικό του
Πριν ακόμα ξημερώσει, η Μαρία (η φίλη του Ιησού) και η Μαρία (η θεία του Ιησού) και η Σαλώμη (η μητέρα των φίλων του Ιησού) πήγαν στον τάφο του Ιησού για να βάλουν αρώματα στο σώμα του (Μάρκος 16:1, Λουκάς 24:1). Ήξεραν ότι θα είχαν πρόβλημα με την τεράστια πέτρα στην είσοδο και το συζητούσαν καθ’ οδόν (Μάρκος 16:2-3). Όμως, όταν έφτασαν εκεί, είδαν ότι η πέτρα είχε ήδη μετακινηθεί (Μάρκος 16:4, Λουκάς 24:2, Ιωάννης 20:1).
Σε αυτό το σημείο, η Μαρία Μαγδαληνή φεύγει για να το πει στους μαθητές (Ιωάννης 20:2) – υποθέτοντας ότι κάποιος είχε πάρει το πτώμα. Πιθανώς στη νοτιοδυτική γωνία της πόλης, το σπίτι του Ιωάννη δεν ήταν σε μεγάλη απόσταση – λιγότερο από ένα χιλιόμετρο. Βλέποντας τον τάφο ανοιχτό, η άμεση σκέψη της πρέπει να ήταν: «Καλύτερα να το πούμε στον Πέτρο και τους άλλους!».
Οι δύο σύντροφοί της, η θεία Μαρία και η Σαλώμη Ζεβεδαία, κάνουν το επόμενο βήμα. Μπαίνουν στον τάφο. «Έκπληκτες βρίσκουν ότι δεν υπάρχει πτώμα και ότι ένας άγγελος (Ματθ. 28:5, Μάρκ. 16:5 ή δύο, Λουκ. 24:4) κάθεται εκεί, έτοιμος να εξηγήσει τι είχε συμβεί. “Ψάχνετε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, ο οποίος σταυρώθηκε; Αναστήθηκε, δείτε το μέρος που τον έβαλαν” (Ματθαίος 28:5-6- Μάρκος 16:6- Λουκάς 24:3-6). Οι γυναίκες γονάτισαν στο έδαφος, τόσο καταβεβλημένες από φόβο και αμηχανία (Λουκάς 24:5).
Ο άγγελος τις βοηθά να επεξεργαστούν αυτό που αντίκρισαν, υπενθυμίζοντάς τους ότι ο Ιησούς είχε πει ότι αυτό θα συνέβαινε όταν τις δίδασκε στη Γαλιλαία (Λουκάς 24:7). Στα λόγια του αγγέλου, οι γυναίκες θυμήθηκαν αυτή την προηγούμενη διδασκαλία (Λουκάς 24:8)», αναφέρουν οι επιστήμονες της Σχολής.
Ο τρόμος των δύο γυναικών, η αποστολή τους και το πρόσωπο της «Ιωάννας»
«Αναμφίβολα», λέει η καταγραφή των γεγονότων «οι δύο γυναίκες είχαν ήδη υποστεί βαθιά τραύματα από το γεγονός ότι είδαν τον Ιησού να σταυρώνεται τόσο βάναυσα την Παρασκευή και τώρα πρέπει να αντιμετωπίσουν έναν άδειο τάφο και έναν ουράνιο επισκέπτη. Δεν είναι περίεργο που, όπως λέει ο Μάρκος (16:8), τρέμοντας και σαστισμένες οι γυναίκες βγήκαν έξω και έφυγαν από τον τάφο. Δεν είπαν τίποτα σε κανέναν, γιατί φοβόντουσαν. Έφυγαν από τον τάφο και μπήκαν πίσω στην πόλη. Βυθίζονται μέσα στο πρωινό πλήθος που αρχίζει να στήνει τους πάγκους της αγοράς, έτοιμοι για τη φασαρία της συνηθισμένης εμπορικής ζωής, στην αρχή μιας ακόμη πολύ συνηθισμένης εβδομάδας. Αλλά είναι τόσο ζαλισμένοι και φοβισμένοι, σαστισμένοι και τρέμοντας, που περνούν μέσα από το πλήθος και δεν λένε τίποτα σε κανέναν, γιατί φοβήθηκαν τόσο πολύ.
Αλλά αυτή η σιωπηλή κατάσταση δεν θα κρατήσει για πολύ. Ο άγγελος τους είχε δώσει μια εντολή. Είχαν μια αποστολή. Έπρεπε να το πουν στους μαθητές, να τους ετοιμάσουν να πάνε στη Γαλιλαία για να δουν τον Ιησού! Αλλά πώς θα περάσει αυτό το μήνυμα;
Το τι συνέβη στη συνέχεια μπορεί να το μαντέψει κανείς από ένα μικρό στοιχείο στην αφήγηση των γεγονότων από τον Λουκά. Πηγαίνοντας λίγο μπροστά στην αλληλουχία των γεγονότων, όταν οι γυναίκες τελικά φτάνουν στους μαθητές για να τους πουν τι συνέβη, στην αναφορά η μικρή τους ομάδα περιλαμβάνει μια γυναίκα που ονομάζεται Ιωάννα (Λουκάς 24:10). Δεν ήταν μαζί με τις γυναίκες στον τάφο νωρίς το πρωί, αλλά είναι στην αναφορά τους».
Η Ιωάννα δεν είναι τελείως άγνωστη στις ευαγγελικές διηγήσεις,λέει η Θεολογική Σχολή, διότι ήταν επίσης ανάμεσα σε εκείνον τον κύκλο των γυναικών που ακολουθούσαν και υποστήριζαν τον Ιησού στη Γαλιλαία (Λουκάς 8:2-4). Τρέμοντας και φοβισμένες, χωρίς να λένε τίποτα σε κανέναν, η θεία Μαρία (σύζυγος του Κλεόπα), και η Σαλώμη Ζεβεδαία, κατευθυνόμενες νότια προς το μέρος όπου βρίσκονταν οι φίλοι τους, φαίνεται ότι έκαναν μια σύντομη επίσκεψη στο σπίτι της Ιωάννας, το οποίο βρισκόταν στο δρόμο.
Όντας κάπως έξω από την κατάσταση, η Ιωάννα αναμφίβολα παρείχε λίγη λογική και ηρεμία. Δεν ήταν λες και δεν γνώριζε τη δύναμη του Ιησού, καθώς η ίδια και η Μαρία Μαγδαληνή και η Σουζάνα είχαν θεραπευτεί και απαλλαγεί από δαίμονες επάνω στη Γαλιλαία. Και είχε ακούσει τον Ιησού να διδάσκει και, ναι, θυμόταν μαζί με τους φίλους της, ότι είχε πει κάτι παράξενο, ότι στην άλλη πλευρά του θανάτου του θα αναστηθεί. Υπήρχε μόνο ένα πράγμα που έπρεπε να κάνουν τώρα. Ο άγγελος τους είχε δώσει μια οδηγία. Πρέπει να το πουν στους μαθητές.
Και έτσι, ως αποτέλεσμα της σύντομης στάσης τους (ήταν 15 λεπτά; μισή ώρα; σίγουρα όχι περισσότερο από μία ώρα), οι γυναίκες συνέχισαν το δεκάλεπτο περπάτημα νότια προς τους μαθητές. Και, για ηθική και συναισθηματική υποστήριξη, η Ιωάννα ήρθε επίσης μαζί τους.
Η συνάντηση με τους μαθητές του Ιησού
«Όταν έφτασαν, αμέσως συνάντησαν ξανά τη Μαρία Μαγδαληνή, η οποία είχε προηγουμένως σπεύσει να πει στον Πέτρο και τον Ιωάννη τι είχε δει όταν έφτασαν για πρώτη φορά στον τάφο (Λουκάς 24:10). Με την Ιωάννα να στέκεται δίπλα τους για υποστήριξη, οι τρεις αυτόπτες μάρτυρές μας έδωσαν τη συνδυασμένη μαρτυρία τους. Όχι μόνο η πέτρα είχε κυλήσει (αυτό που είδαν όλες τους, συμπεριλαμβανομένης της Μαρίας Μαγδαληνής), αλλά ο τάφος ήταν άδειος και το σώμα είχε φύγει και ένας άγγελος έλεγε να συναντήσει τον Ιησού στη Γαλιλαία (όπως μπορούσαν να αναφέρουν η θεία Μαρία και η Σαλώμη Ζεβεδαία)», αναφέρει το χρονοδιάγραμμα των γεγονότων.
Και συνεχίζει: «Στην αρχή, οι μαθητές αντέδρασαν όπως ήταν αναμενόμενο – με δυσπιστία γιατί τα λόγια των γυναικών ακούγονταν σαν ανοησίες (Λουκάς 24:11). Στη συνέχεια, όμως, ο Πέτρος άρχισε να σκέφτεται. Λίγο νωρίτερα, η Μαρία Μαγδαληνή είχε εισβάλει στο δωμάτιο και ανέφερε σ’ αυτόν και τον Ιωάννη τι είχε δει (Ιωάννης 20:2). Τώρα αυτές οι δύο εξαιρετικά αξιοσέβαστες γυναίκες, με τη βοήθεια της Ιωάννας, είχαν συμπληρώσει την ιστορία της.
Ξαφνικά ο Πέτρος ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Πηδάει και τρέχει στον τάφο, που βρίσκεται μόλις 800 μέτρα βόρεια, για να το ελέγξει ο ίδιος (Λουκάς 24:12α- Ιωάννης 20:3-5). Ο Ιωάννης Ζεβεδαίος ήταν επίσης μυημένος στην αρχική αναφορά της Μαρίας Μαγδαληνής για τα γεγονότα (Ιωάννης 20:2), και τώρα, αφού άκουσε τι είχε δει η ίδια του η μητέρα, πετάχτηκε κι αυτός στα πόδια του και έτρεξε πίσω από τον Πέτρο. Ίσως νεότερος και πιο γυμνασμένος, ή πιο πρόθυμος να δει τι είχε συμβεί, ξεπερνάει πράγματι τον μεγάλο, ογκώδη ψαρά, φτάνει στον τάφο και τον βρίσκει ανοιχτό.
Σκύβει και κοιτάζει μέσα, βλέποντας μόνο τις λωρίδες από λινό που χρησιμοποιήθηκαν για να τυλίξουν το πτώμα του Ιησού, και σταματά εκεί και δεν μπαίνει μέσα (Ιωάννης 20:5). Ξεφυσώντας και φυσώντας, τότε φτάνει ο Πέτρος και σπεύδει κατευθείαν μέσα στον τάφο και βλέπει όχι μόνο τις λωρίδες του λίνου, αλλά και τη διάταξή τους (Ιωάννης 20:6-7- Λουκάς 24:12β). Το σώμα του Ιησού είχε εξαφανιστεί.
Με την άφιξη του Πέτρου, ο Ιωάννης μπαίνει κι αυτός στον τάφο και βλέπει ότι το σώμα είχε φύγει, και πίστεψαν και οι δύο (Ιωάννης 20:8), συνειδητοποιώντας επιτέλους τι εννοούσε ο Ιησούς όταν δίδασκε ότι οι Γραφές έλεγαν ότι πρέπει να αναστηθεί από τους νεκρούς (Ιωάννης 20:9). Στη συνέχεια και οι δύο άνδρες επέστρεψαν στο μέρος όπου διέμεναν, έκπληκτοι και αναρωτιόνταν με τον εαυτό τους γι’ αυτό το εξαιρετικά ασυνήθιστο σύνολο γεγονότων (Ιωάννης 20:10, Λουκάς 24:12γ)».
Όταν ο Ιησούς «εμφανίστηκε» στην Μαρία Μαγδαληνή
«Σε αυτό το σημείο (Ιωάννης 20:11), μαθαίνουμε ότι και η Μαρία Μαγδαληνή είχε τρέξει πίσω από τους δύο άνδρες, πίσω στον τάφο. Ο Πέτρος και ο Ιωάννης ήταν μάλλον τόσο απορροφημένοι από τον εαυτό τους, που όταν έφυγαν, άφησαν τη Μαρία να κλαίει έξω από τον τάφο. Παρά τα όσα είχαν συμβεί εκείνο το τρελό πρωινό, εκείνη δεν ήξερε ακόμα με βεβαιότητα τι είχε συμβεί και πού είχε πάει το σώμα του Ιησού. Εξακολουθούσε να πιστεύει ότι κάποιος το είχε πάρει.
Καθώς έκλαιγε, έσκυψε και κοίταξε μέσα και είδε δύο αγγέλους να κάθονται εκεί που ήταν το σώμα (Ιωάν. 20:12-13). “Γιατί κλαις”, ρώτησαν. Κι εκείνη είπε: “Πήραν τον Κύριό μου και δεν ξέρω πού τον έβαλαν”.
Αλλά, εκείνη τη στιγμή, γύρισε και είδε τον ίδιο τον Ιησού -αν και στην αρχή δεν τον αναγνώρισε, νομίζοντας ότι ήταν ο κηπουρός (Ιωάν. 20:14-15). Τότε, για να τη βοηθήσει στην αγωνία της, ο Ιησούς είπε απλώς Μαρία (Ιωάν. 20:16), και εκείνη τον αναγνώρισε αμέσως (Ματθ. 28:9-10- Ιωάν. 20:16-17). Εκείνος της είπε να επιστρέψει στους μαθητές και να τους το πει. Έτσι, η Μαρία έτρεξε πίσω στους μαθητές και τους είπε ότι και αυτή είχε δει τον Κύριο (Ιωάννης 20:18)».
Και τα μνημειώδη γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν σταμάτησαν εκεί λέει το χρονολόγιο της Σχολής. Αργότερα εκείνο το απόγευμα, ο Κλεόπας, ο σύζυγος της άλλης Μαρίας που βρήκε τον τάφο άδειο, ο θείος του Ιησού, περπατούσε προς την Εμμαούς με ένα άλλο άτομο. Ο Ιησούς εμφανίστηκε και σε αυτούς και μίλησε μαζί τους επί μακρόν (Λουκ. 24:13-32). Γύρισαν τρέχοντας πίσω στην Ιερουσαλήμ, το βράδυ πλέον, για να διαπιστώσουν ότι ο Ιησούς είχε εμφανιστεί και στον Σίμωνα Πέτρο κάποια στιγμή νωρίτερα μέσα στην ημέρα (Λουκ. 24:34). Και στη συνέχεια, όταν όλο το πλήθος τους ήταν μαζί, ο Ιησούς εμφανίστηκε τότε σε όλους μαζί (Λουκ. 24:36-49- Ιωάν. 20:19-23)[7] Και αυτή η εκπληκτική ημέρα είχε, επιτέλους, φτάσει στο τέλος της. «Αλλά αυτό το τέλος ήταν στην πραγματικότητα μόνο η αρχή», λέει χαρακτηριστικά η Σχολή Moore.