Από το πάρκινγκ του έχουν θαυμάσει όλοι τη θέα στη μεγαλούπολη που ανοίγεται μεγαλοπρεπής ακριβώς από κάτω.
Από το θέατρό του έχουν περάσει οι πάντες, από τους Ρέι Τσαρλς και B.B King ως τον Τζέρι Λι Λιούις, τον Τζέιμς Μπράουν, τον Μπομπ Ντίλαν και τα σύγχρονα αστέρια του πενταγράμμου.
Ακόμα και μπάσκετ έχουν παίξει πολλοί στο πλάτωμα του Λυκαβηττού, μέσα σε έρωτες που γεννιόνται καθ’ εκάστη και άλλους τόσους που τελειώνουν ξανά στο ίδιο σημείο.
Ο ζηλευτός και διάσημος στα πέρατα του κόσμου αθηναϊκός λόφος με το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου και το τελεφερίκ (ο Επικλινής Σιδηρόδρομος Λυκαβηττού) που σε πάει ως την κορφή του είναι το δεύτερο ψηλότερο σημείο του Λεκανοπεδίου, πίσω μόνο από τα Τουρκοβούνια, τον Αγχεσμό των αρχαίων Αθηναίων.
Κάπου 227 μέτρα ορθώνεται ο Λυκαβηττός πάνω από την πόλη και είναι ένα σημείο που διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο για τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Αλλά και για κάθε επισκέπτη λίγο-πολύ, καθώς η ανάβαση ως εκεί κρίνεται το λιγότερο επιβεβλημένη από κάθε τουριστικό οδηγό της Αθήνας.
Κι ενώ ο Λυκαβηττός σημαίνει κάτι για όλους, κι όχι απαραίτητα το ίδιο για καθέναν από μας, ήταν πάντα συνυφασμένος με αυτή την πόλη. Ήδη από τη μυθολογία της…
Η μυθολογία των αρχαίων προγόνων μας λέει πως Λυκαβηττός ήταν ένας βράχος που κουβαλούσε η Αθηνά και της έπεσε από τα χέρια μετά τα κακά μαντάτα που της μετέφερε ένα κοράκι. Στο σημείο που έπεσε η πέτρα σχηματίστηκε ο λόφος του Λυκαβηττού.
Οι αρχαίοι γραμματικοί δεν συμφωνούν πάντως για το πώς πήρε ο Λυκαβηττός το όνομά του. Ο σπουδαίος λεξικογράφος του 5ου αιώνα μ.Χ., Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς, μας λέει στο «Λεξικό Ησυχίου» πως ο λόφος πήρε την ονομασία του από τη φράση «λυκοβατίας δρυμός», εξαιτίας των λύκων που είχαν φωλιάσει σε πολλά σημεία του.
Μερίδα ιστορικών αποδίδει το όνομα σε ακόμα πιο παλιές εποχές, προελληνικές. Ήταν οι Πελασγοί της Αττικής, μας λένε, που αναφέρει και ο Ηρόδοτος, που τον αποκάλεσαν «Λουκαμπέτου» ή «Λουκαμπεττού», από το χαρακτηριστικό μαστοειδές σχήμα του.
Άλλοι πάλι μελετητές αποδίδουν το όνομα σε πιο απλά πράγματα, όπως το λυκόφως. Και οι γλωσσολόγοι υποδεικνύουν την ίδια την ετυμολογία της λέξης, πως Λυκαβηττός είναι ο βράχος πάνω στον οποίο «βαίνει» και «άττει», δηλαδή ορμά το φως τη στιγμή που ο ανατέλλει ήλιος. Το λυκαυγές.
Αθηνά και Ποσειδώνας έριζαν για τη θεϊκή πρωτοκαθεδρία στην πόλη και αποφάσισαν να λύσουν τις μεταξύ τους διαφορές απευθυνόμενοι στους κατοίκους. Ανέβηκαν λοιπόν στην Ακρόπολή και αποφασίστηκε πως προστάτης της πόλης θα γινόταν αυτός που θα προσέφερε το καλύτερο δώρο.
Ο Ποσειδώνας χτύπησε τον λόφο με την τρίαινά του και γεννήθηκε αμέσως μια πηγή με νερό. Με θαλασσινό όμως νερό, που ήταν το βασίλειο του Ποσειδώνα. Θαυμαστό σαφώς το κατόρθωμά του, αλλά κάπως άχρηστο το δώρο του.
Η Αθηνά, από την άλλη, τους χάρισε απλώς μια ελιά. Ένα δέντρο που θα τους έδινε τον καρπό του, αλλά και λάδι και ξυλεία. Δεν πήρε πολύ στους κατοίκους να την ονομάσουν θριαμβεύτρια της μονομαχίας και να πάρει η πόλη το όνομά της.
Η Αθηνά είχε τώρα χρέος να οχυρώσει την Ακρόπολη των Αθηνών. Στα πρότυπα μάλιστα των Κυκλώπειων Τειχών των Μυκηναίων και των Μινωιτών. Κουβαλούσε λοιπόν πελώριες πέτρες, σαν αυτές των Κυκλώπων, για να τις βάλει περιμετρικά του ιερού βράχου.
Μια μέρα, επιστρέφοντας από την Παλλήνη με έναν βράχο στην αγκαλιά, την πρόλαβε ένα κοράκι. Και της είπε πως ο Εριχθόνιος είχε απελευθερωθεί και οι δύο κόρες του Κέκροπα έπεσαν από την Ακρόπολη. Η Αθηνά σάστισε τόσο που ο βράχος έπεσε από τα χέρια της. Έτσι γεννήθηκε ο Λυκαβηττός.
Από τη μαύρη είδηση που της μετέφερε μάλιστα το πουλί, το θλιβερό αυτό μήνυμα, όλα τα κοράκια είναι έκτοτε μαύρα. Γιατί ήταν όμως τόσο συγκλονιστικά τα νέα;
Ο Εριχθόνιος ήταν μυθικός βασιλιάς της Αθήνας και σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι. Ήταν γιος της Αθηνάς, της αιώνιας παρθένας Αθηνάς, που δεν είχε ποτέ της ερωτικό δεσμό.
Είχε όμως τον φορτικό θαυμαστή της, τον Ήφαιστο, που την ήθελε απεγνωσμένα. Σε μια τέτοια σκηνή παραφοράς, ο θεός εκσπερμάτισε στον μηρό της την ώρα που η Αθηνά απέκρουε το πάθος του. Η θεά σκουπίστηκε από το σπέρμα με ένα κομμάτι μάλλινου υφάσματος και το πέταξε στο χώμα.
Έτσι γεννήθηκε ο Εριχθόνιος, από κείνο το πανί, με τη βοήθεια της Γαίας, μισός άνθρωπος και μισός φίδι, και η Αθηνά τον έκλεισε σε ένα πιθάρι από την ντροπή της. Και έβαλε τις τρεις κόρες του Κέκροπα, γιου της Μητέρας Γης και του Ουρανού και μυθολογικού ιδρυτή της Αθήνας, να φυλάνε το πιθάρι.
Κι ενώ η Πάνδροσος υπάκουσε την Αθηνά, η Έρση και η Άγραυλος αποδείχτηκαν περίεργες. Άνοιξαν το πιθάρι και τρόμαξαν τόσο από το θέαμα που αντίκρισαν που έπεσαν από την Ακρόπολη…
Τα μόνα σημάδια ανθρώπινης παρέμβασης στον θρυλικό λόφο της Αθήνας περιορίζονται σε μια χούφτα λατομεία που λειτούργησαν εκεί σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Το μεγαλύτερο από αυτά, λεγόμενο και «Νταμάρι του Μυκονιάτη», παρείχε τις πρώτες ύλες για ένα καλό τμήμα των νεοκλασικών κτισμάτων της πόλης.
Ένα δεύτερο, στην κορυφή του Λυκαβηττού, έδωσε τη θέση του στο υπαίθριο θεατράκι. Το οποίο στήθηκε το 1964-1965 με πρωτοβουλία της Άννας Συνοδινού, που εκμίσθωσε τον χώρο του λατομείου για 20 χρόνια με την υποχρέωση να επιστραφεί στο ελληνικό Δημόσιο. Εκεί έφτιαξε η μεγάλη κυρία της υποκριτικής τη θεατρική στέγη για τον θίασό της «Ελληνική Σκηνή».
Αρχιτέκτονας του θεάτρου ήταν ο σπουδαίος Τάκης Ζενέτος, κορυφαίος εκπρόσωπος της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής γενιάς. Το έφτιαξε με μεταλλικό σκελετό πάνω στον κοίλο χώρο που είχαν αφήσει οι λατομικές εργασίες. Εμβληματικό και διατηρητέο, δεν χρειάζεται ακριβώς συστάσεις.
Ο πρώτος ναός εμφανίστηκε στην κορφή του Λυκαβηττού κατά τον Μεσαίωνα. Εκεί υπήρχαν και δύο κοιμητήρια. Το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ναού κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, στα χρόνια του μητροπολίτη Αθηνών Βενέδικτου (1781-1785).
Αργότερα ο ναός επεκτάθηκε με την πρόσθεση δύο παρεκκλησίων, του Προφήτη Ηλία και του Αγίου Κωνσταντίνου. Ως «Αγιώργης» ήταν τότε γνωστός ο λόφος.
Στον Λυκαβηττό υπάρχει και ο Αϊ-Σιδερέας, όπως λένε οι ντόπιοι το εκκλησάκι των Αγίων Ισιδώρων στη νοτιοδυτική πλαγιά του Λυκαβηττού. Άλλη μια μεσαιωνική εκκλησία του λόφου, λαξευμένη μέσα στον βράχο, σε άλλο ένα από τα τόσα και τόσα ανεξερεύνητα σπήλαια του Λυκαβηττού.
Στον Λυκαβηττό και η περίφημη Δεξαμενή, που έχει δώσει σήμερα το όνομά της στη συνοικία, την πλατεία, το ιστορικό καφενείο, αλλά και το θερινό σινεμά. Μόνο που η Δεξαμενή ονομαζόταν άλλοτε Αδριάνειος Δεξαμενή και έχει μακρά και σπουδαία για την πόλη ιστορία.
Εκεί αποθηκευόταν βλέπετε το νερό από τις πηγές των Αχαρνών για να έχουν να πίνουν οι Αθηναίοι. Ήταν έργο του φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανού που άρχισε να φτιάχνεται το 134 μ.Χ., η δεξαμενή του πελώριου συστήματος υδροδότησης των 25 χιλιομέτρων (Υδραγωγείο Αδριανού).
Ολοκληρώθηκε το 140 μ.Χ. από τον διάδοχό του στον ρωμαϊκό θρόνο, Αντωνίνο τον Ευσεβή. Από αυτή τη δεξαμενή ξεδίψαζε η Αθήνα για αιώνες και αιώνες, μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν και εγκαταλείφθηκε. Ανακαλύφθηκε εκ νέου το 1870 και λειτούργησε για μερικές δεκαετίες, ως το 1940 σίγουρα.
Η άλλη Δεξαμενή, το καφενείο, στέγαζε κάποτε όλη τη διανόηση της πόλης. Εκεί συναντιούνταν ο Παπαδιαμάντης, ο Βάρναλης και ο Καζαντζάκης και εκεί συνέρρεαν όλοι για να έρθουν σε επαφή με τις τέχνες και τα γράμματα.
Είναι γεγονός πως αν η Ακρόπολη ανήκει στους τουρίστες της Αθήνας, ο Λυκαβηττός παραμένει στα χέρια των κατοίκων της. Ώρα να τον ανακαλύψουμε εκ νέου…