«Πεντέλη – Κιάτο μια γειτονιά…». Κάπως έτσι ήταν το σλόγκαν όταν ο Προαστιακός ξεκίνησε το ταξίδι του για να φέρει πιο κοντά την Αθήνα με περιφερειακές περιοχές. Και να κάνει πιο εύκολη τη μετακίνηση των επιβατών, αλλά και να δώσει την ευκαιρία σε εκείνους που από καιρό επιθυμούσαν την αποκέντρωση, αλλά οι δουλειές τους δεν τους επέτρεπαν να φύγουν από το κλεινόν άστυ.
Ήταν τον Σεπτέμβριο του 2005, όταν παραδόθηκε στο κοινό η γραμμή προς Κόρινθο και μαζί με τον προαστιακό πολλοί ήταν εκείνοι που μετακόμισαν για μία πιο ποιοτική ζωή. Άλλοι επέστρεψαν στα πατρικά τους, άλλοι έκαναν κύρια κατοικία τα εξοχικά και άλλοι αγόρασαν σπίτι στην περιοχή, μιας και εκείνη την εποχή ακόμη έδιναν δάνεια οι τράπεζες για αγορές. Και οι τιμές στην επαρχία ήταν σαφώς οικονομικότερες.
Δύο χρόνια αργότερα και η γραμμή επεκτάθηκε μέχρι το Κιάτο. Και ο κόσμος που επέλεξε να κάνει την αλλαγή στη ζωή του, όλο και αυξανόταν. Τα δρομολόγια συχνά (ανά μία ώρα) και η απόσταση κοντινή. Γιατί αν τα βάλεις κάτω, η μία ώρα και περισσότερο που «τρως» μέσα στην κίνηση της Αθήνας για να πας στη δουλειά σου είναι η ίδια χρονικά με το να έρθεις από την Κόρινθο.
Ανάμεσα σε εκείνους, λοιπόν, που πήραν το δρόμο της επιστροφής, επιλέγοντας να μένουν στην επαρχία και να έρχονται καθημερινά με τον προαστιακό στην Αθήνα λόγω εργασίας, είμαι κι εγώ. Δέκα χρόνια κάνω το δρομολόγιο Κόρινθος-Αθήνα και μπορεί όποιος το ακούει στην αρχή να παθαίνει ένα μικρό σοκ (αυτό το «πώς την παλεύεις βρε παιδί μου», δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές το έχω ακούσει), όμως, στην πραγματικότητά δεν είναι και κανένας άθλος. Ή μήπως είναι;
Η μικρή κοινωνία του τρένου
Επειδή είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος, λέω να ξεκινήσω την αφήγησή μου με τη ρομαντική πλευρά του καθημερινού μου ταξιδιού. Γιατί υπάρχει και αυτή.
Δεκατρία χρόνια έμενα στην Αθήνα και δόξα τω Θεώ, ξέρω από καλό μποτιλιάρισμα. Να είσαι μέσα στο αυτοκίνητο, κολλημένος στην κίνηση και ανήμπορος να δραπετεύσεις. Ένα σκηνικό άκρως αγοραφοβικό και απολύτως αγχωτικό, μέχρι να φτάσεις στη δουλειά σου.
Με τον προαστιακό δεν τα έχεις αυτά. Ξεκινάς το πρωί το ταξίδι σου, με μία διαδρομή που σου προσφέρει υπέροχες εικόνες που σε ηρεμούν, όπως το γαλάζιο της θάλασσας και το μπλε του ουρανού. Του καθαρού ουρανού. Αν, πάλι, νυστάζεις, ρίχνεις έναν υπνάκο, χωρίς άγχος αφού θα σε ξυπνήσει ο διπλανός σου, όταν φτάσετε.
Γιατί ναι, στο τρένο, μετά από τόσα χρόνια όλοι έχουμε γίνει φίλοι. Η «παρέα του προαστιακού». Φίλοι που ανέλπιστα μπήκαν στη ζωή σου, με τους οποίους μοιράζεσαι ένα μέρος της καθημερινότητάς σου και με τον καιρό, μοιράζεσαι και τα προβλήματά σου, τις έγνοιες σου και τις χαρές σου.
Και σε αυτούς που απορούν πώς δεν κουράζεσαι καθημερινά να ανεβοκατεβαίνεις με το τρένο, η απάντηση είναι πως με την παρέα που έχετε δημιουργήσει, η ώρα περνάει χωρίς να το καταλάβεις. Με κουβέντα, γέλια, ακόμη και με επιτραπέζια παιχνίδια. Κι αλίμονο – εδώ που τα λέμε – σε αυτούς που κάθονται δίπλα, γιατί είμαστε πολλοί.
Καθημερινά το τρένο το χρησιμοποιούν (μόνιμοι επιβάτες που εργάζονται στην Αθήνα) περισσότερα από 1000 άτομα, από το Κιάτο μέχρι τη Νέα Πέραμο, που θεωρείται και το προαστιακό κομμάτι. Μεγάλος αριθμός, η αλήθεια είναι. Για εμάς που μετακινούμαστε καθημερινά, υπάρχει η κάρτα απεριορίστων διαδρομών, η οποία σε κόστος δεν είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τα έξοδα βενζίνης, αν μένεις στην Αθήνα και πηγαίνεις στην εργασία σου με το αυτοκίνητο. Μία ή άλλη, σε αυτό το κομμάτι.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος
Κάθε νόμισμα έχει δύο πλευρές. Έτσι, και ο προαστιακός. Η μία πλευρά είναι η ρομαντική, η ωραία. Υπάρχει, όμως και η άλλη που συχνά σε βγάζει από τα ρούχα σου και σε κάνει να σιχτιρίζεις την ώρα που πήρες την απόφαση να κάνεις το πάνω-κάτω με τον προαστιακό.
Απίστευτο στριμωξίδι. Βλέπεις βιντεάκια από την Ινδία για παράδειγμα που είναι ο ένας πάνω στον άλλον κι απ’ έξω ένας σε ρόλο σπρώχτη να προσπαθεί να τους χωρέσει όλους. Ε, κάπως έτσι είναι και η κατάσταση στον προαστιακό καθημερινά, στα εσωτερικά δρομολόγια (Πειραιάς – Αεροδρόμιο και τούμπαλιν) σε ώρες αιχμής.
Ο ένας είναι πάνω στον άλλον, η κατάσταση είναι απελπιστικά αφόρητη κι επικίνδυνη για τη σωματική σου ακεραιότητα. Ίσως να σου φαίνεται υπερβολικό, αλλά ούτε μια και δυο φορές, επιβάτες είναι στα όρια της λιποθυμίας από την ασφυξία. Και δυστυχώς, η κατάσταση όχι μόνο δεν βελτιώνεται, αλλά χειροτερεύει, όταν έρχονται οι καθυστερήσεις των δρομολογίων, ως κερασάκι στην τούρτα.
Άλλη πονεμένη ιστορία για τον επιβάτη του προαστιακού. Οι καθυστερήσεις… που μπορεί να είναι ολιγόλεπτες έως και μεγάλες. Και το πρόβλημα είναι πως στη δεύτερη περίπτωση δεν έχεις καμία ενημέρωση. Δεν έχεις πού να απευθυνθείς κι έτσι μένεις να περιμένεις πότε θα έρθει το τρένο, με το άγχος πως θα καθυστερήσεις – άγνωστο πόσο – στην εργασία σου.
Κι αν περιμένεις σε σταθμό, όπως οι Κάτω Αχαρναί τον χειμώνα, μένεις εκτεθειμένος στη βροχή και στο κρύο, αφού δεν έχεις πού να προστατευτείς. Και όχι η οδύσσεια της καθυστέρησης δε σταματά εδώ: αν αργήσει το εσωτερικό δρομολόγιο του Αεροδρομίου, δεν είναι λίγες οι φορές που η ανταπόκριση για το Κιάτο δεν σε περιμένει. Κι έτσι μένεις μια ώρα πίσω να περιμένεις το επόμενο δρομολόγιο, γιατί έτσι δεν έχεις τι άλλο να κάνεις και λες «ας σκοτώσω την ώρα μου περιμένοντας στο Λαρίσης ή στα Άνω Λιόσια».
Για να μην αναφερθούμε στις αλλαγές των δρομολογίων, λόγω κάποιου προβλήματος που προέκυψε. Εκεί, να δεις ταλαιπωρία και καθυστερήσεις. Και πάντα υπάρχει η περίπτωση, το πρόβλημα να καθυστερήσει να αποκατασταθεί και μέχρι τότε, αναγκάζεσαι είτε να παίρνεις το αυτοκίνητό σου για να έρθεις στην Αθήνα (άρα επιπλέον έξοδα), είτε να πάρεις άδεια, είτε να δουλέψεις από το σπίτι, αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα.
Η αλήθεια είναι πως ως επιβάτες έχουμε απευθυνθεί ουκ ολίγες φορές στην Τραινοσέ, για να βρεθεί μία λύση. Η κατάσταση είναι απελπιστικά ανυπόφορη και η ιδέα ότι δίνεις 150 ευρώ το μήνα (τόση είναι αξία της κάρτας για το Κόρινθος-Αθήνα) για να είσαι όρθιος και στριμωγμένος, πολλές φορές σε κάνει να αναθεωρείς για το αν έκανες καλά που μετακόμισες.
Μάλιστα, σχεδόν καθημερινά εκτυλίσσονται διάφορα σκηνικά, που άλλοτε σε κάνουν να γελάς και άλλοτε να αναρωτιέσαι: γιατί βασανίζεις έτσι τον εαυτό σου.
Οι φυλές του προαστιακού
Πείτε το χούι, αλλά ανέκαθεν μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους. Και στο τρένο είναι τόσοι πολλοί και μόνιμοι ταξιδιώτες, που μετά από τόσα χρόνια τούς έχω διακρίνει σε… φυλές. Οι φυλές του προαστιακού. Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Οι τζαμπατζήδες: Αν νομίζεις πως στον προαστιακό είναι δύσκολο να μπεις τσάμπα, μάλλον δεν τον έχεις χρησιμοποιήσει. Ή δεν έχεις βρεθεί μάρτυρας σε σκηνικό όπου ο ελεγκτής τον «τσακώνει» χωρίς εισιτήριο. Αν και ως φαινόμενο είναι σχεδόν καθημερινό. Και κάθε φορά ακολουθεί και κάποιο μικρό ή μεγάλο επεισόδιο, μιας και ο τζαμπατζής ζητάει και τα ρέστα, κάνοντας φασαρία.
Μάλιστα, έχουμε γίνει μάρτυρες να επιτίθεται στον ελεγκτή, είτε λεκτικά, είτε απειλώντας τον να φέρει την παρέα του και να τον πλακώσει, είτε και σωματικά. Βέβαια, οι περισσότεροι τζαμπατζήδες είναι στα εσωτερικά δρομολόγια στην Αθήνα, αφού ποτέ δεν μπαίνει έλεγχος, ενώ έχει τόσο κόσμο που και να υπήρχε, δεν θα έκανε καν τη διαδρομή.
Ο γκρινιάρης: Και να μην έχεις μέσα σου τη γκρίνια, με τα ευτράπελα του προαστιακού κάποια στιγμή θα σου βγει. Αλλά υπάρχουν και αυτοί, οι γεννημένοι γκρινιάρηδες που τους φταίνε όλα. Μα όλα. Δεν τους αρέσει τίποτε στο τρένο. Και γιατί μάνα μου το χρησιμοποιείς και δεν μας αφήνεις και εμάς στην ησυχία μας;
Τα παρεάκια: Μετά από τόσα χρόνια, λογικό είναι να δημιουργηθούν μέσα στο τρένο διάφορες παρέες. Άλλες μικρές κι άλλες πιο μεγάλες. Αλλά όλες τους φασαριόζες. Σε άλλες παρέες μιλάνε και γελάνε δυνατά, σε άλλες παίζουν επιτραπέζια…
Οι μοναχικοί: Υπάρχουν και αυτοί οι τύποι. Τι κι αν κάνουμε χρόνια το δρομολόγιο; Προτιμούν να κάθονται μόνοι τους και να μη συμμετέχουν σε καμία παρέα. Άλλοι διαβάζουν βιβλίο, άλλοι ακούνε μουσική, άλλοι κοιμούνται ή βλέπουν ταινία. Σπάνια ανταλλάσσουν μια «καλημέρα» με τους λοιπούς συνεπιβάτες και οι μόνες φορές που ακούμε τη φωνή τους, είναι σε κάποια καθυστέρηση του τρένου.