Θεωρείται ως ένα από τα πιο πρωτοποριακά μυθιστορήματα της ελληνικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα, το σπουδαιότερο έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη κι ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά μυθιστορήματα. Είναι η «Πάπισσα Ιωάννα», το «αναθεματισμένο» έργο του σπουδαίου Έλληνα λογοτέχνη που καταδικάστηκε από την Ελληνική Εκκλησία ως «αντιχριστιανικόν και κακόηθες».
Ο μύθος (γι’ άλλους η ιστορία) της Ιωάννας που ξεγέλασε τους πάντες κι έφτασε μέχρι το παπικό αξίωμα, είχε γοητεύσει τον Ροΐδη όταν τον πρωτάκουσε μικρός στη Γένοβα. Και συνεχίζει να γοητεύει το κοινό μέχρι και σήμερα.
Ωστόσο, όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα το 1866 με τον χαρακτηρισμό από τον ίδιο τον συγγραφέα «μεσαιωνική μελέτη», προσέκρουσε πάνω σε αντιδράσεις… μεσαιωνικού τύπου. Και μπορεί η ιστορία να έχει να κάνει με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όμως η Εκκλησία της Ελλάδας αντέδρασε έντονα με τη δημοσίευση του έργου, μιας και σε αυτό έβλεπε πως κρίνονταν αρνητικά από τον συγγραφέα κάποιες πρακτικές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το αποτέλεσμα; Ο Ροϊδης και το έργο του αφορίστηκαν από την εκκλησία.
Ποια ήταν η Πάπισσα Ιωάννα;
Η ιστορία της τοποθετείται χρονικά τον 9ο αιώνα, ωστόσο, για πρώτη φορά ακούστηκε τον 13ο αιώνα και σύντομα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, ενώ για αιώνες πίστευαν πως ήταν πραγματική ιστορία.
Την πρώτη γραπτή αναφορά για την Πάπισσα Ιωάννα τη συναντάμε στο έργο του 13ου αιώνα «Chronica universalis, Mettensis». Σύμφωνα με το συγγραφέα, Ζαν ντε Μειγύ, υπήρχε ένας ανώνυμος Πάπας που δεν καταγράφτηκε στη λίστα των αρχιεπισκόπων της Ρώμης επειδή ήταν γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα και που με τις ικανότητές της κατάφερε να αναρριχηθεί στο αξίωμα του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Ωστόσο, ακόμη και ο χρονικογράφος δεν ήταν βέβαιος για το κατά πόσο ήταν βάσιμη η ιστορία, επισημαίνοντας πως χρειάζεται επαλήθευση.
Η πιο γνωστή εκδοχή της ιστορίας για την πάπισσα προέρχεται από το «Χρονικόν για τους Πάπες και τους αυτοκράτορες» που γράφτηκε από έναν μοναχό του τάγματος των Δομινικανών. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, επρόκειτο για μία Αγγλίδα που έφτασε στη Ρώμη και μεταμφιεσμένη σε άντρα κατάφερε να γίνει μοναχός, παίρνοντας με το όνομα Johannes Anglicus. Χάρη στη μόρφωση και τους τρόπους της έγινε ιδιαίτερα συμπαθητική και σύντομα κατάφερε να ανέβει τις βαθμίδες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας μέχρι που εκλέχθηκε Πάπας –και μάλιστα παμψηφεί- μετά τον θάνατο του Λέοντα Δ’ (855). Η θητεία της πάπισσας Ιωάννας διήρκεσε δύο χρόνια, εφτά μήνες και τέσσερις ημέρες, οπότε και αποκαλύφθηκε η ταυτότητά της.
Κατά τη διάρκεια μιας πομπής η Πάπισσα έπεσε από το άλογο και μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των παρευρισκόμενων, έφερε στο φως ένα μωρό. Για το τέλος της υπάρχουν διάφορες εκδοχές: μία την θέλει να πέθανε κατά τη διάρκεια της γέννας. Και άλλη, πως λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου από το εξαγριωμένο πλήθος
Ο αφορισμός του Ροΐδη
Το 1866 ο Εμμανουήλ Ροΐδης εξέδωσε την «Πάπισσα Ιωάννα». Η ιστορία που εκτυλίσσεται τον 9ο αιώνα μ.Χ. αφορά μία νεαρή κοπέλα, κόρη ιεραποστόλου, η οποία, όταν έμεινε ορφανή, μεταμφιέστηκε σε άντρα και μπήκε σε μοναστήρι. Εκεί γνωρίζει και έναν επισκέπτη μοναχό, τον οποίο ακολουθεί και ζει μαζί του για 7 χρόνια στο ίδιο κελί σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων.
Οι δυο τους έφυγαν από το μοναστήρι και ταξίδεψαν σε αρκετές χώρες, ώσπου στην Αθήνα, η Ιωάννα εγκατέλειψε τον σύντροφό της και πήγε στη Ρώμη, όπου με τις ικανότητές της κατάφερε να αναρριχηθεί στον Παπικό θρόνο. Ωστόσο, είχε μείνει έγκυος από τον εραστή της και κατά τη διάρκεια μίας λιτανείας το έκπληκτο πλήθος είδε τον… Πάπα Ιωάννη να γεννά ένα ημιθανές βρέφος και να λιθοβολείται μέχρι θανάτου από οργισμένο πλήθος.
Ο Ροΐδης με το έργο του επιχείρησε να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά η κριτική του απευθυνόταν και στην Ορθόδοξη, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της Ελληνικής εκκλησίας. Εναντίον του Ροΐδη στράφηκαν πολλοί κληρικοί, με πρωτοστάτη τον Μακάριο Καρυστίας, ο οποίος με «πύρινα» άρθρα στον Τύπο εξαπέλυε επίθεση κατά του λογοτέχνη.
Η Ιερά Σύνοδος με εγκύκλιό της αναθεμάτισε τον συγγραφέα και το έργο του ως «κακόηθες και βλάσφημον», ζητώντας την παρέμβαση του κράτους για την απαγόρευση κυκλοφορίας του βιβλίου, κάτι που τελικά δεν έγινε.
Στον αφορισμό του έργου ο Ροΐδης απάντησε αρχικά με χιούμορ με τις υποτιθέμενες «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» και με την υπογραφή Διονύσιος Σουρλής (στην εφημερίδα Αυγή, Μάιος 1866). Στη συνέχεια, όμως, με έναν πιο σοβαρό και δηκτικό τόνο, με το «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου», τοπθετήκε για το εκκλησιαστικό ανάθεμα.
Ο συγγραφέας πέθανε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 1904, από καρδιακή προσβολή. Και όπως γράφτηκε στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ : «Προχθές την πρωίαν ενώ ο συγγραφεύς έπνεε τα λοίσθια, η Ιερά Σύνοδος προέβη εις την άρσιν του αφορισμού, μεθ ό ο ετοιμοθάνατος εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων».