Υπάρχουν φορές που προκειμένου εμείς, οι δημοσιογράφοι, να δώσουμε έμφαση σε μια τραγική ιστορία χρησιμοποιούμε «βαριές» λέξεις, συναισθηματικά φορτισμένες. Και όταν έρχεται η στιγμή να διηγηθούμε μια πραγματικά τραγική ιστορία, οι λέξεις αυτές έχουν χάσει την αξία τους και πλέον δεν βρίσκεις μια που να περιγράφει με σαφήνεια αυτό που θέλεις να πεις.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ιστορία του σπουδαίου ποιητή, λογοτέχνη και λόγιου Γιώργου Βιζυηνού. Για όσους έχουν «συστηθεί» μαζί του μέσα από τα κείμενα του, είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως έζησε μια ζωή η οποία «τσιγκουνεύτηκε» την χαρά και του «δώρισε» απλόχερα την πίκρα, τη δυστυχία και τον πόνο.
Ο Γιώργος Βιζυηνός έζησε εξαιρετικά δύσκολα παιδικά χρόνια, μια πονεμένη εφηβεία, μια πικρή ενήλικη ζωή και γνώρισε ένα τραγικό τέλος. Κι όμως… Μέσα από αυτές τις συνθήκες κατόρθωσε και άφησε τη δική του σφραγίδα στα ελληνικά γράμματα, δίνοντας ως κληρονομιά μια σπουδαία παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
Τα γεμάτα πίκρα και θάνατο παιδιά χρόνια
Στις 8 Μαρτίου 1849 γεννιέται στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, ένα αγοράκι που έμελλε με την πορεία του να σημαδέψει τα ελληνικά γράμματα. Το όνομα του Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης. Πολλά χρόνια αργότερα θα συστηθεί στους Έλληνες ως Γιώργος Βιζυηνός.
Ο πατέρας του, Μιχαήλος Σύρμας, δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιό του ορφανό σε ηλικία 5 ετών. Η οικογένεια του ήταν πολύ φτωχή και με μεγάλη δυσκολία έβρισκε όχι τα προς το ζην αλλά και φαγητό για να έχει στο τραπέζι της κάθε ήμερα.
Ο Βιζυηνός είχε άλλα τέσσερα αδέλφια. Τον Μιχαήλο, που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γιώργο. Τον αδικοσκοτωμένο ταχυδρόμο Χρηστάκη για τον οποίο μιλά στο διήγημά του «Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου». Την Άννα, που έφυγε από τη ζωή υπό τις τραγικές συνθήκες που περιγράφει ο συγγραφέας στο «Αμάρτημα της μητρός μου» και την Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της, αλλά πέθανε κι αυτή μικρή.
Όταν ο Βιζυηνός έγινε 10 ετών οι παππούδες του στην προσπάθειά τους να του εξασφαλίσουν ένα μέλλον μακριά από τη δυστυχία, τη φτώχεια και τον θάνατο, τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Παραμένει εκεί μέχρι την ηλικία των 18, προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο, Γιάγκο Γεωργιάδη.
Στη συνέχεια ως προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου, Σωφρονίου Β΄, μετακομίζει στην Κύπρο όπου παραμένει για ένα διάστημα. Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χωρίς την υποχρέωση να ιερωθεί αλλά ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια) και πλέον δείχνει να βρίσκει το δρόμο του.
Η προσπάθεια να καθιερωθεί και η χλεύη των… «σπουδαίων»
Ο Γιώργος Βιζυηνός μέσα από μια σειρά τυχαίων γεγονότων καταφέρνει να φύγει στο εξωτερικό προκειμένου να σπουδάσει φιλοσοφία στη Γερμανία. Εκεί, στη Λειψία, το 1881, εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τον ρόλο του παιδικού παιχνιδιού από ψυχολογική και παιδαγωγική οπτική!
Επιστρέφει στην Αθήνα όπου εξαιτίας της φτωχικής του καταγωγής αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και χλεύη από του φιλολογικούς κύκλους της εποχής. Είναι τέτοιο το πλήγμα που δέχεται ο ψυχισμός του που γράφει στον Ηλία Τανταλίδη: «Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον»!
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο Βιζυηνός προσπαθεί να βρει τα πατήματά του αλλά και τη θέση του μέσα στην κοινωνία. Φεύγει ξανά στο εξωτερικό, αυτή τη φορά αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Το 1884 δέχεται ένα ακόμα πλήγμα, αυτή τη φορά οικονομικό, καθώς ο άνθρωπος που τον στήριζε ο Γεώργιος Ζαρίφης, πέθανε και έτσι ο Βιζυηνός προκειμένου να βγάζει πλέον τα προς το ζην αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές. Το 1890 τον βρίσκει να εργάζεται ως καθηγητής ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί γνωρίζει τη 14χρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη
Ο παράφορος έρωτας που τον οδήγησε στο Δρομοκαΐτειο
Ο Βιζυηνός στο πρόσωπο της 14χρονης Μπετίνας γνωρίζει τον απόλυτο έρωτα. «Παραληρηματικός έρωτας» χαρακτηρίστηκε από όσους έζησαν εκείνη την ιστορία. Ο λόγιος προσπαθεί να πείσει τη μητέρα της μικρής πως πρέπει να την παντρευτεί αλλά εκείνη δεν δέχεται να ακούσει την παραμικρή κουβέντα επί του θέματος.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο ο Βιζυηνός χανόταν μέσα στη δίνη ενός έρωτα που μόνο κακό του προκαλούσε. Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της Μπετίνας, ο ποιητής ζητά τη 14χρονη σε γάμο. Η άρνηση της μητέρας γίνεται με σκληρό τρόπο και μετατρέπει το Βιζυηνό σε ένα πραγματικό ερείπιο.
Τον Απρίλιο του 1892, πλέον, ο Γιώργος Βιζυηνός έχει χάσει τα λογικά του. Αρνείται να δει την πραγματικότητα και θεωρεί πως μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα θα κάνει τη Μπετίνα, γυναίκα του. Το τσακισμένο του μυαλό φτιάχνει διάφορες ιστορίες. Μια από αυτές είναι πως ο γάμος θα γίνει σε… μερικές ώρες. Ντύνεται γαμπρός και περιμένει τη νύφη. Προφανώς σε κάποια έκλαμψη αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει και αποπειράται να αυτοκτονήσει. Την τελευταία στιγμή τον σώζει ένας φίλος του, τον οποίο είχε καλέσει στον… επικείμενο γάμο.
Ντυμένος γαμπρός, παραληρώντας και αναφέροντας το όνομα της Μπετίνας, οδηγείται από την αστυνομία στο κολαστήριο του Δρομοκαΐτειου. Οι γιατροί τον εξετάζουν, αποφασίζουν τον εγκλεισμό του και αποδίδουν τη «φρενική νόσο» στο γεγονός οτι πάσχει από σύφιλη!
Το τραγικό τέλος ενός σπουδαίου λόγιου
Ο Γιώργος Βιζυηνός θα παραμείνει έγκλειστος στο ψυχιατρείο ακριβώς τέσσερα χρόνια. Μέχρι την ημέρα δηλαδή που θα φύγει από τη ζωή. Τον Απρίλιο του 1896 πεθαίνει και λίγες ημέρες αργότερα, στην κηδεία του παρευρίσκονται είκοσι άτομα, ανάμεσά τους και δύο φίλοι του, τρόφιμοι του ψυχιατρείου. Τα λιγοστά υπάρχοντά του κατάσχονται από τους τοκογλύφους.
Κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του, οι δημοσιογράφοι μπαινοβγαίνουν ανενόχλητοι στο ψυχιατρείο προκειμένου να βγάλουν το… «λαβράκι» ή την «είδηση» πως ο Βιζυηνός έχει τρελαθεί. Γεμίζουν τις στήλες τους με άφθονες ιατρικές πληροφορίες, περιστατικά και εμμονικούς διαλόγους με τον ποιητή, τα οποία εκτός από το κίτρινο κουτσομπολιό που προσφέρουν στο αδηφάγο αναγνωστικό κοινό το μόνο που καταφέρνουν είναι να τον γελοιοποιούν. Για πολλούς η ιστορία του «τρελάρα» Βιζυηνού είναι η αιτία για να δημιουργηθεί το στερεότυπο που θέλει έναν ποιητή να είναι πάντα μια τρελή κι αλλόκοτη φυσιογνωμία.
Η ιστορία του Βιζυηνού κλείνει με ένα τραγικό τέλος, ανάλογο της ζωής του. Η τραγικότητα αυτή, μάλιστα, «συνοδεύει» και τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Έξι μήνες μετά το θάνατό του, η μικρή Μπετίνα παντρεύεται, και τέσσερις ημέρες μετά το γάμο της πεθαίνει. Παράλληλα, η ηλικιωμένη μητέρα του, πίσω στο χωριό τους, τη Βιζύη, λέγεται πως από τη στιγμή που έμαθε για το θάνατο του γιου της, δεν σταμάτησε να κλαίει με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα σοβαρό πρόβλημα στην όρασή της, το οποίο θα την οδηγήσει τελικά στην πλήρη τύφλωση.