Ήταν Οκτώβριος του 1944 όταν μια ομάδα κρατουμένων στη φάμπρικα θανάτου της Πολωνίας εξεγέρθηκαν.
Εκείνο το μεσημεράκι της 7ης Οκτωβρίου ακούστηκε αυτό το «θα γίνει ναι ή όχι το ντου που λέγαμε;». Και έγινε. Και έζησαν για λίγο ελεύθεροι.
Για να συμβεί βέβαια αυτό, η εξέγερση των ελληνοεβραίων στο Κρεματόριο 4 του στρατοπέδου εξόντωσης Άουσβιτς ΙΙ-Μπιρκενάου και η ανατίναξη των φούρνων, εδώ και μήνες οι νεαρές εβραίες που δούλευαν στο εργοστάσιο πυρομαχικών Weichsel-Union-Metallwerke (το «Γιούνιον» όπως το έλεγαν) μέσα στο Άουσβιτς Ι, έκλεβαν μικροποσότητες πυρίτιδας.
Όταν το μπαρούτι έγινε αρκετό για τους σκοπούς που το ήθελαν, πέρασε μέσα από μια αλυσίδα χεριών στους τραγικούς Sonderkommando του Κρεματορίου 4. Το σχέδιο έλεγε πως πρώτα θα ανατίναζαν τους θαλάμους αερίων και τους φούρνους και μετά θα ξεδιπλωνόταν η εξέγερση.
Εκείνο το πρωί κάπου 200 τρόφιμοι ήταν προγραμματισμένο να φονευτούν, ανατρέποντας το συνωμοτικό πλάνο. Οι Sonderkommando, οι όμηροι που έβαζαν στους φούρνους τα πτώματα, επιτέθηκαν στα SS με ό,τι είχαν καταφέρει να αποθηκεύσουν: μαχαίρια, τσεκούρια, αυτοσχέδιες χειροβομβίδες από κονσερβοκούτια, αλλά και δύο πυροβόλα.
Κάποιοι από τους 450 εξεγερμένους κατάφεραν να το σκάσουν, αιχμαλωτίστηκαν όμως και πάλι μέσα σε λίγες ώρες. Όσοι δεν πέθαναν στην προσπάθεια να αποδράσουν, εκτελέστηκαν αργότερα μέσα στη μέρα με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Αυτή ήταν με δυο λόγια η βραχύβια ιστορία της εξέγερσης στο Άουσβιτς, το μόνο τέτοιο περιστατικό που συνέβη σε αυτό το ναζιστικό κολαστήριο. Μια ιστορία που είχε υπογραφή ελληνική…
Το ημερολόγιο έγραφε 7 Οκτωβρίου 1944 και ήταν ημέρα Σάββατο. Οι ναζί ήταν να οδηγήσουν 200 έλληνες και ούγγρους εβραίους για εξόντωση. Τα SS αρχίζουν να διαβάζουν τα ονόματα από τις λίστες του θανάτου, μόνο που κανείς δεν απαντά.
Αντιθέτως, ακούγεται στα ελληνικά μια φωνή που ρωτά αν «θα γίνει ναι ή όχι το ντου που λέγαμε;». Και γίνεται. Ορμούν και αφοπλίζουν τους φρουρούς και οχυρώνονται στο Κρεματόριο 3 με τα λιγοστά εφόδια που διαθέτουν, αναμένοντας τις εξελίξεις.
Στο διπλανό κρεματόριο έχει σημάνει συναγερμός: πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Τραυματίζονται κάποιοι γερμανοί στρατιώτες και για λίγο μοιάζει πως η κίνηση θα είναι επιτυχημένη. Για λίγο. Η μάχη αποδεικνύεται άνιση. Οι κρατούμενοι ανατινάζουν το κρεματόριο και διαφεύγουν στο δάσος.
Οι περισσότεροι θα πέσουν εκεί, ελεύθεροι, επαναστατημένοι. Κάποιοι άλλοι θα οχυρωθούν σε έναν αχυρώνα, τον οποίο θα παραδώσουν τα SS στις φλόγες καίγοντας τους ανθρώπους ζωντανούς. Οι υπόλοιποι θα παραδοθούν και θα εκτελεστούν ως το απόγευμα.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, από τους 451 εβραίους που πήραν εκείνη τη μέρα στην εξέγερση, οι 300 ήταν ελληνικής καταγωγής. Επέζησαν μόλις 26.
Ένας από αυτούς, ο Θεσσαλονικιός Μαρσέλ Νατζαρή, έφεδρος δεκανέας στο Αλβανικό Μέτωπο, θυμάται στο συγκλονιστικό χειρόγραφό του πως «έστω και διά ολίγα λεπτά, ευρέθησαν ελεύθεροι».
Η Φωτεινή Τομαή της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, έκανε κάποιες τέτοιες μαρτυρίες βιβλίο («Έλληνες στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου»), ένα πόνημα με ιδιαίτερη σημασία και συμβολική, καθώς η εξέγερση στο Άουσβιτς αποτελεί ένα από τα ελάχιστα τέτοια δείγματα ένοπλης αντίστασης μέσα στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Και, όπως όλα δείχνουν, δεν ήταν μια απέλπιδα κραυγή ελευθερίας, αλλά ένα οργανωμένο σχέδιο που χρειάστηκε μήνες για να φτάσει η πολυπόθητη στιγμή του. Προδόθηκε όμως την τελευταία στιγμή, χωρίς να είναι πάντως σαφές από ποιον.
Κάποιοι εξεγέρθηκαν στην Τρεμπλίνκα τον Αύγουστο του 1943, κάποιοι στο Σομπιμπόρ δυο μήνες αργότερα και ξανά έλληνες εβραίοι (από την Κέρκυρα) προκάλεσαν αναταραχή στο Άουσβιτς τον Ιούνιο του 1944, εκτελέστηκαν όμως μαζικά.
Τον Αύγουστο, ο αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, Ιωσήφ Βαρούχ, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του μια αποτυχημένη απόπειρα εξέγερσης στο Άουσβιτς, βλέπει ξανά τα σχέδιά του να ναυαγούν την τελευταία στιγμή. Έχοντας συσπειρώσει γύρω του έλληνες, ρώσους και πολωνούς τροφίμους, ήταν έτοιμοι να πιάσουν τα όπλα στις 15 του μήνα, η άφιξη όμως στο στρατόπεδο 4.000 Πολωνοεβραίων εκείνη τη μέρα, συνοδεία ισχυρής δύναμης των SS, ματαίωσε τα πλάνα.
«Στο στρατόπεδο μιλούσαμε μόνο την ελληνική, γιατί βλέπεις νιώθαμε ξενιτεμένοι», θυμάται ο Λέων Χάγουελ από τη Θεσσαλονίκη. Και συνωμοτούσαν με ρεμπέτικα του Βαμβακάρη, που άλλαζαν τους στίχους, αλλά και αρχαία ελληνικά.
Μια ελληνίδα χριστιανή ανάμεσά τους, η Βάσω Σταματίου, πληροφορήθηκε αργότερα πως τελείωσε ο πόλεμος από μια νεαρή ουγγαρέζα ποιήτρια, η οποία γνώριζε αρχαία ελληνικά και της είπε πως «έστι φήμη τις, Χίτλερ απεβίωσεν»…
Όπως γράφει η Φωτεινή Τομαή στο βιβλίο της, το οποίο ανασυγκροτεί την εξέγερση από τις διαθέσιμες μαρτυρίες ελλήνων και ξένων επιζώντων: «Το Σάββατο, 7 Οκτωβρίου του 1944, οι Γερμανοί επιχείρησαν να απομακρύνουν επιπλέον 200 άνδρες (Έλληνες και Ούγγρους) που είχαν ήδη επιλεγεί για εξόντωση. Ήταν περίπου 14:30 το μεσημέρι όταν μια ομάδα των Ες-Ες έφτασε με ονομαστικούς καταλόγους για τη δεύτερη διαλογή».
Μέσα σε ελάχιστη ώρα, ισχυρές δυνάμεις της φρουράς με πολυβόλα και σκυλιά περικύκλωσαν την περιοχή και ξεκίνησε μια ηρωική αλλά απελπιστικά άνιση μάχη.
Από τους 300 Έλληνες Εβραίους που πήραν μέρος στην εξέγερση, επέζησαν μόνο οι 26. Οι περισσότεροι έπεσαν ηρωικά κάτω από τη βροχή σφαιρών, ενώ οι υπόλοιποι που παραδόθηκαν εκτελέστηκαν επί τόπου, όπως ο Μωύς Ααρών, ο Ιακώβ Μπρούδο, ο Ισαάκ Βαρούχ που ανήκαν στο Κρεματόριο IV και ο Σαμ Καράσσο.
Όσοι Έλληνες Εβραίοι από τα άλλα κρεματόρια παρακολουθούσαν τα γεγονότα, ανήμποροι να αντιδράσουν, θυμούνται πως μέσα στους κρότους και τα ουρλιαχτά ακουγόταν ο ελληνικός Εθνικός Ύμνος».
Όπως κι αν έχει, οι ναζί συγκλονίστηκαν από την ηρωική πράξη των ελλήνων εβραίων, δείχνοντας πως όλα είναι δυνατά. Πόσο μάλλον που το Κρεματόριο IV, ένα από τα 5 του Μπιρκενάου, αχρηστεύτηκε και αναγκάστηκαν να το γκρεμίσουν. Ακόμα χειρότερα για κείνους, ήταν η πρώτη φορά που οι Γερμανοί μετρούσαν απώλειες αντρών μέσα στο μέρος όπου ένιωθαν και ήταν πιο δυνατοί: στη μεγάλη αυτή βιομηχανία θανάτου του Β’ Παγκοσμίου.
Τα νέα της ελληνικής εξέγερσης διαδόθηκαν στο Άουσβιτς με ταχύτατους ρυθμούς. Όπως ανακαλούσε ο Λεών Περαχιά στα απομνημονεύματα του («Μαζάλ»): «Όταν μπήκαμε στο στρατόπεδο, με περίμεναν οι φίλοι μου οι Πολωνοί που πήγαιναν στο Μπίρκεναου. Μόλις με είδαν μου είπαν: “Ένα μεγάλο εύγε στους Γραικούς που κάνανε αυτό που κανείς δεν τόλμησε να κάνει τόσα χρόνια. Πήγαν να κάνουν επανάσταση στα κρεματόρια, ανατινάξανε ένα κρεματόριο, αλλά προδόθηκαν.
‘‘Όταν τους στήσανε στον τοίχο και τους θέριζαν τα πολυβόλα, ακούσαμε που τραγουδούσαν. Ένας Γραικός που βρέθηκε κοντά μας, μας είπε ότι ψάλλουν τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Τι μεγαλείο ψυχής, η τελευταία σκέψη τους και η τελευταία τους πνοή ήταν στην Ελλάδα”. Όταν μου το λέγανε, δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυά μου, τόσο μεγάλη ήταν η συγκίνησή μου. Ένιωθαν Έλληνες και πεθάναν σαν Έλληνες».
Η μια χούφτα έλληνες εξεγερμένοι που επιβίωσαν έγιναν θρυλικές μορφές μέσα στο στρατόπεδο. Όπως τα θυμόταν ο Λέων Κοέν («Από την Ελλάδα στο Μπίρκεναου»): «Το προσωπικό των Εγγλέζων ήταν τόσο εντυπωσιασμένοι ώστε μας ονόμαζαν ‘‘the Greek bandits’’, η ‘‘ελληνική ληστοσυμμορία’’. Κάθε φορά που πηγαίναμε στην κουζίνα οι Ρώσοι, οι οποίοι εργάστηκαν εκεί, μας εξήραν και μας εξαγίαζαν, αυτό που έγινε το θεώρησαν σαν εκδίκηση για τη δολοφονία των συντρόφων τους που είχε προηγηθεί.
Καιρό μετά την απόδρασή μας από το Μπιρκενάου, στις 17 Ιανουαρίου 1945, όταν συναντηθήκαμε με άλλους κρατούμενους σε διάφορα στρατόπεδα (όπως Mauthausen, Guzi 1 και 2, Melk, Ebenze κλπ) μας ρωτούσαν αν η εξέγερση είχε γίνει πραγματικά.
Σε μικρότερα στρατόπεδα, οι κρατούμενοι είχαν εμψυχωθεί από αυτήν την θυσία από μία χούφτα των Ελλήνων Εβραίων, οι οποίοι, όπως ο Δαυίδ, είχαν εναντιωθεί απέναντι σε έναν σύγχρονο και αιμοσταγή Γολιάθ. Ως Εβραίοι και ως Έλληνες, είχαν αγωνιστεί για την πατρίδα τους και για τη χώρα τους.
Εν κατακλείδι, εμείς, οι επιζώντες του Μπιρκενάου, πρέπει να θυμόμαστε πάντα την εξαιρετική γενναιότητα μιας χούφτας συμπολιτών μας. Στα χρονικά των στρατοπέδων εξοντώσεως, ο ηρωισμός σε τέτοιο επίπεδο ήταν μοναδικός. Κατά κανόνα, όλοι οι απελαθέντες αφέθηκαν μόνοι τους να σφάζονται σαν ζώα. Είθε η μνήμη των φίλων μας, να μείνει μαζί μας, για πάντα».
Ο γιατρός Αλβέρτος Μενασσέ, στα απομνημονεύματά του το 1947 («Αναμνήσεις ενός αυτόπτου μάρτυρος»), μιλώντας για την ιστορία των 300 ελλήνων εβραίων που σήκωσαν μπαϊράκι μέσα στο Άουσβιτς («ψάλλοντας τον Ελληνικό εθνικό ύμνο, τριακόσιοι Έλληνες Εβραίοι»), λέει:
«Η ανταρσία κράτησε όλο το απόγευμα. Όλοι οι Σόντερ κατεσφάγησαν … Αμέσως την άλλη μέρα τα εναπομείναντα τρία κρεματόρια ενισχύονται με νέο προσωπικό. Σαράντα οκτώ ώρες μετά την ανταρσία, οι απαίσιες καμινάδες ξερνούν και πάλι τις αιώνιες και απαίσιες φλόγες των. Εκαίγοντο τα πτώματα των ηρώων».
Την εξέγερση της 7ης Οκτωβρίου 1944 τη σχεδίασαν και την εκτέλεσαν τα μέλη της ομάδας Ζόντερκομαντο, που στα ελληνικά μεταφράζεται κάπως σαν «Ειδική Ομάδα Εργασίας». Ήταν αναμφίβολα οι τραγικότερες φιγούρες των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, οι άνθρωποι που έβαζαν στους φούρνους τα πτώματα των ομοθρήσκων τους.
Κάθε σειρά Ζόντερκομαντο εργαζόταν για λίγους μόλις μήνες και όταν τη διαδεχόταν η επόμενη, έκαιγαν και τα δικά τους πτώματα. Παρά το γεγονός ότι ζούσαν απομονωμένα από τους άλλους τροφίμους, φαίνεται πως ο πολυμήχανος ελληνικός νους βρήκε τη λύση.
Οι έλληνες Ζόντερκομαντο τραγουδούσαν γνωστά ρεμπέτικα παραλλάσσοντας τους στίχους, ώστε να μεταφέρουν μηνύματα στο «Κάναντα Κομάντο», το διπλανό κέντρο διαλογής των ρούχων όπου δούλευαν αρκετές Ελληνίδες.
Ο Χάινς Σαλβατώρ Κούνιο, επιζών του Άουσβιτς, θυμόταν (στο «Άουσβιτς – Έλληνες – Αριθμός Μελλοθανάτου») πως «η εξέγερση αφορούσε τα κομάντο … Έγινε απ’ αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι δουλεύαν στα κρεματόρια … Η εξέγερση, είχαν προσυσυνεννοηθεί τα κομάντο εργασίας εκεί, ονομαζόντανε Ζόντερκομαντο … Η διαφορά του ήταν ότι δεν είχανε καμία επαφή οι άνθρωποί του με τους άλλους. Συνεννοήθηκαν όλοι τους μεταξύ των κρεματορίων ότι θα κάνουν εξέγερση, διότι δεν υπήρχε πλέον άλλη λύση».
Ο Κούνιο θυμόταν καλά άλλον έναν εβραίο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού, κάποιον Αλβέρτο Ερρέρα, ο οποίος πήρε μέρος στην ενορχήστρωση της εξέγερσης. Ο Ιωσήφ Βαρούχ (από τα Γιάννενα) και ο Αλβέρτος Ερρέρα (από τη Λάρισα) που αναφέρονται από διάφορες πηγές ως εμπνευστές της εξέγερσης είχαν πολεμήσει στο Έπος του 1940 και πιάστηκαν αργότερα.
Ο Ερρέρα, που ήταν πίσω και από τις δύο προηγούμενες απόπειρες στασιασμού, κατάφερε να αποδράσει στο γειτονικό δάσος, μέχρι να τον ανακαλύψουν τα σκυλιά των SS, οι οποίοι τον βασάνισαν γδέρνοντάς τον ζωντανό. «Τις επόμενες μέρες οι Έλληνες του στρατοπέδου μιλούσανε με περηφάνια για την πράξη του συμπατριώτη μας που κατάφερε να σκοτώσει τουλάχιστον δύο από τους Ες-Ες», ανακαλούσε ο αθηναίος όμηρος Ερρίκος Σεβίλλιας («Αθήνα-Άουσβιτς»).
Ο ιταλοεβραίος Σλόμο Βενέτσια, επίσης έγκλειστος στο Άουσβιτς, μας λέει στο βιβλίο του («Μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίων») πως το πτώμα του Ερρέρα μεταφέρθηκε στο Κρεματόριο 2 και «το σώμα του, τελείως εξαρθρωμένο και παραμορφωμένο, εκτέθηκε πάνω σ’ ένα τραπέζι, στο προαύλιο του κρεματορίου. Μας ανάγκασαν όλους να περάσουμε ένας ένας από μπροστά για να δούμε το παραμορφωμένο και αγνώριστο πρόσωπο του συντρόφου μας. Οι Γερμανοί ήταν εξαιρετικά νευρικοί, κι όποιος απέστρεφε το βλέμμα έτρωγε κοντακιές».
Ο Χάινς Κούνιο μας παραδίδει και κάτι ακόμα: «Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες οι οποίοι δουλεύανε στο μπλοκ του Ζόντερκομαντο … είχανε υψώσει κι ελληνικές σημαίες από κουρέλια, που βρήκαν το μπλε δεν το ξέρω, αλλά το άσπρο υπήρχαν τα σεντόνια που, κάτι βρώμικα καλύμματα τα οποία είχαμε και κάνανε ελληνικές σημαίες»…
Οι 450 επαναστατημένοι αποτεφρώθηκαν στα κρεματόρια. Δεν ήταν οι τίτλοι τέλους, καθώς αυτός θα έπεφταν στις 2 Ιανουαρίου 1945, όταν οι εβραίες του εργοστασίου της Γιούνιον που είχαν προμηθεύσει την πυρίτιδα αναγνωρίστηκαν, εξευτελίστηκαν και απαγχονίστηκαν. Πρωτόγνωρος ο απαγχονισμός γυναικών μέσα στο Άουσβιτς.
Αυτή ήταν η βραχύβια πράξη αντίστασης στο σύμβολο της ναζιστικής θηριωδίας, όταν μια χούφτα εξαθλιωμένοι αναμετρήθηκαν με τους δεσμώτες τους ξέροντας εκ των προτέρων πως αυτό το παιχνίδι δεν μπορούσε να κερδηθεί. Ανεμίζοντας πιθανότατα ένα κομμάτι ριγέ ύφασμα από τις στολές τους, προσποιούμενοι πως ήταν η ελληνική σημαία, διεκδίκησαν το δικαίωμα σε έναν θάνατο το λιγότερο αξιοπρεπή.
Ο καθηγητής εβραϊκής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, Gideon Greif, παρατήρησε στην παρουσίαση του βιβλίου του ιστορικού Γιώργου Πηλιχού («Άουσβιτς – Έλληνες – Αριθμός Μελλοθανάτου»), πως οι έλληνες εβραίοι κρατούμενοι «είχαν διαφορετική νοοτροπία και προκαλούσαν την κτηνώδη αντιμετώπιση από τους φρουρούς. Δε καταλάβαιναν τους άγραφους νόμους του στρατοπέδου, τις συνθήκες. Ήταν άνθρωποι φιλικοί. Έπρεπε να είσαι πονηρός για να επιβιώσεις στο Άουσβιτς».
Κάτι αντίστοιχο μας έχει πει και ο ιταλός διανοούμενος και όμηρος του Ολοκαυτώματος Πρίμο Λέβι: «Το πνεύμα αλληλεγγύης που διέκρινε τους Έλληνες, η απέχθειά τους για τη βία, η συνείδηση της επιβίωσης και η προσπάθεια διατήρησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας τους έκανε να αποτελούν την πιο συμπαγή εθνική ομάδα στο στρατόπεδο και γι’ αυτό την πιο πολιτισμένη»…