Μάιος 1938. Σε μια πάροδο της περιοχής του Λυκαβηττού άνδρες της Ασφάλειας παρακολουθούν έναν φυματικό νεαρό κομμουνιστή.
Έχουν λάβει ξεκάθαρες εντολές να τον συλλάβουν με την πρώτη ευκαιρία στο πλαίσιο του σχεδίου πλήρους αποτίναξης της «κομμουνιστικής απειλής» που έχει επιβάλλει από τις 4 Αυγούστου του 1936 το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά. Τον περικυκλώνουν και τον ακινητοποιούν χωρίς να μπορέσει να προβάλλει αντίσταση. Χαμογελούν χαιρέκακα. Στα χέρια τους βρίσκεται ο 30χρονος Χρήστος Μαλτέζος, γραμματέας της έκνομης Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαίων Ελλάδος (Ο.Κ.Ν.Ε.).
Πάνω του βρίσκουν μάλιστα και προκηρύξεις της οργάνωσης. Ο νεαρός ούτε που μπορούσε να διανοηθεί τι θα επακολουθούσε. Μπορεί να είχε ακούσει κατά καιρούς για τα βασανιστήρια που είχαν υποστεί οι σύντροφοί του όταν συλλαμβάνονταν, αλλά αυτά που θα πέρναγε ο ίδιος δυστυχώς ξεπερνούσαν και την πιο τρελή φαντασία του.
Στα γραφεία της Ασφάλειας Αθηνών ξεκινά η σωματική κακοποίηση. Τον γρονθοκοπούν στο πρόσωπο, τον χαστουκίζουν, τον κλωτσούν σε σημεία του σώματος που βρίσκονται ζωτικά όργανα, του τραβάνε με δύναμη τα μαλλιά προκειμένου να ομολογήσει στοιχεία για τον τρόπο δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ωστόσο δεν «σπάει». Παραπέμπεται σε δίκη και καταδικάζεται σε τεσσεράμισι χρόνια φυλάκιση και σε δύο χρόνια εκτόπιση στην Ακροναυπλία. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης μεταφέρεται κατατσακισμένος στις φυλακές της Κέρκυρας.
[sidequote]Δεσμοφύλακες τον έδερναν με συρματένιο βούρδουλα και πάνω στις ματωμένες πληγές του έριχναν καυτό λάδι προκειμένου να υπογράψει δήλωση ιδεολογικής μετάνοιας[/sidequote]
Το σωφρονιστικό κατάστημα του νησιού των Φαιάκων έχει σχήμα οκτάγωνου με δέκα ακτίνες κράτησης, καθεμία απ’ τις οποίες είχε και ένα γράμμα της αλφαβήτου από το Α έως το Κ και στη μέση ήταν το διοικητήριο. Στην περιβόητη Ακτίνα Θ’ στοιβάζονταν οι πολιτικοί κρατούμενοι που εκείνο τον καιρό είναι σχεδόν όλοι τους μέλη του Κ.Κ.Ε. Το κάθε κελί ήταν δύο δρασκελιές και κάτι σε μάκρος και μια και λιγάκι παραπάνω σε πλάτος. Το πάτωμα τσιμεντένιο. Τη μέρα συντροφιά είχες τις μύγες και το βράδυ τους αμέτρητους κοριούς. Σε ένα τέτοιο βρόμικο κάτεργο πετάνε τον Μαλτέζο.
«Δεν θα καθίσεις καταγής. Αυτό θα είναι το πρώτο σωφρονιστικό μέτρο. Αν το παραβείς θα το μετανιώσεις» του λένε οι δεσμοφύλακες. Ακουμπά δειλά την πλάτη στον τοίχο και προσπαθεί να κρατηθεί όρθιος. Έχει βασανιστεί απάνθρωπα και στη διαδρομή με το καράβι από τον Πειραιά στην Κέρκυρα δεν τον λύσανε ούτε για μια στιγμή. Τα πόδια του τρέμουν. Αδυνατεί να σταθεί. Τα μάτια του κλείνουν από την κούραση και την ταλαιπωρία. Προσπαθεί να τα κρατήσει με κόπο ανοικτά, αλλά και πάλι ξανακλείνουν. Παλεύει κάμποση ώρα έτσι. Χωρίς να το καταλάβει κουρνιάζει αργά αργά στη γωνία και αποκοιμιέται. Όταν το αντιλαμβάνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι μπαίνουν μέσα και ρίχνουν κατά πάνω του έναν τενεκέ νερό. Το βράδυ ξαναρίχνουν νερό για να μην στεγνώσει το τσιμέντο και κατορθώσει να κοιμηθεί. Πονάει και τρέμει. Μα πιο πολύ νυστάζει.
Ξυπνάει παγωμένος και πιασμένος. Σηκώνεται με κόπο και κοιτάει ψηλά προς τον στενό φεγγίτη που με δυσκολία διακρίνει τον γαλανό ουρανό. Ο νους του ταξιδεύει. Συλλογιέται τους αγώνες που πρόλαβε να δώσει αλλά και τα όσα ήδη πέρασε.
Για πρώτη φορά είδε το φως του ήλιου το 1908 στα Μέθανα (ή κατ’ άλλες πηγές στη Μεθώνη). Ήθελε να γίνει δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών έρχεται σε επαφή με τη μαρξιστική ιδεολογία και το 1928 εντάσσεται στην Ο.Κ.Ν.Ε. Αφήνει κατά μέρος τα μαθήματα της νομικής. Διαβάζει και αφομοιώνει ό,τι είχε ως τότε μεταφραστεί στα ελληνικά από την μαρξιστική και λενινιστική φιλολογία.
Ο περίγυρός του εκπλήσσεται με την ικανότητα αφομοίωσης. Πολύ γρήγορα αναλαμβάνει οργανωτικά και ηγετικά καθήκοντα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Βόλο. Γίνεται διευθυντής του δεκαπενθήμερου περιοδικού «Η Νεολαία» που εξέδιδε η Ο.Κ.Ν.Ε. το οποίο εκδίδεται σε συνθήκες συνεχούς καταδίωξης από τις Αρχές. έχοντας αφοσιωθεί αποκλειστικά στην πολιτική δράση δεν έχει τρόπο να βιοποριστεί. Αναγκάζεται να πουλήσει τα χωράφια που έχει κληρονομήσει προκειμένου να έχει χρήματα να ζήσει.
Απρίλιο του 1934 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά στα γραφεία του περιοδικού «Νεολαία» αλλά αφήνεται ελεύθερος χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες. Οκτώβριο του 1935 συντονίζει απεργία φοιτητών που κράτησε 40 μέρες ενώ δύο χρόνια αργότερα, έχοντας περάσει στην παρανομία, γίνεται γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής της Ο.Κ.Ν.Ε. Έχει μπει για τα καλά στο στόχαστρο του καθεστώτος.
Τις σκέψεις του σταματούν απότομα οι σωφρονιστικοί που ανοίγουν την πόρτα του κελιού του. «Πως κοιμηθήκατε κ. Μαλτέζο;» τον ρωτούν ειρωνικά.
Εκείνος δεν απαντά. «Αυτό ήταν… αψιμαχίες, γρήγορα θ’ αρχίσουν οι μεγάλες μάχες. Από ‘δω, βάλτο καλά στο μυαλό σου, βγαίνουν μόνο «ανανύψαντες» ή πεθαμένοι. Ζωντανός, ούτε ένας. Εσύ όπως είσαι σαν τον Άγιο Αντώνιο τον ασκητή, δεν πρόκειται να βαστάξεις πολλές μέρες» συνεχίζει ο σωφρονιστικός υπάλληλος επωνύματι Βασιλάτος. Την συγκλονιστική περιγραφή του σκηνικού έχει αποτυπώσει γλαφυρά στο περιοδικό του Κ.Κ.Ε. «Νέος Κόσμος» τον Φεβρουάριο του 1967 ο κομμουνιστής δάσκαλος και συγγραφέας Κώστας Πουρνάρας (Μπόσης) που την ίδια περίοδο ήταν επίσης φυλακισμένος στην Κέρκυρα «ως επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη», μαζί με τον άτυχο νέο.
Οι σωφρονιστικοί πιέζουν εκ νέου τον Μαλτέζο να υπογράψει δήλωση μετάνοιας. «Γιατί να παιδεύεσαι άδικα; Βάλε μια υπογραφή κι άντε στο καλό σου».
Εκείνος τους απαντά: «Άδικα παιδεύεστε». Οι δεσμοφύλακες οργισμένοι τον δέρνουν με έναν συρματένιο βούρδουλα κι απάνω στις ματωμένες ανοιχτές πληγές του ρίχνουν καυτό λάδι. Όλο το σώμα τιναζόταν από τους σπασμούς. Στη συνέχεια τον παράτησαν για πέντε ημέρες στην ησυχία του. Ούτε μια παραπάνω, ούτε μια παρακάτω. Εάν τον άφηναν περισσότερες μπορεί να δυνάμωνε κάπως και να άντεχε στα βασανιστήρια. Εάν τον άφηναν λιγότερες μπορεί να τους πέθαινε. Όλα ήταν μελετημένα.
Την έκτη ημέρα ξαναμπαίνουν μέσα και τον βασανίζουν. Παρόλα αυτά αρνείται και πάλι να υπογράψει. Ο σαδισμός φτάνει στο αποκορύφωμά του. Τον ξαπλώνουν κάτω και του σηκώνουν το αριστερό πόδι ψηλά. Επιχειρούν να τον πεταλώσουν σαν να ‘ταν άλογο. Χτυπούν το πέταλο αργά με το σφυρί για να μπει στο κρέας. Λιποθυμά από τον πόνο. Τον παρατάνε. Δεν τον ήθελαν (ακόμα) πεθαμένο.
Το μεσημέρι του πάνε φασολάδα. Απλώνει το χέρι να την πιάσει αλλά αποτραβιέται. Το βράδυ του δίνουν ρέγγα με αγριόχορτα. Πάλι δεν τον τρώει. «Θα κάνω απεργία πείνας» τους λέει με όση δύναμη βγαίνει από τα ματωμένα χείλια του. Και το τηρεί για πάνω από δέκα μέρες. Τα συνεχή βασανιστήρια αποτελείωσαν το σκελετωμένο σώμα του.
Θα αφήσει την τελευταία πνοή στις 22 Νοεμβρίου 1938. Σύμφωνα με τα όσα δημοσιοποίησε η Ασφάλεια, το θύμα… αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο. «Διέφυγε των χεριών των φυλάκων και ερρίφθη από το παράθυρος του διαδρόμου εις το κενόν, αυτοκτονήσας» όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, κάτι όμως που δεν τεκμαίρεται από κανένα στοιχείο.
Με τη στυγερή δολοφονία του γραμματέα της Ο.Κ.Ν.Ε. το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά προσπάθησε να τρομοκρατήσει τη νέα γενιά κομμουνιστών αλλά και τους έγκλειστους ομοϊδεάτες. Το ηθικό κάποιων κρατουμένων όντως κατέρρευσε μετά το θάνατο του νεαρού Χρήστου Μαλτέζου.
Κάποιοι επιφανείς κομμουνιστές όπως ο Στέλιος Σκλάβαινας (που στα χρόνια της Κατοχής θα ενταχθεί στο ΕΑΜ, τη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, και θα εκτελεστεί από τους Γερμανούς), ο ηγέτης του αγροτικού κινήματος Κώστας Γαβριηλίδης (κι αυτός εντάχθηκε τα κατοπινά χρόνια στην Αντίσταση) και ο Μανώλης Μανωλέας (που το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνης Κρητικός και μετατράπηκε σε πράκτορα των αρχών ασφαλείας στρεφόμενος κατά των πρώην συντρόφων του και στην Κατοχή συνεργάστηκε με τους Γερμανούς) που βρίσκονταν έγκλειστοι στις φυλακές Κερκύρας θα υπογράψουν «δήλωση μετάνοιας και αποκηρύξεως του κομμουνισμού» την οποία είχε εμπνευστεί ο υφυπουργός Δημόσιας Ασφάλειας και πρώην αντισυνταγματάρχης του Μηχανικού Κωνσταντίνος Μανιαδάκης με τον αναγκαστικό νόμο 375 της 18ης Δεκεμβρίου 1936.
Ο γ.γ. του Κ.Κ.Ε. Νίκος Ζαχαριάδης που το 1938 ήταν επίσης φυλακισμένος στην Κέρκυρα θα γράψει για τον νεαρό δολοφονημένο: «Στις 22 Νοέμβρη 1938, εδώ στην Κέρκυρα ένας ήρωας, ο Χρήστος Μαλτέζος πέθανε. Και ένας προδότης ο Μανωλέας έκανε δήλωση. Συμβολική σύμπτωση. Αναδείχνοντας τέτοιους ήρωες και ξεκαθαρίζοντας τέτοιους προδότες, το Κ.Κ.Ε. στέρεα, ακλόνητα, αποφασιστικά βαδίζει προς τη νίκη, παρ’ όλες τις δυσκολίες, τις θυσίες και τις προδοσίες».
Αξίζει να σημειωθεί πως οι δηλώσεις μετάνοιας μόλις υπογραφόταν κοινοποιούνταν στο οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό περιβάλλον του ατόμου, δημοσιευόταν στον Τύπο και διαβαζόταν στην ενορία που υπαγόταν. Ο μετανοήσας αφηνόταν ελεύθερος και ο υφυπουργός το έκανε αυτό για να αδρανοποιήσει πλήρως τα μέλη του Κ.Κ.Ε. αφού οι «δηλωσίες» διαγράφονταν από το κόμμα, καταγγελλόταν η δράση τους και βίωναν την περιφρόνηση και την έχθρα των πρώην συντρόφων τους.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υφυπουργείου Δημοσίας Ασφάλειας από το τέλος του 1936 μέχρι το 1940 είχαν υπογραφεί 47.000 δηλώσεις, ενώ οι συλληφθέντες για ιδεολογικούς λόγους ανέρχονταν σε 50.000. Τα νούμερα βέβαια θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με πάσα επιφύλαξη, αφού η ιστορική έρευνα σήμερα τα θεωρεί υπερβολικά.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος-μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.