«Είπε το “Όχι’” ο μοναδικός Έλληνας που θα μπορούσε να πει το “Ναι”»! Η συγκεκριμένη «αιχμηρή» δήλωση ανήκει στον προπολεμικό κεντρώο πρωθυπουργό και πολλές φορές διατελέσαντα υπουργό, Γεώργιο Καφαντάρη και μέσα σε αυτές τις 13 λέξεις κρύβεται όλη η αλήθεια για τα όσα δραματικά έζησε η χώρα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως μήνες πριν από εκείνο το ιστορικό ξημέρωμα βρισκόταν σε εξέλιξη ένα δίχως προηγούμενο πολιτικό και οικονομικό θρίλερ, η έκβαση του οποίου καθόρισε, τελικά, το μέλλον της χώρας.
Ο Μεταξάς ιδεολογικά άνηκε στον Άξονα και αυτό είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Όπως αδιαμφισβήτητο είναι και το γεγονός πως ο δικτάτορας συνέχισε το έργο (σε ότι αφορά την οικονομική εξωτερική πολιτική) των κυβερνήσεων του Βενιζέλου κάτι που κράτησε την Ελλάδα, «δεμένη» στο Βρετανικό άρμα. Επιπλέον, είναι γνωστό πως ο Μεταξάς εκτιμούσε από την αρχή πως Γερμανοί και Ιταλοί, αργά ή γρήγορα θα χάσουν τον πόλεμο.
Και κάπως έτσι η απάντηση του Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο δεν ήταν αποτέλεσμα ηρωισμού ή ιδεολογικής συνέπειας αλλά μια κίνηση στην οικονομική σκακιέρα και μια σωστή εκτίμηση της επόμενης ημέρας.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου και το ιταλικό τελεσίγραφο
Ο Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε στην Ιθάκη στις 12 Απριλίου του 1871. Τα παιδικά του χρόνια ήταν φτωχικά και η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1879, όταν ο πατέρας του έχασε την πολιτική θέση που κατείχε (ήταν έπαρχος στην Ιθάκη) και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Κεφαλλονιά.
Ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον Εθνικό διχασμό και το 1917 εξορίστηκε στην Κορσική. Με την επιστροφή του ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων, το οποίο κατάφερε πολλές φορές να εισέλθει στη Βουλή, συγκεντρώνοντας, όμως χαμηλά ποσοστά. Αγαπημένο παιδί του παλατιού, το 1936, διορίστηκε πρωθυπουργός της Ελλάδας και στη συνέχεια, στις 4 Αυγούστου του 1936, πρωτοστάτησε στην επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος, κυβερνώντας έως το θάνατό του το 1941.
Το κομβικό σημείο, ωστόσο, για την πολιτική ιστορία του Μεταξά τόσο του ίδιου όσο και του τόπου ήταν ο τορπιλισμός της Έλλης στις 15 Αυγούστου 1940. Εκείνη την ημέρα, όλοι κατάλαβαν πως οι μέρες της Ελλάδας έξω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μετρημένες. Ο Μεταξάς άρχισε από εκείνη την ημέρα κιόλας όλες τις απαραίτητες επαφές προκειμένου να ζυγίσει τις επιλογές που είχε. Όταν διαπίστωσε πως αυτές δεν είναι πολλές, έλαβε τις αποφάσεις του και περίμενε την ώρα της κρίσης.
Αυτή δεν άργησε να έρθει. Το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι, επέδωσε στον Μεταξά το τελεσίγραφο που είχε συντάξει μερικές ημέρες νωρίτερα ο Γκαλεάτσο Τσιάνο.
Ο δικτάτορας της Ελλάδας δεν ρώτησε ούτε τον βασιλιά, ούτε τους συμβούλους του. Είχε ήδη πάρει την απόφασή του η οποία μεταφράστηκε στο ιστορικό πλέον «Alors, c’est la guerre», (δηλαδή «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος») προς τον Ιταλό πρέσβη. Μερικές ώρες αργότερα η Ελλάδα έμπαινε και επίσημα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γιατί ο Μεταξάς κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση
Φίλος προς το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι αλλά και θαυμαστής του αντίστοιχου ναζιστικού, του Χίτλερ, ο Μεταξάς, θα ανέμενε κανείς πως θα έπαιρνε την ακριβώς αντίθετη απόφαση από αυτή που τελικά πήρε.
Ο Έλληνας δικτάτορας είχε αντιγράψει πολλές από τις τακτικές του Μουσολίνι και του Χίτλερ για να στήσει το δικό του ολοκληρωτικό καθεστώς αν και είχε και μερικές ουσιώδεις διαφορές. Την κρίσιμη ώρα, ωστόσο, τάχθηκε στο πλευρό της Βρετανίας. Όχι από κάποιου είδους ιδεολογικής σύγχυσης αλλά από έναν… ανελέητο πολιτικό και οικονομικό ρεαλισμό.
Μια απλή ματιά στα παρακάτω στοιχεία αρκεί για να πείσει τον οποιονδήποτε: «Το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας το 1932 έφτανε τα 1,022 δισεκατομμύρια χρυσά φράγκα. Αντίστοιχα το εσωτερικό χρέος ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Βασικοί δανειστές της χώρας και κάτοχοι των ελληνικών χρεογράφων ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών».
Με απλά λόγια «το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά. Μόλις το 1,7% ήταν γερμανικά και μόλις το 1,65% ήταν ιταλικά», σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής όπως αυτά καταγράφονται στην «Ιστορία Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών (τόμος ΙΕ, σελ. 335-338).
Ο ίδιος ο Μεταξάς, άλλωστε, λίγο πριν την κήρυξη του πολέμου, τον Μάιο του 1940, («Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», ΒΙΠΕΡ, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», σελ. 76) σε δηλώσεις στην Daily Telegraph έλεγε χαρακτηριστικά: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης»!
«Οι Άγγλοι θα έκοβαν τα πόδια της Ελλάδας και με το δίκιο τους»
Πέρα από την οικονομική πρόσδεση της Ελλάδας στην «αγγλική αυτοκρατορική άμυνα», θα ήταν λάθος να μην αναφερθεί πως ο Μεταξάς είχε ήδη κάνει μια σωστή πολιτική εκτίμηση σε ότι αφορούσε την επόμενη ημέρα. Πολλοί ιστορικοί συμφωνούν πως ο δικτάτορας της Ελλάδας ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι η Αγγλία θα ήταν η νικήτρια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εμπειρία του Α’ ΠΠ τον είχε διδάξει ότι «κυρίαρχοι του κόσμου ήταν οι κυρίαρχοι των θαλασσών»!
Και αυτή του την πεποίθηση την είχε αναφέρει ο ίδιος σε μια ιστορική συνάντηση που είχε με εκδότες και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου, στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», δυο μόλις ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, στις 30 Οκτωβρίου του 1940: «[Από] αυτόν τον πόλεμον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν […] O καιρός δεν δουλεύει για τον Άξονα».
Επιπλέον, αυτό κάθε αυτό το τελεσίγραφο των Ιταλών ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε κάνεις παρά να το απορρίψει, όσο φιλικά αισθήματα κι αν έτρεφε για το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Και αυτό γιατί ουσιαστικά ζητούσε (πέρα από την παραχώρηση αεροδρομίων, οδικών αξόνων, λιμανιών κλπ κλπ) και την τριχοτόμηση της χώρας, παραδίδοντας εδάφη. Σε «βολιδοσκοπήσεις», μάλιστα, που είχε παραδεχθεί ο ίδιος ο δικτάτορας πως είχε κάνει προς την πλευρά του Άξονα, του είχε δηλωθεί ξεκάθαρα πως για να γίνει μέλος («προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος»), θα έπρεπε να… «ξεχάσει τα μίση του παρελθόντος» και να υπογράψει πως παραχωρείται η Ήπειρος έως και την Πρεβεζα στους Ιταλούς και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη στους Βούλγαρους.
Σε εκείνη την ιστορική συνάντηση με τους δημοσιογράφους ο Ι. Μεταξάς, είχε αποκρύψει μεν τα οικονομικά κίνητρά της απόφασής του αλλά είχε ανοίξει εντελώς τα χαρτιά του σε ότι αφορά το πολιτικό κομμάτι, ξεκαθαρίζοντας με γλαφυρό τρόπο πως η θέση της Ελλάδας είναι στο άρμα της Βρετανίας.
«Δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.
Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μην αναγνωρίσω, ότι όταν ένας λαός, όπως ο αγγλικός, αμύνεται δια την ζωήν του, θα ήτο πλήρως δικαιολογημένος να κάνη τα ανωτέρω», είχε τονίσει ο δικτάτορας.