Τι μορφή έχει άραγε η φρίκη του πολέμου; Πώς μοιάζει ο θρίαμβος στη μάχη; Αλλά και ο αφανής ήρωας του πολέμου, ο τιμημένος φαντάρος, πώς τα βγάζει πέρα στη δύσκολη καθημερινότητά του; Αυτά τα ίδια τα συστατικά του πολέμου προσπάθησε να φέρει στην επιφάνεια ο Λάζαρος Ακερμανίδης, αφήνοντας παρακαταθήκη τη φωτογραφική κάλυψη μιας από τις πλέον ένδοξες στρατιωτικές επιτυχίες της πατρίδας μας. Ήταν ένας από τους ανθρώπους που με αυταπάρνηση και κίνδυνο φανερό βρέθηκαν στις πρώτες γραμμές του πυρός, εκεί στα ηρωικά βουνά της Πίνδου, για να μεταδώσουν το μήνυμα όπως μόνο η εικόνα μπορεί. Οι Έλληνες έδιναν αγώνα υπέρ εστιών και βωμών και κάποιος έπρεπε να απαθανατίσει εις το διηνεκές τον αγώνα τους για λευτεριά, έπειτα από κείνο το μαύρο τελεσίγραφο που επέδωσε ο ιταλός πρεσβευτής στον Μεταξά την 28η Οκτωβρίου 1940. Η Ελλάδα ήταν σε πόλεμο και όλοι θα συνέδραμαν την πατρίδα από το δικό του μετερίζι ο καθείς. Αλλά και το Γενικό Επιτελείο Στρατού, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της φωτοειδησεογραφίας, κάλεσε από την πρώτη κιόλας στιγμή φωτογράφους και κινηματογραφιστές να καταταχθούν εθελοντικά στο μέτωπο για να χαρίσουν την αθανασία στις ηρωικές στιγμές του δοκιμαζόμενου έθνους. Και θες από καθαρό ενθουσιασμό, θες από απλή αποκοτιά, πολλοί ήταν αυτοί που έσπευσαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της πατρίδας, καθώς τουλάχιστον 40 φωτογράφοι και κινηματογραφιστές ρίχτηκαν με τα μούτρα στην κάλυψη του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου. Ένας από τους πρώτους φωτορεπόρτερ που καταφτάνουν στο μέτωπο είναι ο Λάζαρος Ακερμανίδης, ο οποίος θα μετρήσει την πιο μακρά παραμονή στον πόλεμο και θα καταγράψει με τον φακό του περί τα 2.500 ασπρόμαυρα καρέ από κείνον τον τραγικό χειμώνα στην Ήπειρο. Αυτόν τον φωτορεπόρτερ δεν τον ενδιαφέρουν όμως μόνο οι έφοδοι και τα στρατιωτικά ανδραγαθήματα, πολεμικά στιγμιότυπα δηλαδή για τα οποία είναι διατεθειμένος να φτάσει πολύ μακριά, αλλά και η αμείλικτη καθημερινότητα του οπλίτη. Τι κάνει, ας πούμε, στην ανάπαυλά του; Πώς τη βγάζει όταν δεν είναι με το τουφέκι στο χέρι; Πρόσφυγας εκείνος, ήξερε εξάλλου καλά πόσο δύσκολη ήταν η καθημερινότητα, είτε στον πόλεμο είτε στην ειρήνη. Στην Ελλάδα ήρθε το 1932 και δούλευε για καιρό ως φωτορεπόρτερ, όπως θα έκανε και στον Πόλεμο του ’40 για λογαριασμό της εφημερίδας «Νίκη», ντύνοντας με τις εικόνες του την πολεμική αρθρογραφία. Κάτι έχουν όμως οι δικές του φωτογραφίες, κάτι που δεν είναι δύσκολο να διακρίνεις. Αδιαφορώντας για τον κίνδυνο της δικής του ζωής, ο Ακερμανίδης είναι παρών στην πρώτη γραμμή, κι έτσι τραβά φωτογραφίες από τις μάχες. Δεν κάθεται στα μετόπισθεν και την ασφάλεια του στρατοπέδου, κάτι που του δίνει το χαρακτηριστικό επαγγελματικό του προβάδισμα. Έτσι ήταν κι αυτός στην προσωπική του ζωή, παλικάρι, και η ορμητικότητά του μένει παροιμιώδης στο αλβανικό μέτωπο. Η «Νίκη» θα γινόταν εξάλλου η εφημερίδα που ήδη από το 1941 εκδίδει ένα αναμνηστικό φωτογραφικό λεύκωμα του Πολέμου του ’40. Και ήταν όλο δουλειά του Ακερμανίδη, ένα έργο-σταθμός για την πειστική πολεμική απάντηση της πατρίδας μας στον φασιστικό ιμπεριαλισμό. Μετά θα τραβήξει για άλλα, φωτογραφίζοντας δύσκολες στιγμές του έθνους, όπως την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο κατόπιν, αν και η ζωή θα του δείξει για άλλη μια φορά το σκληρό της πρόσωπο. Γιατί επέβαινε βλέπετε στην τραγική «Χειμάρρα» που έστειλε το 1947 στον υγρό τάφο 383 ταξιδιώτες της. Και μετά χάθηκαν τα ίχνη του. Το έργο του θεωρούνταν εξαφανισμένο για 46 ολόκληρα χρόνια, ώσπου ήρθε στο φως ένα μοναδικό αντίτυπο από την έκθεση φωτογραφίας που είχε στήσει το 1945 στο Ζάππειο με τις εικόνες του αλβανικού μετώπου, αλλά και μερικές αδέσποτες φωτογραφίες εδώ κι εκεί. Αυτή είναι η περιπετειώδης ιστορία του Έλληνα που πήγε στον πόλεμο με ένα όπλο κομματάκι διαφορετικό από τα άλλα…
NEWSBEAST
Χάρισε την αθανασία στις ηρωικές στιγμές του ελληνικού στρατού και έγινε ένας διαφορετικός ήρωας του ’40
Ο φωτορεπόρτερ Λάζαρος Ακερμανίδης που τράβηξε 2.500 φωτογραφίες στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού Μετώπου
Λάζαρος Ακερμανίδης, ο άνθρωπος πίσω από τον φακό
Ποντιακής καταγωγής, ο Ακερμανίδης γεννιέται στο 1903 στα Σούρμενα του Πόντου (βορειοανατολική Τουρκία). Η οικογένεια θα εκτοπιστεί σύντομα από τον τόπο της, για να γλιτώσει τους τουρκικούς διωγμούς, βρίσκοντας καταφύγιο στα ανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Εκεί, κάτω από τη σκιά των βουνών του Καυκάσου, θα φτιάξουν το νέο σπιτικό τους στο ρωσικό Σότσι, όπου θα τελειώσει το σχολείο ο Λάζαρος και θα μυηθεί στα θέλγητρα της φωτογραφίας, τσαλαβουτώντας παράλληλα και στη ζωγραφική. Την Ελλάδα την έχουν μέσα στην καρδιά τους οι ξεριζωμένοι Ακερμανίδες, κι έτσι το 1932 ο άδολος πατριώτης Λάζαρος θα μετακομίσει στη μαμά πατρίδα. Η δεξιοτεχνία του στην ασπρόμαυρη φωτογραφία θα τον φέρει από την πρώτη στιγμή στα μεγάλα στούντιο Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Στην πρωτεύουσα, ας πούμε, εργάζεται δίπλα στους περίφημους αδελφούς Μεγαλοκονόμου, ενώ στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται δίπλα στον Λυκίδη. Παρά ταύτα, ελάχιστα είναι γνωστά για την πρώιμη αυτή σταδιοδρομία του στον ελλαδικό χώρο. Δεν ενδιαφερόταν βλέπετε για δάφνες και περγαμηνές ο Ακερμανίδης, παρά για τον επιούσιο που έβγαινε όλο και πιο δύσκολα. Λίγο πριν από τον πόλεμο, ζει στην Κατερίνη, όπου βρίσκεται ο αδερφός του Ηλίας. Εκεί θα μάθει για την ανακοίνωση του στρατού που θέλει λέει επαγγελματίες φωτορεπόρτερ για το μέτωπο και τρέχει να καταταγεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο ασίγαστος φωτοειδησεογράφος του Έπους του 1940
Στα βουνά της Πίνδου δεν είναι βέβαια κατά κανέναν τρόπο ο μόνος φωτορεπόρτερ. Εκεί θα βρει τους παλιούς του εργοδότες, όλα τα αδέλφια Μεγαλοκονόμου (Κωνσταντίνος, Μανώλης και Χαράλαμπος) δηλαδή, αλλά και τον Κασόλα της εφημερίδας «Ασύρματος», τον Νισύριο της «Βραδυνής», τον Σούτσο του «Έθνους» και τον Βασίλη Τσακιράκη φυσικά, που τον ήξεραν οι πάντες ως «Φωτογράφο της Αλβανίας». Θα βρει επίσης και πλήθος κινηματογραφιστών, που γυρνούν φιλμάκια για τα «Επίκαιρα». Μεταξύ αυτών και κάποιος… Φιλοποίμην Φίνος
Το άδοξο τέλος
Το φωτογραφικό «φαινόμενο» Λάζαρος Ακερμανίδης δεν έμελλε ωστόσο να επιβιώσει, ούτε ως άνθρωπος ούτε ως έργο. Το σύνολο του φωτογραφικού του υλικού λογίζονταν μάλιστα εξαφανισμένο ήδη από το 1947, με το που έφυγε δηλαδή από τη ζωή στο τραγικό ναυάγιο της «Χειμάρρας». Η βύθιση του ατμόπλοιου «Χειμάρρα» στις 19 Ιανουαρίου 1947 στον Νότιο Ευβοϊκό παραμένει το πιο πολύνεκρο ναυτικό δυστύχημα της χώρας μας, ο «ελληνικός Τιτανικός». Απέπλευσε στις 8:30 π.μ. της 18ης Ιανουαρίου 1947 από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά, με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα, και στις 4:10 τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου προσέκρουσε λόγω της πυκνής ομίχλης σε βραχονησίδα της Νότιας Εύβοιας. Αν και το πλοίο βυθίστηκε μιάμιση ώρα αργότερα και σε κοντινή απόσταση από την Αγία Μαρίνα, ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψή του, το δριμύ ψύχος και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 383 άνθρωποι. Ανάμεσά τους πλήθος γυναικόπαιδων, πολλοί από τους 36 πολιτικούς κρατούμενους και ακόμα περισσότεροι χωροφύλακες-συνοδοί τους και απλοί στρατιώτες. Ο Λάζαρος Ακερμανίδης χάθηκε κι αυτός στα μανιασμένα νερά και μαζί του εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και το σπουδαίο έργο του. Το 1974, σε λεύκωμα του Σπύρου Μελετζή, περιλήφθηκαν κάποιες εικόνες του, αν και θα έπρεπε να περιμένουμε το 1993 και τον ιστορικό φωτογραφίας Άλκη Ξανθάκη να ανακαλύψει στην Κατερίνη το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Ακερμανίδη, παρουσιάζοντας μετά καμιά 200αριά φωτογραφίες σε έκθεση στην Αθήνα (Οκτώβριος του 1993). Το αρχείο του είχε διασωθεί χάρη στην επιμονή του ανιψιού του μεγάλου φωτογράφου, Ιωάννη Ακερμανίδη, ο οποίος προσπαθούσε για δεκαετίες να αποδείξει πως ήταν του θείου του οι φωτογραφίες από το 1940 που είχαν οικειοποιηθεί άλλοι φωτογράφοι. Πραγματικά ανήκουστες περιπέτειες… Το 2010 κυκλοφόρησε και το βιβλίο «Φωτογραφικά ντοκουμέντα από την δράση του ΕΛΑΣ (Οργάνωση Μεραρχιών Μακεδονίας) – Φωτογραφίες της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης (Οκτώβρης 1944)», σε επιμέλεια Μανόλη Κασιμάτη, που περιλαμβάνει τις θεωρούμενες άλλοτε ως χαμένες φωτογραφίες του Λάζαρου Ακερμανίδη από τη γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο της Ελλάδας.