Η Ελλάδα βρίσκεται στο όριο, αν δεν το έχει ήδη περάσει, μιας δημογραφικής καθίζησης, η οποία θα τη φέρει αντιμέτωπη με την αξιοσημείωτη μείωση του συνολικού πληθυσμού της και θα μετατρέψει σημαντικά την ηλικιακή διαστρωμάτωσή του.
Το ζήτημα της υπογεννητικότητας αποτελεί μία πληγή για την ελληνική κοινωνία και σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού, διαμορφώνει μία δυσοίωνη πραγματικότητα για τη χώρα σε πολλά επίπεδα. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα πρόβλημα που εμφανίζεται για πρώτη φορά, αλλά τα χρόνια της κρίσης και οι μεγάλες προσφυγικές ροές προς την Ελλάδα το καθιστούν ως ένα ζήτημα άμεσης προτεραιότητας.
Χαρακτηριστική είναι και η συζήτηση που έγινε στην ελληνική Βουλή πριν από λίγες ημέρες για το δημογραφικό.
«Η ελληνική κοινωνία γερνάει»
Προκειμένου να κατανοήσουμε τις διαστάσεις που έχει το ζήτημα, απευθυνθήκαμε στον κ. Ιωάννη Καραϊτιανό, Συντονιστή Διευθυντή της Χειρουργικής Κλινικής του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Άγιος Σάββας και Πρόεδρο της Ελληνικής Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρείας.
«Είναι βέβαιο ότι η ελληνική κοινωνία είναι γηράσκουσα διότι εδώ και πολλά χρόνια υπάρχει το φαινόμενο της υπογεννητικότητας, το οποίο είναι μία πραγματικότητα τις τελευταίες δεκαετίες. Έχει όμως χειροτερέψει κατά πολύ» μας είπε ο Καθηγητής Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Πρέπει να πούμε ότι από το 2011 έχει αρνητικό πρόσημο η εξέλιξη του ελληνικού πληθυσμού. Αυτό σημαίνει ότι οι γεννήσεις υπολείπονται κατά πολύ των θανάτων. Από την άλλη μεριά έχουμε και αρνητικό πρόσημο στη μετανάστευση. Πολλοί περισσότεροι Έλληνες μεταναστεύουν στο εξωτερικό – στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία κυρίως – από αυτούς που έρχονται στη χώρα μας, χωρίς να μιλάμε βέβαια για τους οικονομικούς πρόσφυγες. Πρέπει να πούμε ότι δυστυχώς μεταναστεύουν νεότερες ηλικίες, άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και αυτό κάνει ακόμη μεγαλύτερη την αιμορραγία του ελληνικού πληθυσμού από νέους, οι οποίοι εγκαθίστανται σε προηγμένες χώρες του εξωτερικού και κάνουν οικογένειες εκεί. Υπάρχει ένας αφελληνισμός ιδιαίτερα στη δεύτερη γενιά των Ελλήνων. Συνήθως μεταναστεύουν επιστήμονες σε επίπεδο άνω της μέσης μόρφωσης. Οι αλλοδαποί οι οποίοι έρχονται στην Ελλάδα ως επί το πλείστον δεν έχουν πανεπιστημιακή ή ανώτερη μόρφωση. Οπότε και αυτό έχει μία σημασία».
«Για να μείνει σταθερός ο πληθυσμός μιας χώρας πρέπει να γεννιούνται ανά ζεύγος 2,1 παιδιά. Για να μείνει σταθερός. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο σχετικός μέσος όρος είναι στο 1,48. Στην Ελλάδα είναι στο 1,26. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι είμαστε από τις χώρες στις οποίες γεννιούνται τα λιγότερα παιδιά και η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών που έχουν τη μεγαλύτερη υπογεννητικότητα, όπως είναι η Ιταλία, η Γερμανία και η Πορτογαλία. Σε βάθος χρόνου το βέβαιο είναι ότι θα έχουμε μία ελάττωση του ελληνικού πληθυσμού σε απόλυτους αριθμούς. Κάτι που έχει αρχίσει να γίνεται άλλωστε. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 2050 με αυτή την τάση, αυτή τη ροπή, θα έχουμε 2.500.000 λιγότερους Έλληνες. Και βεβαίως πιο γερασμένους Έλληνες. Κανένα σύστημα – ούτε ασφαλιστικό, ούτε οικονομικό, ούτε κρατικό – μπορεί να επιβιώσει κάτω από αυτές τις συνθήκες. Τα άτομα σε ηλικίες εργασίας στην Ευρώπη είναι περίπου το 65% του πληθυσμού. Εμείς έχουμε πολύ χαμηλότερα ποσοστά και αυτό επηρεάζει πολύ την οικονομία σε όλες τις εκφάνσεις. Αν συνδυαστεί δε με την ανεργία που είναι σε υψηλά επίπεδα και ιδίως στις ηλικίες άνω των 40-45 ετών και μέχρι τα 65, γίνεται ακόμη πιο σοβαρό το θέμα. Οι νέοι από 0-14 ετών αντιστοιχούν στην Ευρώπη στο 15,6% του πληθυσμού και στην Ελλάδα είναι κάτω από το 14%. Ενώ αντίθετα οι ηλικιωμένοι στην Ελλάδα, και όταν λέμε ηλικιωμένος, εννοούμε άνω των 65 ετών, είναι στο 21,3 του συνολικού πληθυσμού. Άρα λοιπόν ουσιαστικά η Ελλάδα μετατρέπεται σε μία χώρα γερόντων» τόνισε ο κ. Καραϊτιανός.
– Ποιες είναι όμως οι συνέπειες στην οικονομία της χώρας;
«Πρέπει να τονίσουμε ότι το 2030 υπολογίζεται ότι σχεδόν το 30% του ελληνικού πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών. Αυτό έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Ουσιαστικά υπολογίζεται ότι 1 άτομο, 1 ηλικιωμένος πρέπει να αντιστοιχεί, για να είναι βιώσιμο το σύστημα το οικονομικό και το κοινωνικό, σε 4 εργαζόμενους. Στην Ελλάδα αυτό έχει αντιστραφεί σε μεγάλο βαθμό και υπολογίζουμε πλέον ότι μιλάμε για 1 εργαζόμενο για 1,6 ηλικιωμένους. Αν συνυπολογίσουμε και την ανεργία γίνονται ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Η μείωση του πληθυσμού έχει οπωσδήποτε επιπτώσεις και στο ασφαλιστικό σύστημα, που δεν μπορεί να είναι βιώσιμο».
– Τι ρόλο παίζουν οι προσφυγικές ροές;
«Κατ’ αρχάς να πούμε ότι το 2025 θεωρείται ότι 1 στα 5 παιδιά που θα γεννιούνται θα έχουν τουλάχιστον 1 αλλοδαπό γονιό. Πιθανόν να έχουν και 2, αλλά σίγουρα θα έχουν 1. Αυτό σημαίνει ακριβώς ότι υπάρχει μία αλλοίωση του ελληνικού πληθυσμού. Δεν κρίνουμε το θετικό ή το αρνητικό του πράγματος, αλλά είναι ένα γεγονός. Έχουμε πλέον, και αυτό θα φανεί και στα σχολεία και στις δομές πρόνοιας, παιδιά που έχουν τουλάχιστον έναν αλλοδαπό γονιό στην Ελλάδα και αυτός ο αριθμός αυξάνεται σημαντικά».
Ο κ. Καραϊτιανός μίλησε και για το πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της υπογεννητικότητας:
«Η αντιμετώπιση του προβλήματος είναι προφανώς σύνθετη. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Υπάρχουν όμως επιμέρους πρωτοβουλίες που πρέπει να πάρει η ελληνική κοινωνία και το κράτος ούτως ώστε να έχουμε μία “επιδότηση” της γεννητικότητας. Όμως δεν είναι μόνο θέμα οικονομικό, δηλαδή η επιδότηση ανά γέννηση παιδιού σε τρίτεκνους και πολύτεκνους, που είναι ήδη και αυτό προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι σημαντικότερο να εξασφαλισθεί η απασχόληση των ανθρώπων και κυρίως η δυνατότητα να μεγαλώσουν αυτοί οι άνθρωποι παιδιά μέσα σε κρατικές δομές, όπως παιδικοί σταθμοί, νηπιαγωγεία, και να μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται οι νέοι Έλληνες ταυτόχρονα με την ανατροφή των παιδιών τους».
«Οι Έλληνες έχουμε όμως και ένα πρόβλημα νοοτροπίας»
«Από την άλλη μεριά πρέπει να μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα έχουμε ένα πρόβλημα, το οποίο είναι θέμα νοοτροπίας των Ελλήνων. Οι Έλληνες, ειδικά τα τελευταία χρόνια με την κρίση, έχουν εγκαταλείψει κατά πολύ τους προληπτικούς ελέγχους της υγείας τους, δηλαδή τα check up. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε άτομα που ήδη κάνουν μία ζωή η οποία δεν είναι καθόλου υγιεινή. Δηλαδή έχουν εγκαταλείψει τη μεσογειακή διατροφή προς όφελος του γρήγορου φαγητού με πάρα πολλές θερμίδες και λίπη. Από την άλλη μεριά κάνουν καθιστική ζωή χωρίς άσκηση, ένας συνδυασμός που οδηγεί στην παχυσαρκία, στην υπερλιπιδαιμία, σε καταστάσεις καρδιοαγγειακών συμβαμάτων και τελικά και σε καρκίνους και οστεοπορώσεις. Όλα αυτά δημιουργούν μια κακή ποιότητα ζωής και υγείας των ανθρώπων, η οποία δίνει πολλές επιπτώσεις στην προχωρημένη ηλικία. Αυτό είναι ένα τεράστιο κόστος για το εθνικό σύστημα υγείας είτε στην πρωτοβάθμια είτε στη δευτεροβάθμια φροντίδα. Έχουμε δηλαδή μία αύξηση της επίπτωσης των χρονίων νόσων, των νόσων φθοράς όπως λέμε του οργανισμού, από τη μέση και προχωρημένη ηλικία, που σε συνδυασμό και με την επιμήκυνση του προσδοκίμου επιβίωσης των Ελλήνων δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα γιατί κάνει πάρα πολύ δαπανηρό το σύστημα υγείας για την περίθαλψη των ανθρώπων αυτών. Επιπλέον επιβαρύνει πολύ την ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων ανθρώπων».
Ο καθηγητής μίλησε και για τις λύσεις που μπορεί να δώσει η Πολιτεία και τους άξονες που πρέπει να κινηθεί.
«Είμαι απολύτως βέβαιος ότι από οποιαδήποτε σκοπιά και αν το δει κανείς, η ελληνική πολιτεία γνωρίζει πολύ καλά ότι το κυριότερο πρόβλημα για την επιβίωση του Ελληνισμού είναι η υπογεννητικότητα σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού. Είμαι βέβαιος ότι όλες οι πλευρές αντιλαμβάνονται ότι το μέγεθος του προβλήματος είναι τεράστιο και οι κίνδυνοι είναι προ των πυλών. Θεωρώ ότι η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να πάρει άμεσα μέτρα και πιστεύω τελικά ότι θα τα πάρει. Είναι μονόδρομος. Είναι εφιαλτική η εικόνα της προβολής της παρούσας κατάστασης την προσεχή 15ετία. Πιστεύω ότι θα ληφθούν οπωσδήποτε μέτρα. Το ερώτημα είναι αν μπορούν να ληφθούν άμεσα τα μέτρα αυτά, γιατί αυτά θα αποδώσουν μετά από μία δεκαετία ή ακόμη και 15ετία. Και ως προς το ασφαλιστικό σύστημα ακόμη περισσότερο. Απαιτείται ένας συντονισμός κινήσεων και πολιτικών οι οποίες θα επιτρέψουν πρώτον τον επαναπατρισμό των νεότερων Ελλήνων που έφυγαν στο εξωτερικό και μάλιστα των πιο μορφωμένων. Δεύτερον η «επιδότηση», η προώθηση δηλαδή της γεννητικότητας των Ελλήνων και η δημιουργία δομών που θα εξασφαλίσουν τη φροντίδα των βρεφών και των παιδιών από γονείς οι οποίοι θα έχουν εργασία. Να μην είναι δηλαδή η γέννηση παιδιού απαγορευτική για την εργασία, ειδικά της μητέρας».
Ο κ. Καραϊτιανός έκανε ιδιαίτερη αναφορά και στο πώς μπορούν οι Έλληνες να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη:
«Πρέπει να καταβληθεί μία μεγάλη προσπάθεια στην προπαγάνδα υπέρ της μεσογειακής διατροφής, της σωματικής άσκησης και της εξάλειψης της παχυσαρκίας, ειδικά της παιδικής παχυσαρκίας, ούτως ώστε να έχουμε άτομα με καλύτερη φυσική κατάσταση και λιγότερες χρόνιες παθήσεις, οι οποίες δημιουργούν και ένα τεράστιο κόστος για το σύστημα υγείας και βεβαίως επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής των ανθρώπων στα προχωρημένα χρόνια. Πέραν όλων των άλλων, η ελληνική κοινωνία είναι μία κοινωνία η οποία αγαπά και φροντίζει να προστατεύει τα άτομα της τρίτης ηλικίας. Ο θεσμός της οικογένειας στη χώρα μας είναι πολύ σημαντικός για την προώθηση της υγιούς πνευματικής και ψυχικής διαβίωσης των ανθρώπων που θα οδηγήσει και σε καλύτερα αποτελέσματα από την πλευρά της φροντίδας όλων των ηλικιών και της ηλικιακής διαστρωμάτωσης της ελληνικής κοινωνίας. Νομίζω ότι ακόμη έχουμε αυτό το προνόμιο, που δεν το έχουν άλλοι, του θεσμού της οικογένειας που παίζει έναν καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ατόμων όλων των ηλικιών, από τα βρέφη και τα παιδιά μέχρι και τους ηλικιωμένους της τρίτης και της τέταρτης ηλικίας».