Υπάρχει καλός λόγος που αποκαλούν το Χονγκ Κονγκ «τσιμεντένια ζούγκλα», εκεί όπου άνθρωποι και κτίρια στοιβάζονται σε πολυσύχναστους δρόμους δημιουργώντας ένα μελίσσι που δεν είναι σίγουρα για τον καθένα.
Μέσα σε αυτή τη φριχτά πυκνοκατοικημένη δόμηση όμως ένα συγκρότημα πολυκατοικιών ξεχωρίζει, προκαλώντας ακόμα κι εδώ δέος με το μέγεθος αλλά και τις ανθρώπινες ζωές που συσσωρεύει τη μία πάνω στην άλλη, τη μία δίπλα στην άλλη.
«Κτίριο Τέρας» το αποκαλούν χαρακτηριστικά και είναι μάλιστα ένας από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς του Χονγκ Κονγκ. Περιλαμβάνεται σε κάθε τουριστικό οδηγό, αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σημεία της πόλης και είναι μια σωστή διασημότητα στο Instagram.
Γιατί; Ίσως γιατί λειτουργεί ως παράθυρο σε έναν τρόπο ζωής τόσο ξένο για τους δυτικούς τουρίστες. Ίσως πάλι γιατί συμπυκνώνει μέσα του όλη την απεραντοσύνη του πληθυσμού που συνωστίζεται εδώ. Ίσως τέλος γιατί μοιάζει με έναν «άλλο» ζωολογικό κήπο, καθώς σε φέρνει με επαφή με πλάσματα που ζουν κάπως αλλιώς.
Κι ας μοιάζει απλώς με ένα πολύχρωμο μωσαϊκό υφών, υλικών και ανθρώπων…
Το μαμούθ από μπετό του Χονγκ Κονγκ είναι ουσιαστικά πέντε συνδεδεμένοι πύργοι που χτίστηκαν ταυτοχρόνως τη δεκαετία του 1960, στα χρόνια της τρελής αύξησης του πληθυσμού. Αν σταθείς στην μπούκα του και σηκώσεις τα μάτια ψηλά, τα πελώρια κτίρια θα ακολουθήσουν το βλέμμα σου στις τρεις πλευρές, αφήνοντας μόνο ένα μικρό «Π» για να βλέπεις τον ουρανό.
Κάτι πραγματικά παράξενο συμβαίνει όμως εδώ. Την ώρα που αρχιτεκτονικώς μιλώντας το κτίριο είναι άσχημο και ολότελα εχθρικό στο μάτι και το μυαλό, παραμένει εντυπωσιακό σε όρους συμμετρίας και πυκνότητας. Χορταίνει σπίτια το μάτι δηλαδή την ώρα που σε πονά το κεφάλι όταν σκέφτεσαι πώς μπορεί να είναι η ζωή εδώ.
Το συγκρότημα βρίσκεται στον Κόλπο του Λατομείου, μια από τις πλέον πυκνοκατοικημένες συνοικίες του ανατολικού Χονγκ Κονγκ, εκεί όπου τα πάντα γκρεμίζονται για να χτιστούν ακόμα πιο ψηλά, ακόμα πιο πελώρια. Ακόμα κι έτσι όμως, τίποτα δεν είναι πιο στοιβαγμένο, πιο συμπυκνωμένο από το «Τέρας».
Οι πέντε πολυκατοικίες που απαρτίζουν το συγκρότημα έχουν δικά τους ονόματα (Oceanic Mansion, Fook Cheong Building, Montane Mansion, Yick Cheong Building και Yick Fat Building) και ανεγέρθηκαν γρήγορα-γρήγορα με γενναίες κρατικές δαπάνες για να προσφέρουν στέγη στους χαμηλού εισοδήματος ανθρώπους που κατέκλυζαν το Χονγκ Κονγκ.
Δημόσιες εργατικές πολυκατοικίες είναι ουσιαστικά και όσοι έμεναν εδώ είχαν καλή επιδότηση ενοικίου από το κράτος. Οι περισσότεροι ήταν εξάλλου πρόσφυγες από την Κίνα που έτρεχαν να σώσουν τις ζωές τους από το πολιτικό χάος της ενδοχώρας κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η αδιανόητη πληθυσμιακή αύξηση με τις μαζικές εισροές οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη έλλειψη στέγης στο Χονγκ Κονγκ. Για να γλιτώσει από τις παραγκουπόλεις που στήθηκαν στα περίχωρα, η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ εγκαινίασε ένα εκτεταμένο στεγαστικό πρόγραμμα προσφέροντας φτηνό νοίκι.
Και το εν λόγω «Τέρας» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των χαλεπών καιρών, αλλά και του επιτακτικού χαρακτήρα της δόμησής του: τα διαμερίσματα είναι ιδιαιτέρως μικρά και στοιβαγμένα σε θεόρατους πύργους, ιδιαίτερο γνώρισμα του αρχιτεκτονικού πραγματισμού και της λειτουργικής λιτότητας του μεταπολεμικού Χονγκ Κονγκ.
Το συγκρότημα αποτελεί λοιπόν ένα εξαίσιο δείγμα της κατασκευαστικής αυστηρότητας των 60s, έχοντας στη βάση του μια σωστή αγορά για να βρίσκουν οι κάτοικοι ό,τι χρειάζονται στην καθημερινότητά τους, αποφεύγοντας τις άσκοπες και κοστοβόρες μετακινήσεις: ψαράδικα, χασάπικα, μανάβικα, παντοπωλεία, είδη οικιακής χρήσης κ.λπ.
Παρά το γεγονός ωστόσο ότι το κτίριο έχει φωτογραφηθεί αβέρτα και κάθε τουρίστας έχει περάσει αναμφίβολα από δω, ελάχιστα είναι γνωστά για τα πώς και τα τι. Γνωστό έγινε εξάλλου μόνο μέσα από τα social media. Για τι άλλο θα μπορούσε να γίνει γνωστό;
«500-600 χιλιάδες δολάρια για να ζήσεις σε αυτό το νεκροταφείο;», είχε μιλήσει κάποια στιγμή σε ένα τοπικό Μέσο μια κάτοικος της γειτονιάς. Είχε μεγαλώσει εδώ όταν το Χονγκ Κονγκ είχε πιο πολλά εργοστάσια, πριν μετακινηθούν δηλαδή στην ενδοχώρα της Κίνας ή σε άλλα σημεία της νοτιοανατολικής Ασίας.
«Κι εγώ τουρίστρια είμαι πια εδώ», είχε πει για το γεγονός ότι σπανίως συναντούσες τουρίστα σε αυτή τη στριφνή και μουντή εργατική γειτονιά, πριν γίνει το «Κτίριο Τέρας» το μεγάλο φωτογραφικό αστέρι της πόλης. «Κτίριο Τέρας» το έλεγαν άλλωστε οι ίδιοι, και η συγκεκριμένη έσπαγε το κεφάλι της να καταλάβει γιατί συρρέουν εδώ όλοι αυτοί οι τουρίστες για να το θαυμάσουν. «Τι έχει για να θαυμαστεί;» μονολογούσε…
Εξαιτίας της αινιγματικής μαγείας που ασκεί στον επισκέπτη, το συγκρότημα έχει μετατραπεί σε πόλο έλξης των τουριστών που καταφτάνουν στο Χονγκ Κονγκ. Η αισθητικά εντυπωσιακή αρχιτεκτονική του με την πολύχρωμη συμμετρία το έχουν μετατρέψει σε ένα από τα πλέον πολυφωτογραφημένα σημεία της πόλης, ιδανικό για όσους δηλώνουν αστικοί εξερευνητές και Instagrammers.
«Θυμηθείτε», σημειώνουν με νόημα οι μεγαλύτεροι τουριστικοί οδηγοί του Χονγκ Κονγκ, «αυτή είναι μια ιδιωτική κατοικημένη περιοχή. Άνθρωποι ζουν σε αυτά τα διαμερίσματα και εσείς είστε ξένοι στην αυλή τους». Πέρυσι, τον Φεβρουάριο του 2018 συγκεκριμένα, στήθηκε και μια επιγραφή που καλούσε τον επισκέπτη να ζητά την άδεια των κατοίκων πριν πατήσει μανιασμένα το «κλικ».
Λίγο αργότερα η πινακίδα μιλούσε ρητά για απαγόρευση φωτογραφιών στο κτίριο και τους ανθρώπους του. Μια επισήμανση που οι περισσότεροι επιλέγουν πάντως να αγνοούν. «Είναι δημόσιος χώρος και δεν μπορούν να απαγορεύσουν τις φωτογραφίες», γράφει χαρακτηριστικά ένας online τουριστικός οδηγός του Χονγκ Κονγκ. Σημειώνοντας πάντως πως «μην παραμένετε στον χώρο περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται. Και να αγοράσετε κάτι από τα μαγαζάκια του ισογείου, μια κίνηση που θα εκτιμηθεί».
Πού θα ξαναβρούν εξάλλου καλύτερο σημείο οι τουρίστες για να απαθανατίσουν την περιβόητη αστική πυκνότητα του Χονγκ Κονγκ από τη δυστοπική αυτή μητρόπολη του παρελθόντος που στέκει ακόμα αγέρωχη με τα ξεθωριασμένα χρώματά της και την μπουγάδα να διαταράσσει μονίμως την αρμονία.
Ο τσιμεντένιος γίγαντας δεν θα μπορούσε να μην παίξει και στο σινεμά, αλίμονο. Έχει παρουσιαστεί σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια στο «Transformers 4: Εποχή αφανισμού» (2014) και το «Φάντασμα στο κέλυφος» (2017). Από τη σκηνή καταδίωξης στο «Transformers» έγινε εξάλλου δημοφιλές το κτίριο.
Αυτό που δεν μας είπε βέβαια το φιλμ είναι πως στα γυρίσματα είχαν γεμίσει τα μαγαζάκια του ισογείου με ανεμιστήρες και κλιματιστικά σώματα, θέλοντας να ρίξουν λίγο αέρα στο συνεργείο. Τόσο αποπνικτικά ήταν τα πράγματα.
Θα ήταν ποτέ δυνατόν να μην υπάρχει ένα διαμέρισμα του θεόρατου κτιρίου στην πλατφόρμα AirBnb; Έναντι 35 ευρώ τη διανυκτέρευση λοιπόν ο περιπετειώδης τουρίστας μπορεί να νοικιάσει ένα δωμάτιο σε ένα από τα διαμερίσματα του «κτήνους» και να ζήσει από πρώτο χέρι τη διαφορετική εμπειρία που προσφέρει.
Η τοποθεσία είναι άλλωστε εξαιρετική. Εδώ δεν θα βρεις τους γυάλινους ουρανοξύστες του κεντρικού τομέα με τα φανταχτερά νέον φώτα, τις υπερλούξ βιτρίνες και την περιβόητη κορυφογραμμή του Χονγκ Κονγκ. Εδώ θα συναντήσεις μόνο αυτή την «τσιμεντένια ζούγκλα» όπου ζουν γνήσια και ανόθευτα οι ντόπιοι.
Έστω κι αν στα μάτια κάποιων μοιάζει με φυλακή…