Κάθε κτίριο αυτής της άλλης πόλης ή μιας άλλης κρύβει τη δική του ιστορία. Ορισμένα από αυτά μάλιστα πέρα από τη δική τους, καταδική τους ιστορία, συνδέονται με την ιστορία της μιας ολόκληρης πόλης. Κάποιοι χαρακτηρίζουν ορισμένα από αυτά ιστορικά.
Κυρίως ίσως γιατί το «ιστορικός» σε κάποιες περιπτώσεις συγχέεται με το «ηλικιωμένος», με το «γηραιός» και λιγότερο γιατί το κτίριο έχει πραγματικές ιστορικές αναφορές στη διαδρομή του. Κυρίως πρόκειται για οικήματα που άντεξαν στο χρόνο, που δεν άφησαν τις ρωγμές στο σοβά τους να τα καταβάλουν, που σαν αιώνιοι νέοι πορεύτηκαν προς την αθανασία ανεπηρέαστοι από την ηλικία τους.
Ένα από αυτά είναι και το Μέγαρο Λόγγου της Θεσσαλονίκης. Για τους πολλούς είναι διάσημο ως το κόκκινο κτίριο της συμπρωτεύουσας. Βρίσκεται ακριβώς στο σημείο που ο πεζόδρομος της Αγίας Σοφίας συναντάει την Ερμού και ατενίζει την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Πολλά ακούστηκαν κατά καιρούς γι’ αυτό. Πολύ λιγότερα όμως από τα όσα ακούστηκαν, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Η αδιάψευστη πραγματικότητα γύρω από την ιστορία -και ενδεχομένως την ιστορικότητα- του κτιρίου είναι ότι κάποτε ανήκε σε έναν από τους προύχοντες μιας άλλης εποχής. Το παράγγειλε ο κτηματίας, Γρηγόρης Γαλάκης Λόγγος. Ο Λόγγος πέρα από άλλες οικονομικές και κοινωνικές του δραστηριότητες , υπήρξε μέτοχος στο πρώτο εργοστάσιο υφαντουργίας της Ελλάδας, που ίδρυσε στην Έδεσσα ο Ναουσαίος, Γρηγόρης Τσίτσης.
Για λόγους διευκόλυνσης της μνήμης και της χρήσης του ονόματος, επικράτησε η ονομασία «κόκκινο κτίριο», κάτι που δικαιολογείται από το υποκόκκινο χρώμα που του προσφέρουν τα κόκκινα τούβλα και τα κεραμικά στοιχεία από τα οποία κατασκευάστηκε.
Το επιβλητικό κτίριο ήταν σύμβολο οικονομικής ισχύος και κύρους, όπως συνέβαινε και συμβαίνει πάντοτε με τους ισχυρούς οίκους κάθε εποχής. Έτσι και τότε. Τίποτα ταπεινότερο, τίποτα στερούμενο μεγαλοπρέπειας δεν θα άρμοζε σε μία οικογένεια με το εκτόπισμα της οικογένειας Λόγγου. Την υλοποίηση του εγχειρήματος ανέλαβε ο ιταλός αρχιτέκτονας, Leonardo Gennari, και ο έλληνας μηχανικός, Π. Στάης. Η κατασκευή του μεγάρου ολοκληρώθηκε το 1926.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, στιγμάτισαν βαθιά την οικογένεια Λόγγου. Την αρχή της κατάρρευσης της κυριαρχίας της και την έξωσή της από το οικονομικό γίγνεσθαι της εποχής – και όχι μόνο – σηματοδότησε μία μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε σημαντικό μέρος των βιομηχανικών εγκαταστάσεων στο εργοστάσιο υφασμάτων της Νάουσας. Η ιστορία της οικογένειας σημαδεύτηκε από ιστορίες αυτοχειρίας, και σταδιακά το πολυόροφο για τα δεδομένα της εποχής οίκημα άρχισε να ερημώνει. Οι πρώτες ιστορίες που θα το συνόδευαν στα επόμενα χρόνια, ακόμα και σήμερα, άρχισαν να γεννιούνται. Ευφάνταστοι μυθοπλάστες της εποχής έκαναν λόγο για ένα κτίριο στοιχειωμένο από βρικόλακες και φαντάσματα.
Το κόκκινο κτίριο που μοιάζει ακόμα και σήμερα σχεδόν ανέγγιχτο από το χρόνο, βρίσκεται σε ένα από τα στρατηγικά σημεία της πόλης. Είναι χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο και το 2014 ο επιχειρηματίας, Ιβάν Σαββίδης, το απέκτησε σε συνδυασμό με την αγορά δύο ακόμα διατηρητέων της Θεσσαλονίκης, της Βίλας Μορπούγκο (οικία Ζαρντινίδη) και της Βίλας Αχμέτ Καπαντζή (κτίριο Πολιτιστικής Πρωτεύουσας).
Τα μοναδικά σημάδια που μαρτυρούν ότι το κτίριο είναι χρόνια εγκαταλελειμμένο, είναι τα κατεστραμμένα παντζούρια σε κάποια από τα παράθυρα. Αλλού, σαν να μην πρόλαβε ο τελευταίος ένοικος να κατεβάσει το παντζούρι, τα τζάμια έμειναν ακάλυπτα. Πολλές από τις τζαμένιες επιφάνειες του γωνιακού οικοδομήματος έχουν τρύπες στο κέντρο τους, ταλαιπωρημένα από τα καμώματα του χρόνου, απροστάτευτα και ακατοίκητα για σχεδόν 80 χρόνια.
Ένα μόνο μέρος του κτιρίου αξιοποιείται αυτή τη στιγμή. Στην πλευρά που βλέπει την Αγίας Σοφίας βρίσκεται η μπυραρία «Το Κουρδιστό Γουρούνι». Και ακριβώς δίπλα, στη γωνία που ενώνει την Αγίας Σοφίας με την Ερμού φιλοξενείται η μπουτίκ του ΠΑΟΚ. Σουβενίρ στα ασπρόμαυρα, κασκόλ, παπούτσια, κάλτσες και ότι άλλο μπορεί να συνοδεύει την παοκτσίδικη οπαδική φρενίτιδα, αναπαύονται στις βιτρίνες του καταστήματος.
Πιο παλιά, εκεί που βρίσκεται σήμερα το «Κουρδιστό Γουρούνι», τη θέση του καταλάμβανε ο «Ερμής». Το σημείο συνάντησης των μορφωμένων και έγκριτων κυρίων της εποχής. Καθηγητές, δάσκαλοι και συνταξιούχοι της εποχής μαζεύονταν στον Ερμή για τα «καθ’ ημάς».
Ένα από τα απροσδόκητα που συνοδεύουν την πορεία του οικήματος Λόγγου είναι επίσης η χρεοκοπία της κατασκευάστριας εταιρείας με τίτλο «Ανώνυμος Οικοδομική Εταιρεία Νέων Χωρών». Χρεοκοπία που συνέπεσε με την ολοκλήρωση της κατασκευής του κόκκινου κτιρίου.
Για την απόκτησή του χρειάστηκαν μακροχρόνιες διατυπώσεις. Συνολικά ο όμιλος Σαββίδη δαπάνησε σχεδόν τρία χρόνια έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο για την απόκτηση του διατηρητέου.
Το ποσό που διατέθηκε, υπολογίζεται ότι ανήλθε περίπου στα 4 εκατ. ευρώ για την αγορά του, ενώ ακόμα τόσα εκτιμάται ότι θα χρειαστούν για την αναστύλωση και τη ριζική ανακαίνιση του κτιρίου, για να μπορέσει να στεγάσει τα γραφεία που σχεδιάζει να δημιουργήσει ο ομογενής επιχειρηματίας στην περιοχή.