Τις τελευταίες μέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια ομάδα παρακμασμένων αριστοκρατών αποσύρονται σε ένα κάστρο με ένα μάτσο νεαρά αγόρια και κορίτσια.
Ο στόχος τους προφανής από την αρχή: να μετατρέψουν τα παιδιά σε υποχείρια των άνομων και ακόλαστων ορέξεών τους.
Καλωσορίσατε στην επικράτεια του «Σαλό», της ταινίας-γροθιάς στο στομάχι και το πρόσωπο. Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι πήρε το 1975 τις πορνογραφικές «120 Μέρες στα Σόδομα» του μεγάλου υμνητή της διαστροφής Μαρκησίου Ντε Σαντ και τις μετέφερε σε ένα συγκεκριμένο ιταλικό περιβάλλον.
Με την παρέμβασή του αυτή και μόνο, το διεστραμμένο διαμαντάκι του «θείου μαρκήσιου» μεταμορφώθηκε σε ένα αντιφασιστικό έπος κολοσσιαίων διαστάσεων. Όσα θα δει ο θεατής στο πανί και θα σκίσουν ενδεχομένως τα μάτια του εκτυλίσσονται στη Δημοκρατία του Σαλό, το φασιστικό κρατίδιο της Βόρειας Ιταλίας.
Εκεί θα μαζευτεί αυτή η διεστραμμένη παρέα των τεσσάρων ανώτατων αξιωματούχων, που εκπροσωπούν τις βασικές μορφές εξουσίας, επιλέγοντας με ιδιαίτερο μέλημα και φροντίδα τους ανθρώπους που θα τους συνοδεύσουν στην απομονωμένη βίλα. Σε αυτή την έπαυλη των περασμένων μεγαλείων θα ανοίξουν και θα κλείσουν τρεις κύκλοι βίας και σεξουαλικής παρέκκλισης. Και μετά… τίποτα.
Κινηματογραφικά, γιατί εξωκινηματογραφικά έγινε από την αρχή ο κακός χαμός, με τις επιτροπές λογοκρισίας να σπεύδουν να απαγορεύσουν το φιλμ, εμφανίζοντας ωστόσο μια πρόδηλη αμηχανία. Πορνογράφημα δεν ήταν, παρά το γυμνό με το τσουβάλι και τις διεστραμμένες σκηνές σεξ που θα ντρόπιαζαν ακόμα και τον θρυλικό «Καλιγούλα».
Ταυτοχρόνως, ήταν και το δυνατό πολιτικο-κοινωνικό μήνυμα της ταινίας που δεν μπορούσε να κρυφτεί. Ακόμα και οι κοινωνίες δεν ήξεραν πώς να την υποδεχτούν. Χλιαρές αντιδράσεις δεν συνάντησε ωστόσο πουθενά: ή θα λάτρευαν ή θα τη μισούσαν. Ή θα την αποθέωναν ή θα τη χαντάκωναν.
Σήμερα το «Σαλό» στέκει σε ένα ιδιαίτερο βάθρο ως μια από τις πλέον ιδιοσυγκρασιακές ταινίες του κινηματογράφου. Αριστούργημα ολκής για τη θεωρία του κινηματογράφου, από τις σπουδαιότερες ταινίες που έγιναν ποτέ για τους περισσότερους θεσμούς και ενώσεις, δεν λείπουν φυσικά και εκείνες οι φωνές που το καταδίκασαν και συνεχίζουν να το κάνουν με μια πολεμική που δεν λέει να κοπάσει.
Ήταν όμως και το άλλο, για όσους αρέσκονται σε τραγικές συμπτώσεις και ύποπτες συνδέσεις. Πως το «Σαλό» έμελλε να είναι η τελευταία ταινία του μεγάλου Παζολίνι, καθώς δολοφονήθηκε τρεις βδομάδες πριν βγει η ταινία στις αίθουσες (και απαγορευτεί μετά).
Ακόμα και σήμερα δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται πως ο σκηνοθέτης πλήρωσε με τη ζωή του το ανηλεές αυτό ξεγύμνωμα του φασισμού και της ηθικής του. Ένας άνθρωπος εξάλλου που ήταν διαχρονικά στο στόχαστρο της ακροδεξιάς και του παρακράτους, δεν αποκλείεται καθόλου να υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη με το άκρως πολιτικό χρονικό του σαδομαζοχισμού.
Η δολοφονία του μπορεί να ήταν πράγματι ένα τραγικό σεξουαλικό έγκλημα. Πιθανότατα όμως κουκουλώθηκε ως τέτοιο…
Η δράση της ταινίας τοποθετείται στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου, στο σύντομο χρονικό διάστημα που έζησε η φασιστική Δημοκρατία του Σαλό, μια πόλη του ιταλικού Βορρά που αποτέλεσε το επίκεντρο της κατ’ επίφαση Ιταλικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Μπενίτο Μουσολίνι (1943-1945).
Όταν η Ιταλία έπεσε στα χέρια των Συμμάχων το 1943, ο «Ντούτσε» τοποθετήθηκε από τους συμμάχους του Γερμανούς στο κρατίδιο-μαριονέτα, μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος το 1945 και τη δολοφονία του φασίστα ηγέτη. Εκεί θα δώσουν το σατανικό ραντεβού τους τέσσερις διεφθαρμένοι φασίστες αξιωματούχοι, που θα αρπάξουν 18 εφήβους ώστε να τους υποβάλλουν σε τέσσερις μήνες ακραίας βίας, φριχτών βασανιστηρίων, σεξουαλικών εγκλημάτων και φόνων τελικά.
Όσα διεστραμμένα θα περάσει η ομάδα των παρθένων αγοριών και κοριτσιών στο απομονωμένο αυτό παλάτι χωρίζονται σε τρεις κύκλους (συν έναν, την εισαγωγή), με το όνομα του καθενός να αποκαλύπτει και τη φρίκη που φιλοξενεί: ο Κύκλος της Μανίας, ο Κύκλος των Κοπράνων και ο Κύκλος του Αίματος.
Το «Σαλό» θα ήταν μέρος της νέας τριλογίας του ποιητή, διανοούμενου και κινηματογραφιστή Πιερ Πάολο Παζολίνι, έμελλε ωστόσο να είναι η τελευταία του ταινία. Ελεύθερη διασκευή του βλάσφημου και ακραίου πορνογραφήματος του Μαρκήσιου ντε Σαντ, η κινηματογραφική εκδοχή ήταν μια βαθύτατα πολιτική ταινία μασκαρεμένη πίσω από φόρμες που σοκάρουν.
Για τον μαρξιστή Παζολίνι εξάλλου ο φασισμός δεν τέλειωσε το 1945, απλώς το καθεστώς άλλαξε μορφή. Μια πραγματικότητα υπαρκτή το 1975 στην Ιταλία, με το παρακράτος να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην τοπική κοινωνία. «Αν διάλεξα να είμαι κινηματογραφιστής», έλεγε χαρακτηριστικά, «και όχι μόνο συγγραφέας, είναι επειδή προτίμησα αντί να εκφράζω την πραγματικότητα με σύμβολα, όπως είναι οι λέξεις, να εκφράζω, μέσω του κινηματογράφου, την πραγματικότητα με πραγματικότητα».
«Οι ήρωες της ταινίας», συνεχίζει ο Παζολίνι, «συμπεριφέρονται στα θύματά τους ακριβώς όπως οι ναζί και οι φασίστες συμπεριφέρονταν στα δικά τους: τα θεωρούν αντικείμενα μέσα στα χέρια τους και καταστρέφουν a priori κάθε δυνατότητα ανθρώπινης σχέσης μαζί τους».
Και πράγματι η κάμερα του Παζολίνι καταγράφει τα τραγικά τεκταινόμενα με την αδυσώπητη ψυχρότητα ενός αόρατου παρατηρητή. Δεν παίρνει θέση, δεν δραματοποιεί, δεν κρίνει, αφήνοντας τον θεατή να μετατραπεί κι αυτός σε δεσμώτη (ή θύτη;) του αναπόδραστου μαρτυρίου της οθόνης.
Το ανοσιούργημα του Μαρκησίου έχει ωστόσο εδώ μια καταλυτική διαφορά: το πολιτικό προκείμενο. Ο Παζολίνι προσέθεσε στην αχρεία εξίσωση τον παράγοντα εξουσία, μιλώντας πια για κάτι ολότελα διαφορετικό. Και εξόχως ανθρώπινο. Το «Σαλό» μεταμορφώνεται έτσι σε μια φιλοσοφική πραγματεία περί αβύσσου της ψυχής αλλά και της διασύνδεσής της με τις συνθήκες και τους ρόλους που απονέμει η εξουσία.
Ο φασισμός δεν είναι ιστορικό απολειφάδι, τον ακούμε να μας λέει και να δικαιώνεται δυστυχώς από τη σταθερή άνοδο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς τα τελευταία χρόνια: «Ο σκοπός [της ταινίας] δεν περιορίζεται σε μια καθορισμένη ιστορική περίοδο. Ο λόγος της ταινίας αφορά και το παρόν».
Ο φασισμός ενυπάρχει μέσα μας και απελευθερώνεται όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Αυτό μας λέει με την πολιτική του αλληγορία ο μεγάλος ιταλός διανοούμενος, κάνοντας αυτή την ιδιαίτερη ανατομία της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης ανατριχιαστικά επίκαιρη. Υπάρχεις στον κόσμο, θα μας έλεγε αν τον ρωτούσαμε, για να σε κακοποιούν, να σε εξευτελίζουν και να γεύεσαι ακαθαρσίες. Κι αυτό γιατί είσαι στο επέκεινα της εξουσίας, μακριά από τα κέντρα των αποφάσεων. Ο Παζολίνι, μαέστρος του επιθετικού σινεμά που δεν χαϊδεύει συνειδήσεις, ήξερε μάλιστα εκ των προτέρων πώς θα αντιδρούσε το κοινό που θα ξεβολευόταν από την αποβλακωτική καθημερινότητά του:
«Η επιδίωξή μου είναι να εξοργίσω, να θυμώσω τον θεατή. Στην αρχή θα στραφεί εναντίον της ταινίας, εναντίον μου. Ύστερα θα πει πως πρόκειται για πορνό. Αυτό είναι μια βολική εξήγηση. Μερικοί όμως μπορεί να ξανασκεφτούν. Ο φασισμός δεν καίει μόνο σάρκες. Μας σπρώχνει στον ολοκληρωτικό αφανισμό».
Αυτό είναι το «Σαλό», ένα αβάσταχτα ειλικρινές πορτρέτο της εξουσίας, της εξουσίας που είναι υπεράνω κριτικής και ελέγχου. Ο κάτοχός της είναι πάνω από τον νόμο και την τρέχουσα ηθική, επιμένει ο Παζολίνι, βάζοντας μάλιστα έναν από τους φασίστες βασανιστές της ταινίας να ισχυριστεί πως «εμείς οι φασίστες είμαστε οι μόνοι πραγματικοί αναρχικοί»…
Σάλος! Σόκαρε και τρόμαξε πολύ τον κόσμο αυτή η ωμή έκθεση της θηριωδίας, αυτή η διαπεραστική έκρηξη μιας αλήθειας που καλύτερα να μην αντίκριζε ποτέ το κοινό. Τα σκληρά σεξουαλικά βασανιστήρια, η κοπροφαγία και η ανείπωτη βία παραήταν πολλά και δυσβάσταχτα για τον θεατή. Ακόμα και η μουσική του Ένιο Μορικόνε περνά εδώ σε δεύτερη μοίρα, σχεδόν δεν την ακούς μέσα στην εκκωφαντική σιωπή του σαδισμού.
Το «Σαλό» έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Παρισιού στις 23 Νοεμβρίου 1975, τρεις βδομάδες μετά τη δολοφονία του Παζολίνι. Στη χώρα του η ταινία απαγορεύτηκε αρχικά, επιτράπηκε να παιχτεί τον Δεκέμβριο του 1975, τρεις βδομάδες όμως μετά (Ιανουάριος του 1976) απαγορεύτηκε οριστικά.
Τα διεθνή δικαιώματα διανομής απέκτησε η United Artists, που κατάφερε να την παίξει στις ΗΠΑ για μερικές μόνο εβδομάδες στα τέλη του 1977 και περιορισμένο αριθμό αιθουσών. Οι περιπέτειες με την προβολή της είναι ίσως εξίσου θρυλικές με την ίδια την ταινία. Αρκεί να πούμε ότι στις περισσότερες χώρες απαγορεύτηκε για την ηδονική παρουσίαση των βιασμών, των βασανιστηρίων και των φόνων και σε κάποιες μάλιστα χώρες παραμένει σε καθεστώς απαγόρευσης προβολής ακόμα και σήμερα, τον 21ο αιώνα!
Στις περισσότερες γωνιές των χωρών της Δύσης παίχτηκε πειρατικά, όπως στη Βρετανία το 1977, σε έναν κινηματογράφο. Πότε επιτράπηκε να προβληθεί στην Αγγλία χωρίς μοντάζ των επίμαχων σκηνών; Το 2000! Οι περιπέτειες του «Σαλό» δεν κόπασαν ούτε στα νεότερα χρόνια. Στην Αυστραλία, για παράδειγμα, επιτράπηκε να προβληθεί για πρώτη φορά το… 2008. Δεν παίχτηκε όμως και πάλι, καθώς η απόφαση ανατράπηκε άρον-άρον στο δικαστήριο.
Το 1994, αναφέρουμε ενδεικτικά, ένας μυστικός αστυνομικός στο Σινσινάτι του Οχάιο νοίκιασε την ταινία από ένα βιβλιοπωλείο και συνέλαβε αμέσως τους ιδιοκτήτες. Στην υπεράσπισή τους στη δίκη, οι βιβλιοπώλες είχαν και μια επιστολή υπογεγραμμένη από τον Μάρτιν Σκορσέζε και άλλους σημαντικούς αμερικανούς δημιουργούς και ανθρώπους του πνεύματος που υπεραμύνονταν της καλλιτεχνικής αρτιότητας του φιλμ.
Το «Σαλό» παραμένει εντελώς ακατάλληλο για ανήλικους ενήλικες, όπως είχε πει παροιμιωδώς ο Βασίλης Ραφαηλίδης, όσους επιμένουν να βλέπουν δηλαδή τη νοσηρότητα της ταινίας και να χάνουν την ουσία, τη διεισδυτική αυτή σπουδή πάνω στη σχέση ενστίκτων και ολοκληρωτικής εξουσίας.
Ενοχλητικό ναι, αλλά εξαιρετικά απαραίτητο…