Ως ένας από τους κορυφαίους κινηματογραφικούς (και όχι μόνο) συνθέτες του καιρού μας, ο Μορικόνε έχει εκτοξευτεί ταυτοχρόνως και σε έναν από τους σπουδαιότερους μουσικούς όλων των εποχών.
Μπορεί βέβαια η αλήθεια αυτής της δήλωσης να μένει έκθετη, καθώς αυτά είναι πράγματα εν πολλοίς υποκειμενικά, το αντικειμενικό ωστόσο της πρότασης παραμένει, καθώς είναι μετρήσιμο: ο ιταλός μαέστρος έγραψε 500 περίπου σάουντρακ (κινηματογραφικά και τηλεοπτικά) και περισσότερα από 100 έργα «καθαρής» μουσικής!
Ένα ογκωδέστατο μουσικό corpus δηλαδή που και πρωτοφανές είναι και ασυνήθιστο, παρά τα 50 και πλέον χρόνια που δραστηριοποιείται ο Μορικόνε μουσικά!
Κι αν οι περισσότεροι τον ξέρουν από τα μουσικά θέματα των δημοφιλέστατων σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, ο ίδιος έχει δίκιο όταν παραπονιέται πως «αναλογικά με τον όγκο του έργου μου, δεν νομίζω ότι έχω γράψει μουσική για πολλά γουέστερν». Κι αυτό γιατί ανήκει στη σπάνια αυτή κατηγορία των κινηματογραφικών μουσικοσυνθετών τα σάουντρακ των οποίων μπορούμε να τα απολαύσουμε όχι μόνο παρακολουθώντας τις ταινίες, αλλά και εκτός κινηματογραφικού πανιού.
Οι μελωδίες του, παρά το γεγονός ότι διαφέρουν καθοριστικά η μία από την άλλη, φέρουν πάνω τους την απολύτως αναγνωρίσιμη σφραγίδα του, αν και ο ίδιος ισχυρίζεται ότι «δεν ακούω ποτέ δική μου μουσική».
Κι αν πολλές φορές έχεις την αίσθηση ότι η μουσική του Μορικόνε κάνει κύκλους και σχεδόν επαναλαμβάνεται, ο ίδιος το ξεκαθαρίζει: «H επανάληψη δεν έχει σχέση. Το στιλ είναι που καθορίζει τη φυσιογνωμία του μουσικού. Αν κάποιος ακούσει Μπαχ, τον αναγνωρίζει αμέσως γιατί έχει το δικό του στιλ. Άλλωστε, ακόμη και ο Μπαχ επαναλαμβανόταν στη μουσική του».
Όταν μιλάμε λοιπόν για αριστουργηματική μουσική που σφράγισε τις ταινίες για τις οποίες φτιάχτηκε, ένα όνομα έρχεται αβίαστο στο μυαλό: ο Ένιο Μορικόνε, που αφιερώθηκε με θρησκευτική ευλάβεια στη δουλειά του εδώ και δεκαετίες, καλύπτοντας με την πλούσια εκφραστική του γκάμα πολλά και διαφορετικά κινηματογραφικά είδη με τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Και συνεχίζει δυναμικά…
Πρώτα χρόνια
Ο Ένιο Μορικόνε γεννιέται στις 10 Νοεμβρίου 1928 στη Ρώμη, ως γιος μουσικού και τρομπετίστα της τζαζ. Με τη μουσική να κυλά πραγματικά στις φλέβες του, ο πιτσιρικάς γράφει τις πρώτες του συνθέσεις σε ηλικία 6 ετών, κάτω από τις αδιάκοπες παραινέσεις (και το καμάρι φυσικά) του πατέρα του να συνεχίσει την καλή δουλειά!
Ανακαλύπτοντας τη μουσική του κλίση ήδη από μικρός και θέλοντας να ακολουθήσει τα πατρικά χνάρια στην τρομπέτα, γράφεται στο ωδείο από την ηλικία των 9 ετών και στα 12 του (1940) παρακολουθεί πια το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αρμονίας ανελλιπώς. Ο κύκλος της προπαρασκευής διαρκεί κανονικά 4 χρόνια, αν και το μουσικό ταλέντο ολοκληρώνει την εκπαίδευση μόλις σε 4 εξάμηνα!
Ήταν όμως τα ταραγμένα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου με τους βομβαρδισμούς να είναι πια καθημερινοί, ενώ όπως δήλωσε αργότερα ο ίδιος, αυτό που θυμάται κυρίως από την εποχή ήταν η πείνα. Ο πόλεμος όμως και τα όσα ζοφερά εκτυλίχθηκαν εκεί θα επηρεάσουν αργότερα τη μουσική του σε πολεμικές ταινίες εποχής.
Ολοκληρώνοντας το σχολείο, συνέχισε να σπουδάζει μουσικά περνώντας πια στην κλασική σύνθεση. Το 1946 έλαβε το δίπλωμά του στην τρομπέτα και την ίδια χρονιά συνθέτει το «Il Mattino» για πιάνο. Το 1947 θα έρθει η πρώτη του μεγάλη σύνθεση, το «Imitazione», πάλι για πιάνο και φωνή, και αμέσως μετά το «Intimita».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Μορικόνε θα αρχίσει να γράφει μουσική για ραδιοφωνικά προγράμματα, κυρίως θεατρικά έργα προσαρμοσμένα στις ανάγκες του ραδιοφώνου. Παρά ταύτα, συνεχίζει να δημιουργεί κλασικές συνθέσεις, καθώς την ενορχήστρωση κομματιών για το ράδιο την έκανε αποκλειστικά και μόνο για βιοποριστικούς σκοπούς.
Ταυτοχρόνως, συνεχίζει να μαθαίνει μουσική μέχρι και το 1954, καθώς ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένος με τη γνώση που είχε αποκομίσει, παρά τα διπλώματά του που γέμιζαν πια έναν τοίχο. Από το 1955 θα περάσει στη μουσική του κινηματογράφου, σκαρώνοντας ωστόσο μελωδίες για λογαριασμό άλλων και καταξιωμένων ιταλών συνθετών, καθώς δεν ήθελε να φαίνεται το όνομά του. Συχνό ήταν επίσης το φαινόμενο να υπογράφει τα πρώτα αυτά κινηματογραφικά σάουντρακ με ψευδώνυμο (Dan Savio ή Leo Nichols).
Την εποχή αυτή θα ασχοληθεί και με πειραματικούς ήχους, ενώνοντας τις δυνάμεις του με την ιταλική μουσική πρωτοπορία. Αυτές οι συνθέσεις κυκλοφόρησαν αργότερα στον δίσκο «Ut», που τον έκανε όνομα στην ιταλική αβαν-γκαρντ σκηνή…
Πρώτες «λαϊκές» συνθέσεις
Στις 13 Οκτωβρίου 1956, ο Μορικόνε παντρεύτηκε τη Maria Travia και υποδέχτηκε στη ζωή του τον πρώτο του γιο την επόμενη χρονιά. Οι βιοποριστικές ανάγκες είχαν πια αυξηθεί και η σοβαρή (κλασικής υφής) σύνθεση δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει τα προς το ζην ούτε βέβαια και το μεροκάματό του ως τρομπετίστας σε κλαμπ της Ρώμης αλλά και μέλος συγκροτήματος.
Αναλαμβάνει λοιπόν θέση ενορχηστρωτή στο δίκτυο RAI (1958) αλλά και στη δισκογραφική εταιρεία RCA, με το κομμάτι του «Se telefonando» να γνωρίζει πρωτόγνωρη επιτυχία!
Με ώθηση πλέον από το χιτ που είχε γράψει, ρίχτηκε με τα μούτρα στην «ποπ» (για τον κλασικό αυτό συνθέτη!) μουσική, γράφοντας σε όλη τη δεκαετία του 1960 δημοφιλή κομμάτια για μια σειρά μουσικούς, όπως οι Milva, Gianni Morandi, Paul Anka, Amii Stewart και Mireille Mathieu…
Η μοιραία συνάντηση με τον Σέρτζιο Λεόνε
Άσος πια στις επιτυχίες και τις προτιμήσεις του κόσμου, καθώς η θητεία του στην RCA αποδείχτηκε πολύτιμη, ο Μορικόνε αποφάσισε να κάνει στροφή σε έναν περιορισμένο μεν μουσικά κλάδο, ιδιαιτέρως επικερδή δε: τη μουσική για το σινεμά.
Είμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και έχει γράψει ήδη μουσική για μια σειρά ταινιών περιορισμένης εμβέλειας, που πέρασαν (τόσο η μουσική του όσο και τα φιλμ) στα «ψιλά». Ήταν ωστόσο ο καινοτόμος τρόπος που ενορχήστρωσε ένα παραδοσιακό αμερικανικό τραγούδι της φολκ που θα έκανε τον συμπατριώτη του Σέρτζιο Λεόνε να τον προσέξει.
Ο Λεόνε γύριζε τότε το «Για μια Χούφτα Δολάρια» (1964) και προσέλαβε διστακτικά τον συνθέτη να του γράψει τη μουσική. Είχε μάλιστα πολύ μικρό budget στη διάθεσή του, έπρεπε λοιπόν να ξεχάσει πολυπρόσωπες ορχήστρες και να σκαρώσει μουσική σε νέα και φτωχικά πλαίσια, ξεχνώντας αυτά που άκουγε στα αμερικανικά γουέστερν του Τζον Φορντ.
Ο Μορικόνε χρησιμοποίησε ιδανικά και κωμικά μια σειρά από ηχητικά εφέ (σφαίρες, ήχους μαστιγίων κ.λπ.) για να υπογραμμίσει τη δράση, που έκαναν μεν το σάουντρακ να μοιάζει αρκετά περίεργο, τόνιζε ωστόσο το σκηνοθετικό όραμα του Λεόνε. Ήταν η αρχή μιας συνεργασίας που θα γινόταν θρυλική (στην ταινία υπογράφει μάλιστα τη μουσική ως Dan Savio)!
Ο Μορικόνε έγραψε κατόπιν μουσική για 40 γουέστερν, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν σπαγγέτι. Ξεχωρίζουν τα «For a Few Dollars More» (1965), «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» (1966) και το «Μια Φορά κι έναν Καιρό στη Δύση» (1968), σε μια σπάνια συνεργασία σκηνοθέτη-μουσικού που έμεινε θρυλική από κάθε άποψη!
Ο Μορικόνε συνέχισε να παράγει μουσική για σπαγγέτι γουέστερν μέχρι και το «Buddy Goes West» του 1981, παραμένοντας ο γνωστότερος και καλύτερος συνθέτης του είδους, αυτός που έδωσε την ιδιαίτερη ηχητική ταυτότητα του κινηματογραφικού genre…
Αμέτρητα πραγματικά σάουντρακ
Μπορεί να τον έχουμε ταυτίσει με τα σπαγγέτι γουέστερν, ήδη όμως από τη δεκαετία του 1960 η μουσική του για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος ήταν ένα μικρό μόνο κλάσμα της παραγωγικότατης δουλειάς του για το σινεμά.
Από το 1968 μάλιστα, όταν οι παραγγελίες και τα κινηματογραφικά συμβόλαια άρχισαν να πέφτουν βροχή, ο Ένιο αναγκάστηκε να αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά στα σάουντρακ, καθώς είχε πια να γράψει μουσική για περισσότερες από 20 ταινίες τον χρόνο!
Κι έτσι έγραψε από ψυχεδελική μουσική για τις ταινίες του Μάριο Μπάβα, τρομακτικά θέματα για σειρά ταινιών του Ντάριο Αρτζέντο, υπόκρουση σε αστυνομικές ταινίες και φιλμ επιστημονικής φαντασίας, κυριολεκτικά για τα πάντα, από κωμικές και δραματικές μέχρι πολιτικές και σινεφίλ ταινίες. Δεν είναι φυσικά δυνατό να τις αναφέρουμε όλες, θα σταθούμε ωστόσο σε μια σειρά από μνημειώδεις συνθέσεις για το σινεμά.
Αφού συνεργάστηκε στο αξιομνημόνευτο «Sacco e Vanzetti» του 1971 με τον θρυλικό αμερικανό τραγουδιστή της φολκ Joan Baez, έλαβε το 1979 την πρώτη υποψηφιότητά του για Όσκαρ για το σάουντρακ του «Days of Heaven» του Τέρενς Μάλικ, τη δεύτερη για το «The Mission» του Roland Joffe (1986), την τρίτη για τους «Untouchables» (1987) του Μπράιαν ντε Πάλμα, την τέταρτη για το «Bugsy» του Μπάρι Λέβινσον (1991) και την τελευταία το 2001 για τη «Malena» του Τζουζέπε Τορνατόρε (μόνιμου συνεργάτη του). Ακόμα και τη μουσική για το φιλμ τρόμου «The Thing» (1982) του Τζον Κάρπεντερ έφτιαξε!
Όπως έχει πει και ο Μπερτολούτσι, «στο γύρισμα της δεκαετίας του ‘70, ήταν πολύ δύσκολο να βρεις αξιόλογη ιταλική ταινία τη μουσική της οποίας να μην έχει γράψει ο Μορικόνε». Κι αυτό γιατί συνεργάστηκε πραγματικά με όλους τους κορυφαίους ιταλούς σκηνοθέτες…
Σημαντική είναι και η δουλειά του για την τηλεόραση, για χάρη της οποίας έγραψε από μουσική τίτλων μέχρι και ποικιλία εκπομπών, ντοκιμαντέρ και τηλεταινιών. Μέχρι και στη γιαπωνέζικη τηλεόραση εμφανίστηκε το όνομά του…
Περιοδείες και βραβεία
Από το 2001, ο Μορικόνε περιόδευσε εκτεταμένα στον κόσμο δίνοντας συναυλίες και τη δυνατότητα στο παγκόσμιο κοινό του να απολαύσει τις μουσικές του ζωντανά, τόσο τα κινηματογραφικά του σάουντρακ όσο και τις κλασικές συνθέσεις του. Έχει εμφανιστεί κυριολεκτικά στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη (και δύο φορές στη χώρα μας).
Το 2007 έλαβε τιμητικό Όσκαρ για την αναντίρρητη συνεισφορά του στο σινεμά, καθώς όπως είπαμε τα σάουντράκ του ανέρχονται στα 500! Το βραβείο τού το απένειμε ο Κλιντ Ίστγουντ, βασικός συντελεστής στα σπαγγέτι γουέστερν του Λεόνε, ο οποίος δεν είχε δει τον παλιό του συνεργάτη εδώ και 40 χρόνια. Παρά το γεγονός ότι είχε προταθεί 5 φορές για το χρυσό αγαλματίδιο, ο Μορικόνε δεν το απέσπασε ποτέ.
Βέβαια, έχει τιμηθεί 5 φορές με το βραβείο BAFTA, έχει πάρει δύο Χρυσές Σφαίρες, ένα Γκράμι και Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία για τη συνολική προσφορά του (1995). Η Γαλλία του έχει απονείμει το παράσημο του Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών το 1992, ενώ το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών τον τίμησε το 2003 με το Χρυσό Βραβείο του ως πρέσβη του ιταλικού πολιτισμού…
Προσωπική ζωή και πρόσφατη δραστηριότητα
Ο Μορικόνε είναι παντρεμένος από το 1956 με τη Maria Travia, η οποία έχει γράψει στίχους σε αναρίθμητες συνθέσεις του μεγάλου μαέστρου. Το ζευγάρι έχει αποκτήσει τρεις γιους και μία κόρη.
Ο Ένιο Μορικόνε έχει πουλήσει περισσότερους από 50 εκατομμύρια δίσκους διεθνώς, στους οποίους περιλαμβάνονται τα 6,5 εκατ. αντίτυπα που αγοράστηκαν στη Γαλλία και τα 2 εκατ. δίσκοι που απέκτησε το κοινό της Κορέας! Η μουσική του πραγματικά δεν έχει σύνορα…
Στις τελευταίες του δουλειές περιλαμβάνεται η ενορχήστρωση που έκανε στο κομμάτι του Μόρισεϊ «Dear God Please Help Me» (από τον δίσκο «Ringleader of the Tormentors» του 2006).
Ο Κουέντιν Ταραντίνο τον ήθελε να του γράψει τη μουσική στο «Άδωξοι Μπάσταρδη», αν και ο συνθέτης αρνήθηκε καθώς δεν θα προλάβαινε λέει τον καταιγιστικό ρυθμό της παραγωγής. Ο Ταραντίνο χρησιμοποίησε ωστόσο στο σάουντρακ της ταινίας παλιότερες επιτυχίες του ιταλού μαέστρου.
Αντ’ αυτού, ο Μορικόνε ξανασυνεργάστηκε με τον παντοτινό του φίλο και μόνιμο κινηματογραφικό του συνεργάτη, τον Τζουζέπε Τορνατόρε, στο σχετικά πρόσφατο «Baaria: Η Πόλη του Ανέμου» (2009), συνεχίζοντας να γράφει μουσική τόσο για το σινεμά όσο και την υστεροφημία του…
Σήμερα, στα 85 του χρόνια αισίως, παραμένει εξίσου δημιουργικός και εργατικός όπως πάντα, αφήνοντας έκπληκτο τον πλανήτη να απαριθμεί τα αριστουργήματά του…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr