«Κυρίες και κύριοι, τον πιάσαμε». Με τη φράση αυτή επιβεβαίωσε ο αμερικανός προσωρινός διοικητής του Ιράκ, Πολ Μπρέμερ, τη σύλληψη του πρώην ηγέτη της χώρας, Σαντάμ Χουσεΐν. Ήταν Δεκέμβριος του 2003 και τον Μάρτιο του ίδιου έτους είχε προηγηθεί η εισβολή στο Ιράκ που ανέτρεψε την κυβέρνηση. Αμέσως ξεκίνησε ένα ανθρωποκυνηγητό με στόχο τον δικτάτορα που μετατράπηκε στο Νο 1 εχθρό της Δύσης.
Με την εισβολή, ο Σαντάμ Χουσεΐν διέφυγε από τη Βαγδάτη όταν η πρωτεύουσα έπεσε στα χέρια των εχθρών του. Εννέα μήνες αργότερα, σε μια επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Κόκκινη Αυγή», αμερικανοί στρατιώτες εντόπισαν τον ιρακινό δικτάτορα, αναμαλλιασμένο και αποσυντονισμένο, σε μια τρύπα στο έδαφος, κοντά στη γενέτειρά του, το Τικρίτ. Είχε πάνω του ένα πιστόλι, το οποίο αργότερα κράτησε ως τρόπαιο ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους, και μια βαλίτσα γεμάτη με 750.000 δολάρια. Σύμφωνα με ιστορικούς του αμερικανικού στρατού, η ομάδα που έπιασε τον Σαντάμ αποτελούνταν από 600 στρατιώτες, 12 τανκ και επιθετικά ελικόπτερα Απάτσι.
Ωστόσο, όλες αυτές οι δυνάμεις θα μπορούσαν να είναι άχρηστες, αν δεν είχαν προηγηθεί μήνες συγκέντρωσης πληροφοριών και ανακρίσεων. Ο ανακριτής του αμερικανικού στρατού, Έρικ Μάντοξ, που σχετιζόταν με τη Δύναμη Δέλτα που κυνηγούσε τον ιρακινό ηγέτη, θεωρείται πως έπαιξε έναν κεντρικό ρόλο στην επιχείρηση, που θεωρείται από τους Αμερικανούς ως ο μεγαλύτερος θρίαμβος στον πόλεμο του Ιράκ. Και το μυστικό του όπλο στην επιχείρηση εντοπισμού της κρυψώνας του Σαντάμ Χουσεΐν ήταν ο τρόπος με τον οποίο διεξήγαγε τις ανακρίσεις: χρησιμοποιώντας «ενσυναίσθηση», όπως λέει ο ίδιος.
Η τέχνη της προφορικής επικοινωνίας δεν ήταν βέβαια αυτό που είχε σκεφτεί ο Μάντοξ όταν έμπαινε στις τάξεις του αμερικανικού στρατού. Μέσα από περισσότερες από 300 ανακρίσεις στην ιρακινή πόλη Τικρίτ, ο Μάντοξ αξιοποίησε την ικανότητά του να μιλά και να ακούει και να επηρεάζει ανθρώπους που δεν είχαν κανέναν απολύτως λόγο να τον εμπιστευτούν. Ο κεντρικός του ρόλος στη σύλληψη του Σαντάμ Χουσεΐν είχε ως αποτέλεσμα να τιμηθεί με μια σειρά από σημαντικά μετάλλια.
Λίγες στιγμές στον πόλεμο του Ιράκ γιορτάστηκαν τόσο από τις συμμαχικές δυνάμεις όσο η αιχμαλωσία του Σαντάμ Χουσεΐν. Η εισβολή συνάντησε εξαρχής έντονες αντιδράσεις, και στην ίδια τη χώρα αλλά και διεθνώς. Οι ισχυρισμοί της διακυβέρνησης Μπους ότι ο στυγνός δικτάτορας έφτιαχνε όπλα μαζικής καταστροφής αποδείχθηκαν λανθασμένοι. Ισχυρισμοί που συνέδεαν τον Χουσεΐν με τους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα δεν μπόρεσαν να αποδειχτούν. Πολλοί επικριτές αναφέρθηκαν σε κίνητρα όπως τα πετρέλαια της περιοχής μέχρι τα ποσοστά δημοφιλίας του Μπους που κατρακυλούσαν. Λίγο αφότου ο αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωνε πρόωρα ότι η «αποστολή εξετελέσθη» την 1η Μαΐου, έγινε ξεκάθαρο ότι η εισβολή δεν είχε κάνει τίποτα για να ενισχύσει τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας ούτε και θα βοηθούσε στην εδραίωση της δημοκρατίας στην περιοχή. Αντιθέτως, το ιρακινό κράτος θα βρισκόταν αντιμέτωπο με δεκαετίες αστάθειας και βίας.
Ωστόσο, οι περισσότεροι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους πανηγύρισαν την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ. Ο Μάντοξ δεν περίμενε ακριβώς ότι θα έπαιρνε τον ρόλο του κυνηγού του Σαντάμ. Είχε γίνει ανακριτής του στρατού το 1999 και, εκτός από κάποιες περιστασιακές συνεντεύξεις με κινέζους πολίτες που πιάστηκαν στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό ως μέλη δικτύων διακίνησης ανθρώπων, ο Μάντοξ δεν είχε την ευκαιρία να εξασκήσει τις ικανότητές του στην ανάκριση και τη συγκέντρωση κρίσιμων πληροφοριών.
Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και ο πόλεμος που κήρυξαν οι ΗΠΑ στην τρομοκρατία, τα άλλαξαν όλα αυτά. Τον Ιούλιο του 2003, ο Μάντοξ έλαβε την εντολή να παρουσιαστεί στο διεθνές αεροδρόμιο της Βαγδάτης. Κατά τύχη, αποσπάστηκε στη δύναμη Special Operations Task Force 121 στο Τικρίτ. Κι ενώ επρόκειτο για τη γενέτειρα του Σαντάμ Χουσεΐν, λίγοι αναλυτές περίμεναν ότι θα τον έβρισκαν εκεί. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι είχε διαφύγει στη Συρία.
Ο Μάντοξ βρέθηκε ξαφνικά να συμμετέχει στο κυνήγι σημαντικών στόχων. Με μια λίστα περίπου 200 προσώπων στα χέρια του, άρχισε να ανακρίνει κρατούμενους στο Τικρίτ, ενώ συμμετείχε και σε επιχειρήσεις για τη σύλληψη υπόπτων στη μέση της νύχτας, τους οποίους ανέκρινε στη διάρκεια της ημέρας. Σύντομα έμαθε ότι ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είχε αλλάξει τον ίδιο τον πόλεμο, κάνοντας τη συγκέντρωση πληροφοριών πιο σημαντική από ποτέ. Πριν την 11η Σεπτεμβρίου, λέει ο ίδιος, ο πόλεμος επικεντρωνόταν στη διανομή των δυνάμεων και στρατηγικές στο πεδίο της μάχης. Μετά τις επιθέσεις, ο εχθρός αποτελούσε κυρίως αντάρτες και ριζοσπαστικές οργανώσεις χωρίς κυβερνητική στήριξη ή ισχυρή δύναμη πυρός. «Η κύρια πηγή τους είναι η ικανότητά τους να στρατολογούν και να εμπνέουν τους πολίτες», λέει.
Κατάλαβε ότι οι απειλές και ο εκφοβισμός δεν θα του έδιναν τις απαντήσεις που έψαχνε. Αντιθέτως, αποφάσισε να ευαισθητοποιήσει τους κρατούμενους και να τους προσφέρει μια διέξοδο. «Νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους. Και στο τέλος της μέρας έχουν να προσέξουν μόνο τον εαυτό τους. Να προσέξουν τις οικογένειές τους και να κάνουν το καλύτερο για αυτούς». Ακούγοντάς τους μέσω διερμηνέων, ο Μάντοξ έμαθε να κερδίζει την εμπιστοσύνη τους, δείχνοντας ενσυναίσθηση, όπως λέει. «Δεν υπάρχουν συναισθήματα στην ενσυναίσθηση. Η ενσυναίσθηση είναι κατανόηση, δεν είναι συμπάθεια».
Υπήρχαν φορές που ξεγελούσε ακόμη και τους ανωτέρους του, οι οποίοι τον έβγαζαν από ανακριτικές υποθέσεις, ανησυχώντας ότι δεν ήταν αντικειμενικός. Αυτό, σημειώνει, ήταν το μεγαλύτερο κατόρθωμά του: «Φυσικά θέλω οι κρατούμενοί μου να νομίζουν ότι είμαι μαζί τους και αν το αφεντικό μου θεωρεί ότι είμαι μαζί τους, τότε πρέπει να κάνω καλή δουλειά».
Ο Μάντοξ και η Special Task Force επικεντρώθηκαν σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, τον Mohammed Ibrahim Omar al-Muslit, συγγενή και σωματοφύλακα του Σαντάμ. Μετά από περίπου τρεις μήνες ανακρίσεων, ο Μάντοξ άρχισε να υποψιάζεται ότι η παρουσία του στο Τικρίτ σήμαινε ότι ο πρώην δικτάτορας βρισκόταν κάπου κοντά και ο εντοπισμός του έγινε η κύρια αποστολή του. «Αρχίσαμε με μέλη της οικογένειας, συνεργάτες και τελικά φτάσαμε τον οδηγό του. Την 1η Δεκεμβρίου συλλάβαμε τον οδηγό του al-Muslit. Και ήταν εκείνος που μας εξήγησε ότι ο Mohammed Ibrahim ήταν ο αγγελιοφόρος του Σαντάμ».
Για τις επόμενες 13 ημέρες, ο οδηγός συνόδευσε τον Μάντοξ σε εφόδους, συμμετέχοντας ακόμη και σε ανακρίσεις. Στις 13 Δεκεμβρίου, έφτασαν επιτέλους στον σωματοφύλακα. Στην αρχή αρνήθηκε να συνεργαστεί, αλλά μετά από λίγες ώρες η στάση του άλλαξε. «Θα σε πάω, αλλά πρέπει να πάμε τώρα», είπε στον Μάντοξ. Ήξερε ότι αν περίμενε πολύ, ο Χουσεΐν θα υποψιαζόταν ότι κάτι συνέβαινε και θα διέφευγε.
Εκείνο το βράδυ, οι στρατιωτικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς το χωριό Ad Dawr, 10 μίλια περίπου νοτιοανατολικά του Τικρίτ. Η έρευνα σε δύο σπίτια δεν απέδωσε, αλλά κάποιος πρόσεξε μια τρύπα στο έδαφος που σύντομα θα έβλεπαν άνθρωποι σε όλο τον κόσμο στις τηλεοράσεις τους. Μέσα σε αυτή την τρύπα βρισκόταν εκείνος που αναζητούσαν τόσο καιρό.
Ο ίδιος ο Μάντοξ δεν πήρε μέρος στην τελευταία αυτή έφοδο. Τα δημοσιεύματα παγκοσμίως τις επόμενες ημέρες έδειχναν εικόνες του αιχμάλωτου Σαντάμ δίπλα στην τρύπα. Το όνομα του Μάντοξ δεν αναφέρθηκε, ούτε έμαθε ο κόσμος τη συμμετοχή του στην επιχείρηση. Περισσότερες από 300 ανακρίσεις, αμέτρητες έφοδοι, εξονυχιστικές αναλύσεις δικτύων μέσα σε έξι μήνες. Μετά την «Κόκκινη Αυγή» συνέχισε να υπηρετεί στο Ιράκ και αργότερα στο Αφγανιστάν.
Παρόλο που οι τεχνικές του κρίνονται ως εξαιρετικά επιτυχείς, ο Μάντοξ γνωρίζει ότι «οι ανακρίσεις μέσω ενσυναίσθησης» δεν αποτελεί την ιστορική κληρονομιά στη συνεχιζόμενη μάχη κατά της τρομοκρατίας. Αντιθέτως, είναι όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας μετά την «Κόκκινη Αυγή»: βασανισμοί υπόπτων και φριχτές κακοποιήσεις κρατουμένων στο Αμπού Γκράιμπ. Για τον Μάντοξ, αυτό συνέβη επειδή οι επικεφαλής αξιωματικοί έχασαν τον στόχο στην αποστολή τους και άρχισαν να αναζητούν τιμωρία για τους κρατούμενους ως ένας τρόπος αναπτέρωσης του ηθικού των στρατιωτών. Άνθρωποι χωρίς εμπειρία στις ανακρίσεις συχνά δουλεύουν με λάθος υποθέσεις, σημειώνει. «Το πρόβλημα με την πολιτική μας στον βασανισμό είναι ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν κάνει ποτέ ανακρίσεις, μιλούν εξυπνακίστικα για το θέμα». Κάποιες φορές είναι πιο απλό. «Αν βασανίζεις κάποιον, είσαι απλός ηλίθιος».