Υπάρχει το άλμα εις μήκος. Υπάρχει το άλμα εις ύψος. Υπάρχει και το άλμα εις το… κενό, το οποίο είναι επίσης γνωστό και ως «τέρμα αυτά που ήξερες, τώρα τρέχουμε». Βέβαια, το συγκεκριμένο, δε το λες και άθλημα αν και μοιάζει πολύ με μαραθώνιο.
Τέλος πάντων, για να μη σε μπερδεύω φίλε αναγνώστη, μπορείς να το πεις όπως θες το θέμα είναι τι κάνεις αν βρεθείς ξαφνικά από την ντάγκλα, την ρέκλα και την αλητεία, παντρεμένος, νοικοκύρης και με παιδί; Και μάλιστα πριν τα 30; Τρέχεις. Για την ακρίβεια, τρέχεις και δε φτάνεις.
Πάει η ξεγνοιασιά, πάνε οι ακολασίες, πάνε οι αλητείες, πάνε τα ξενύχτια. Ώπα! Αυτό το τελευταίο δεν ισχύει. Τα ξενύχτια συνεχίζονται. Όχι σε κλαμπ, όχι με ωραίες γυναίκες τριγύρω σου, όχι πίνοντας το ένα τζακ ντάνιελς μετά το άλλο, αλλά στο σαλόνι. Πάνω-κάτω, με το μωρό στον ώμο μέχρι να το κάνεις να ρευτεί, μπας και κοιμηθεί το ευλογημένο και κλείσεις κι εσύ λίγο τα μάτια σου και ξεκουράσεις το τσακισμένο σου κορμί.
Περίεργη ιστορία, με πολλά θετικά και άλλα τόσα αρνητικά. Το ζήτημα, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, είναι αυτό το περιβόητο ποτήρι. Είναι, τελικά, μισοάδειο ή είναι μισογεμάτο;
Εν αρχή είν’ η αλητεία
Υπάρχουν τα καλά και φρόνιμα παιδάκια. Αυτά που είναι από το σχολείο στο φροντιστήριο και από εκεί στο σπίτι. Δημόσια παραδοχή πρώτη: Εγώ δεν ήμουν ένα από αυτά τα παιδάκια. Εμείς τελειώναμε το σχολείο το βράδυ (για εμάς που πηγαίναμε στο νυχτερινό, λέω) και πηγαίναμε για ποτό και καμάκι.
Το πρωί μισοκοιμισμένος, μισομεθυσμένος, έμπαινα στον ηλεκτρικό και πήγαινα στο κέντρο της Αθήνας για δουλειά. Γύρναγα σπίτι, κοιμόμουν λίγο το μεσημέρι. Στη συνέχεια έκανα ότι πήγαινα στο σχολείο και μετά πάλι για ποτά.
Οργανώναμε εκδρομές με το 15μελες, κάναμε και καμιά κατάληψη για να διατηρηθεί υψηλό το αγωνιστικό φρόνιμα και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η σχολική ζωή. Στη συνέχεια ήρθε ο στρατός και μετά η σχολή μπας και γίνει το… όνειρο της δημοσιογραφίας πραγματικότητα. Στο μεταξύ δεν θα βγεις για να πιεις; Ε, θα βγεις. Γήπεδα (εντός και εκτός έδρας), πορείες, ξενύχτια, συναυλίες, ποτά κλπ κλπ
Ζωή δίχως υποχρεώσεις. Έμπαινες στο τσάρτερ, πεταγόσουν μέχρι το Λίβερπουλ, έβλεπες την ομάδα και γύρναγες πίσω σε λιγότερο από 24 ώρες. Τι γιατί; Γιατί μπορούσες.
Και μετά η πρώτη δουλειά στην εφημερίδα. Και γνωρίζεις έναν άλλο κόσμο. Δουλεύαμε (και δουλεύαμε σκληρά) μέχρι τις 9-10 το βράδυ. Μετά άνοιγαν τα κρυφά ντουλάπια του γραφείου και έβγαιναν τα μπουκάλια. Πίναμε και όταν έκλεινε η εφημερίδα πηγαίναμε για… κανένα ποτάκι.
Έπεφτες για ύπνο και ξεχνούσες να ξυπνήσεις. Κανείς δεν σε ενοχλούσε. Και δωσ’ του αλητείες και πράγματα που δεν μπορούν να γραφτούν. Και η ζωή συνεχιζόταν…
Και ξαφνικά… μπαμπάς
Δημόσια παραδοχή δεύτερη: Και επειδή αυτό το κάρμα έχει μια περίεργη ροπή προς την εκδίκηση, είχε έρθει η ώρα, φίλε αναγνώστη, να «τιμωρηθώ» για όλα αυτά που έκανα στους γονείς μου.
Γνωρίζεις το «πρόσωπο». Περνάτε κάποια χρόνια μαζί και έρχεται η ώρα της κρίσης. Θα το πάρεις το κορίτσι; Θα το πάρεις. Ε, και αφού το πήρες, τι; Θα κάθεστε να κοιτάτε ο ένας τον άλλο μέσα στους τέσσερις τοίχους; «Σκαρώστε, μωρέ, κανένα κουτσούβελο τώρα που είστε μικροί και έχετε αντοχές»! Μεγάλη κουβέντα, φίλε αναγνώστη, αυτό το «τώρα που έχετε αντοχές»! Δεν το καταλαβαίνεις εκείνη την ώρα που στο λένε. Το καταλαβαίνεις μετά. Όταν είναι πια… αργά.
Και το «σκαρώνεις» το κουτσούβελο αλλά ακόμα δεν έχεις δει αυτό που σου έρχεται. Κακά τα ψέματα αλλιώς το βιώνουν όλο αυτό οι γυναίκες, αλλιώς οι άνδρες. Για να το νιώσουμε εμείς θα πρέπει να πάρουμε το μωρό στο χέρια μας. Πριν, απλά, κάνουμε σχέδια επί χάρτου, τα οποία, μάλιστα, πάνε περίπατο αργότερα.
Κάπως έτσι, βρέθηκα κι εγώ μπαμπάς στα 29 μου. Ούτε καν τα πρώτα «άντα» δεν είχα φτάσει όταν κράτησα για πρώτη φορά στην αγκαλιά μου την κόρη μου. Όλα εκείνη την ώρα μοιάζουν τόσο πρωτόγνωρα, τόσο ειδυλλιακά. Δεν ξέρεις πως κάποιος… Κιμ Γιονγκ Ουν έχει πατήσει το κουμπί!
Θυμάμαι ακόμα το τηλεφώνημα του μαιευτήρα το βράδυ πριν τη γέννα. «Απολαύστε αυτό το βράδυ, ποτέ στη ζωή σας δεν θα ξαναζήσετε κάτι ανάλογο»! Είχε ακουστεί κάπως απειλητικό είναι η αλήθεια.
Και μετά ήρθε το ροζ χάος! Τα μπουκάλια με το ουίσκι, αντικαταστάθηκαν από μπουκάλια για το γάλα. Τα λεφτά που θα πήγαιναν σε κάποια χασαποταβέρνα γίνονται πάνες και κρέμες. Αυτά που θα χάλαγες για ρούχα, γίνονται φορμάκια και ζιπουνάκια. Εκεί που θα καθόσουν να δεις μια ταινία ή ν΄ ακούσεις μουσική, τώρα κάθεσαι στα γόνατα και κάνεις «κούπεπε» και «αγκού- αγκού». Ο ύπνος που κάποτε είχες και για να… δανείσεις, τώρα είναι είδος υπό εξαφάνιση όπως τα λευκά λιοντάρια.
Η έξοδος είναι λέξη άγνωστη. «Τι να βγούμε ρε; Αν καταφέρω και βρω 10 λεπτά θα πέσω να ξεραθώ», ήταν η απάντηση στα καλέσματα των κολλητών. Σιγά- σιγά μειώνεις και τις… επισκέψεις στο γήπεδο. Για εκτός έδρας ούτε λόγος.
Ξαφνικά, εσύ πλέον δεν έχεις την παραμικρή σημασία. Όλα γυρίζουν γύρω από αυτό το μικροσκοπικό πλασματάκι. Αυτό βαράει το νταούλι κι εσύ χορεύεις. Όχι, όπως θα χόρευαν οι αγορές. Εσύ κανονικά. Με βήμα γοργό, μάλιστα. Τύπου πεντοζάλι.
Και αν ξαναγεννιόμουν πάλι τα ίδια θα έκανα
Και φτάνουμε, φίλε αναγνώστη, στο κρίσιμο ερώτημα: Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω θα έκανα τις ίδιες επιλογές; Η απάντηση είναι μια και πρέπει να ειπωθεί με το ύφος που είχε η Ζωή Κωνσταντοπούλου, όταν βρισκόταν στο προεδρείο της βουλής. Εννοείται! Δεν θα άλλαζα το παραμικρό. Με τα λάθη και τα σωστά. Με τα ωραία και τα άσχημα.
Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που λένε «ζήσε πρώτα και μετά κάνε παιδί». Σε αυτό υπάρχουν δυο απαντήσεις. Η πρώτη είναι συναισθηματική. Αν δεν κάνεις παιδί, δεν μπορείς να ξέρεις τι σημαίνει όλο αυτό και πόσο ζωή σου δίνει. Υπάρχει και η άλλη απάντηση που είναι περισσότερο… κάφρικη. Τι να μας πεις κι εσύ απ’ τη ζωή σου, που λέει και ο Τερλέγκας. Πριν πατήσω τα 30 είχα κάνει σχεδόν τα πάντα και είχα και παιδί. Beat that!
Η αλήθεια, πάντως, όπως συμβαίνει σε όλα τα πράγματα βρίσκεται κάπου στη μέση. Το να κάνεις παιδί μικρός είναι μια επιλογή δύσκολη. Χάνεις κάποια πράγματα, κερδίζεις κάποια άλλα.
Χάνεις μερικά χρόνια (αν δεν έχεις αποφασίσει να μείνεις εργένης) ανέμελης ζωής και αλητείας, κερδίζεις όμως σε εμπειρίες που αλλιώς τις ζεις στα 30 αλλιώς στα 50. Και βέβαια είναι ανεκτίμητης αξίας, έντεκα χρόνια μετά, να βλέπεις τα φιλαράκια σου που κάποτε το έπαιζαν σκληροί και αδίστακτοι, να αλλάζουν πάνες στα μωρά τους την ώρα που εσύ ετοιμάζεσαι για νυχτερινή έξοδο και ποτάρες! Τι γιατί; Γιατί το δικό μου παιδί, ρε φίλε, μεγάλωσε, πλέον, κι εγώ είμαι μόλις 40!