Τα περισσότερα παιδάκια βιάζονται να οδηγήσουν αυτοκίνητο. Τα βλέπεις από μικρή ηλικία να τρέχουν να καθίσουν στο τιμόνι όταν το αμάξι του μπαμπά είναι ακινητοποιημένο, να περιεργάζονται το λεβιέ των ταχυτήτων και την κόρνα, να προσποιούνται ότι μαρσάρουν λες και παίζουν Need for Speed. Εγώ δεν ήμουν σαν τα περισσότερα παιδάκια. Ποτέ δεν ήθελα να οδηγήσω. Αλλά στη ζωή δεν κάνουμε πάντα αυτά που θέλουμε. Και ίσως καμιά φορά μας βγαίνει σε καλό.
Στην εφηβεία είχα φίλους που τους έδινε ο μπαμπάς τους το αυτοκίνητο καμιά φορά σε αλάνες να το «τρέχουν» λίγο, φίλους που ανυπομονούσαν να κλείσουν τα 18 για να πάρουν το δίπλωμα, φίλους που ήξεραν να απαριθμούν τα μέρη ενός αυτοκινήτου πιο εύκολα απ’ όσο απήγγειλαν την αλφαβήτα. Από την άλλη, εγώ δεν μπορούσα μέχρι τα 15 μου να ξεχωρίσω το παρμπρίζ από το πορτμπαγκάζ. Καθένας με τα γούστα του.
Το πρώτο καλοκαίρι αφού έκλεισα τα 18 μου, ο πατέρας μου με έστειλε να μάθω οδήγηση. Δεν ήταν προτροπή, δεν ήταν συμβουλή. Ήταν εντολή. Υποθέτω ότι θα μπορούσα να επαναστατήσω, να φωνάξω, να του εξηγήσω την άποψή μου ότι τα αυτοκίνητα είναι απλώς ένας ακόμα τρόπος που έχει εφεύρει ο άνθρωπος για να αυτοκτονεί (δυστυχώς μερικά χρόνια αργότερα την ίδια άποψη σχημάτισαν και κάτι τζιχαντιστές). Αλλά ήξερα ότι δεν είχε νόημα, γιατί για τον πατέρα μου το αυτοκίνητο δεν είναι απλά ένα εργαλείο, αλλά κάτι χωρίς το οποίο δεν μπορεί να ζήσει ένας σύγχρονος άνθρωπος. Ήξερα επίσης ότι δεν υπήρχε λόγος: σάμπως από την τσέπη μου θα τα πλήρωνα τα μαθήματα;
Με την τρίτη
Κι έτσι ξεκίνησα μαθήματα σε μία σχολή οδηγών κοντά στο σπίτι μου. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα για πρακτικό μάθημα και βρήκα τον εκπαιδευτή να κάθεται στη θέση του συνοδηγού – μέχρι τότε πίστευα ότι αυτός θα οδηγούσε κι εγώ απλά θα τον κοίταζα ως συνοδηγός. Αλλά όχι: η θέση του οδηγού ήταν εκεί και με περίμενε να τη βουλιάξω.
Τα μαθήματα δεν πήγαν τόσο άσχημα όσο φοβόμουν, δηλαδή δεν σκότωσα κανέναν, ούτε κατέστρεψα το αμάξι, ένα κυπαρισσί Toyota Yaris. Σίγουρα σε αυτό βοήθησε και ο εκπαιδευτής με τα δικά του πεντάλ, που έμοιαζε πιο αγχωμένος ακόμα κι από μένα όταν αναγκαζόταν να τα πατήσει για να γλιτώσουμε το μοιραίο.
Όταν ήρθε η ώρα της εξέτασης, και αφού πέρασα τα σήματα με άνεση (πιο πολύ διάβασα για να περάσω τα σήματα παρά στις Πανελλαδικές), πίστευα ότι ήμουν έτοιμος. Όχι να οδηγήσω κανονικά, αλλά τουλάχιστον για τα δέκα λεπτά που διαρκεί η εξέταση να καταφέρω να μην είμαι ο εαυτός μου. Να μην κάνω δηλαδή πατάτα. Και φυσικά, την έκανα. Ούτε ένα λεπτό αφού είχα μπει στο αυτοκίνητο, σταμάτησα ως όφειλα στο Stop, έχοντας στα αριστερά μου μία νταλίκα. Μπροστά μου ήταν ένας πολυσύχναστος δρόμος διπλής κυκλοφορίας και έπρεπε να τον διασχίσω. Δεν ήταν κι εύκολο. Κάποια στιγμή είδα την νταλίκα να προχωράει, προκειμένου να διασχίσει κι αυτή το δρόμο. Και λέω, αφού προχωράει η νταλίκα, θα περάσω κι εγώ, τι είμαι, στο πηγάδι κατούρησα; Και κάπως έτσι κόπηκα την πρώτη φορά. Παραβίασα το Stop, λέει. Χμφ.
Τη δεύτερη φορά ήμουν ψυλλιασμένος και δε θα έκανα το ίδιο λάθος. Οι εξεταστές φαίνονταν πολύ πιο ελαστικοί από τους προηγούμενους. Ας πούμε, δε με έκοψαν όταν μου έσβησε η μηχανή δύο φορές στο παρκάρισμα. Ούτε όταν σε μία στροφή παραλίγο να πάρω σβάρνα κάτι κάδους. Αλλά ακόμα και αυτοί οι καλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα όταν στην οπισθογωνία σταμάτησα σε αρκετή απόσταση από το πεζοδρόμιο για να περάσει μία διμοιρία των ΜΑΤ με πλήρη εξάρτυση. Κόπηκα για δεύτερη φορά.
Ε, την τρίτη φορά και ο Θεός ο ίδιος να κατέβαινε και να έλεγε στους εξεταστές «μην τολμήσετε και δώσετε δίπλωμα σε αυτόν τον άχρηστο, θα θερίσει κόσμο», δεν θα τα κατάφερνε. Είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου (και όχι μόνο).
Fear of the car
Κατά βάθος ήλπιζα ότι όλα θα τέλειωναν εκεί. Απλώς θα πρόσθετα στο βιογραφικό μου ένα δίπλωμα οδήγησης, όπως εκείνο το πρώτο πτυχίο του Zertifikat στα γερμανικά που το πήρα στο Γυμνάσιο και τώρα από γερμανικά θυμάμαι μόνο το Bundesliga και το auf wiedersehen (και το putzen που σημαίνει «καθαρίζω, αλλά για άλλο λόγο). Αλλά όχι: ο πατέρας μου το είχε πάρει απόφαση να επενδύσει τα ρέστα του πάνω στο μέλλον μου ως οδηγού. Και πήγε και μου πήρε αυτοκίνητο.
Δε θα πω ψέματα: όταν είδα το ασημί Opel να με περιμένει κάτω από το σπίτι δε σκίρτησε κάτι μέσα μου όπως εκείνη τη μέρα πριν από χρόνια που με περίμενε το πρώτο μου ποδήλατο. Ήξερα ότι έπρεπε να αντιμετωπίσω τον φόβο μου.
Και νομίζω ότι είναι ένας εύλογος φόβος. Ακόμα κι αν είσαι ο τέλειος οδηγός, ακόμα κι αν τηρείς κατά γράμμα τον ΚΟΚ και έχεις μάτια και στην πλάτη, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεθεί ο κάφρος οδηγός που θα παραβιάσει το Stop ή το κόκκινο φανάρι και θα σε στείλει στον άλλο κόσμο – και δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί τέτοιοι εκεί έξω. Έχεις την ψευδαίσθηση ότι εσύ έχεις τον έλεγχο της κατάστασης, ότι αν εσύ είσαι σωστός, τότε τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά. Όμως δεν είναι έτσι, και το μαρτυρούν οι αμέτρητοι νεκροί και ακρωτηριασμένοι των τροχαίων κάθε χρόνο.
Η οδήγηση δεν είναι βιντεοπαιχνίδι που κερδίζεις πόντους όταν πατάς γιαγιάδες και που αν χάσεις τον έλεγχο δεν τρέχει και τίποτα, ένας μαγικός γερανός σε επαναφέρει εκεί που ήσουν αλώβητο. Είναι μία τεράστια ευθύνη. Και ο λόγος για τον οποίο πάντα τη φοβόμουν ήταν ότι δεν ένιωθα ικανός να σηκώσω μία τέτοια ευθύνη. Ίσως ποτέ δε θα νιώσω αρκετά έτοιμος. Όμως είναι ένα ρίσκο που εν τέλει το αποδέχεσαι, γιατί το αυτοκίνητο είναι πράγματι ένα πολύτιμο εργαλείο που άπαξ και το βάλεις στη ζωή σου, είναι δύσκολο να το βγάλεις – σαν το τσιγάρο, ας πούμε, αλλά πιο χρήσιμο. Και εξάλλου, αν σκεφτόμασταν όλοι έτσι, παραλύοντας μπροστά στο φόβο της ευθύνης, δεν θα υπήρχαν πιλότοι αεροπλάνων, δε θα υπήρχαν καπετάνιοι στα πλοία, δε θα υπήρχαν οδηγοί λεωφορείων και τρένων. Ο φόβος δε βγάζει πουθενά
Μια συνήθεια είναι
Έτσι, σιγά-σιγά άρχισα να παίρνω τον αέρα του αυτοκινήτου. Μου πήρε αρκετό καιρό για να πιστέψω ότι ναι, μπορώ να οδηγήσω χωρίς να επικηρυχθώ ως δημόσιος κίνδυνος. Κάθε χιλιόμετρο που έκανα χωρίς να προκαλέσω ατύχημα ήταν και ένας πόντος αυτοπεποίθησης. Σταδιακά πήρα μία πιο φυσιολογική στάση οδήγησης (αντί για αυτό το αστείο καμπούριασμα που έχουν συνήθως οι νέοι οδηγοί), σταμάτησα να γραπώνω το τιμόνι λες και κρατιόμουν με νύχια και με δόντια για να μην πέσω σε γκρεμό, βελτίωσα το παρκάρισμά μου ώστε να μη χρειάζομαι πάνω από δέκα λεπτά για να παρκάρω σε θέση όπου χωρά διαστημόπλοιο.
Όσο κέρδιζα αυτοπεποίθηση, πήγαινα όλο και πιο μακριά. Στην αρχή έβγαινα βόλτες στη γειτονιά μου, μετά λίγο πιο πέρα, και το επόμενο καλοκαίρι έφτασα να πάω διακοπές με το αυτοκίνητο, που δεν το φανταζόμουν ποτέ ότι θα συνέβαινε.
Εκεί που πήγε να χαλάσει το πράγμα ήταν όταν είχα το πρώτο (και τελευταίο μέχρι σήμερα) ατύχημα με το αυτοκίνητο. Ήταν ένα βροχερό μεσημέρι και επέστρεφα για τελευταία φορά από το στρατόπεδο, έχοντας εξασφαλίσει την άδεια απόλυσής μου από τον στρατό – στον οποίο παρεμπιπτόντως είχα ειδικότητα οδηγού, οπότε «ψήθηκα» ακόμα περισσότερο οδηγώντας τις λεγόμενες «καναδέζες». Οι άλλοι φαντάροι, τηρώντας το πατροπαράδοτο έθιμο, μου είχαν σκίσει τα χακί και είχα μείνει να οδηγώ με τα κουρέλια που μου είχαν αφήσει. Λίγο πριν φτάσω στο σπίτι, σε μία κατηφορική ευθεία τα φρένα δεν έπιασαν. Τα πάτησα, τα ξαναπάτησα, αλλά τίποτα. Τα λάστιχα δεν υπάκουαν. Και έπεσα πάνω στο μπροστινό αυτοκίνητο.
Ευτυχώς, ο άνθρωπος έδειξε κατανόηση (φανταστείτε την έκφρασή του όταν με είδε να βγαίνω από το αυτοκίνητο με τα χακί κουρέλια μου μέσα στη βροχή). Άλλωστε δεν έγινε και καμιά τρομερή ζημιά – μόνο η «μούρη» του δικού μου αυτοκινήτου στραπατσαρίστηκε ελαφρώς. Μου πήρε όμως καιρό να το ξεπεράσω και για μήνες ζούσα με το φόβο ότι κάποια στιγμή τα φρένα, τα λάστιχα ή κάποιο άλλο μέρος του αμαξιού θα το γυρίσουν ξανά στην ανυπακοή. Ευτυχώς, δεν έχουν επαναστατήσει ξανά από τότε.
Φέτος συμπλήρωσα 14 χρόνια με το αυτοκίνητό μου. Του έχω αλλάξει τα φώτα (κυριολεκτικά). Του έχω βγάλει το λάδι (κυριολεκτικά). Του έχω βγάλει τα μάτια (μεταφορικά). Έχω βγάλει τα μάτια μου μέσα του (μεταφορικά). Το έχω πάρει μαζί μου σε διακοπές, σε ταξίδια, στη δουλειά, παντού. Δεν είμαι από αυτούς τους τρελούς που μιλάνε στο αυτοκίνητό τους, που του βγάζουν παρατσούκλια και το φροντίζουν σαν να είναι το μωρό τους. Δεν είναι το μωρό μου. Είναι ένα εργαλείο. Ένα πολύτιμο εργαλείο που άθελά μου έμαθα να χρησιμοποιώ, και τώρα μου είναι δύσκολο να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτό. Και να γιατί πού και πού πρέπει να ακούμε και τους γονείς. Καμιά φορά έχουν δίκιο…