Στη Βασιλική του Αγίου Δομίνικου, στο κέντρο του Παλέρμο, μια ομάδα μαυροφορεμένων δικαστικών συγκεντρώθηκαν στις 25 Μαΐου 1992 για το ύστατο χαίρε στον Τζιοβάνι Φαλκόνε, τον σταυροφόρο της Μαφίας που είχε κηρύξει τον ανένδοτο στο οργανωμένο έγκλημα της Σικελίας και ήταν πια νεκρός. Το ίδιο το σύμβολο της θεσμικής μάχης κατά της Κόζα Νόστρα είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της διακεκριμένης καριέρας του προσπαθώντας να ξεριζώσει το καρκίνωμα της σικελικής Μαφίας, μετρώντας αρκετές εμφατικές επιτυχίες στο ενεργητικό του. Τις πρώτες τέτοιας έκτασης και τις μεγαλύτερες, ακόμα και σήμερα. Μόνο που δυο μέρες πρωτύτερα είχε δολοφονηθεί από τη Μαφία. Επικεφαλής των δικαστικών αρχών ήταν πια ο Πάολο Μπορσελίνο, ο οποίος στην κηδεία του Φαλκόνε λειτουργούσε ως άξονας αναφοράς αλλά και πατρική φιγούρα για τις χαροκαμένες οικογένειες των εκλιπόντων. Εκφώνησε τον επικήδειο του ειδικού εισαγγελέα και υποσχέθηκε πως το δικαστικό σύστημα του Παλέρμο δεν θα άφηνε τον αγώνα του να βαλτώσει, εντατικοποιώντας τη μάχη κατά της Κόζα Νόστρα. Αυτό που δεν γνώριζε ο δικαστικός Μπορσελίνο εκείνη την ώρα ήταν πως 57 ημέρες αργότερα οι συνάδελφοί του θα φορούσαν και πάλι τις μαύρες ρόμπες τους, αυτή τη φορά για να πενθήσουν τον ίδιο. Αλλά και τους άλλους που θα έπαιρνε αναγκαστικά μαζί του. Φαινόταν πως θα ήταν οι τίτλοι τέλους στον θεσμικό αγώνα κατά του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς η Μαφία φάνταζε πολύ πιο δυνατή από τον ισχνό και υπόπτως άβουλο κρατικό μηχανισμό. «Κινούμενο πτώμα» αποκαλούσαν εξάλλου τον Φαλκόνε εδώ και χρόνια όσοι ήξεραν και ορκίζονταν πως δεν θα την έβγαζε καθαρή. Αποστολή αυτοκτονίας τού είχε αναθέσει ο πολιτικός κόσμος, μόνο που δεν έκανε και τίποτα για να τον προστατεύσει. Όσο για τον Μπορσελίνο, δεν ήταν μόνο ο καλύτερος φίλος του, αλλά και ο στενότερος συνεργάτης του στον πόλεμο κατά των «νονών» του σιτσιλιάνικου υποκόσμου. Όταν ο Φαλκόνε αναγκάστηκε να κρυφτεί για ένα διάστημα σε μυστική στρατιωτική βάση της Σαρδηνίας εξαιτίας των απειλών για τη ζωή του, ο Μπορσελίνο πήγε μαζί του. Αν ο Φαλκόνε ήταν ο Νο 1 διώκτης της Μαφίας στην Ιταλία, ο Μπορσελίνο ήταν το δεξί του χέρι. Και ο βραχύβιος αντικαταστάτης του τελικά. Ο ίδιος δεν πίστευε βέβαια ποτέ πως είχε το διωκτικό ταλέντο του μέντορά του, ούτε και τις δικαστικές ικανότητές του. Ο Φαλκόνε μετρούσε εξάλλου μια σειρά από πρωτόγνωρες επιτυχίες στην άνιση αυτή μάχη, συνδυάζοντας καλή ρητορική, μεθοδική έρευνα, αλλά και μια έφεση στο να πείθει μαφιόζους να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές. Λένε πως ο Φαλκόνε ήταν πάντα χαμογελαστός και πνευματώδης, ενώ ο Μπορσελίνο έμοιαζε περισσότερο με σκληρό ανακριτή. Με εξαίρεση ωστόσο τον Φαλκόνε, κανείς δεν ήξερε καλύτερα την Κόζα Νόστρα από τον Μπορσελίνο. Κανένας άλλος δικαστικός δεν καταλάβαινε τη νοοτροπία του ιταλικού περιθωρίου και δεν είχε τη δύναμη να διαπερνά το σκληρόπετσο κέλυφος της Μαφίας, φτάνοντας στον πυρήνα της. Πώς όμως σκότωσε η Κόζα Νόστρα με τέτοιο θράσος και ακρίβεια τους διασημότερους αντιπάλους της;

Οι δυο φόνοι που ακούστηκαν στα πέρατα του κόσμου
Ο Τζιοβάνι Φαλκόνε είχε ήδη από το 1986-1987 σύρει πολλούς μαφιόζους στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ο δικαστικός αγώνας κράτησε τουλάχιστον ως τον Ιανουάριο του 1992, έφερε ενώπιον των αρχών 475 μαφιόζους και πέτυχε τις ισόβιες καταδίκες πολλών «νονών», παραμένοντας ακόμα και σήμερα η μεγαλύτερη δίκη της Μαφίας διεθνώς. Παρά το γεγονός ότι κανείς δεν πίστευε ότι η Κόζα Νόστρα θα καθόταν στο εδώλιο, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τις καταδίκες, προσυπογράφοντας το πρώτο αποφασιστικό χτύπημα στο οργανωμένο έγκλημα της χώρας. Αυτή η σειρά δικών («Maxiprocesso» τις είπαν στα ιταλικά) είχε και μια παράπλευρη και σημαντικότατη συνεισφορά, καθώς καθιερώθηκε και επιβεβαιώθηκε δικαστικά η ύπαρξη της Κόζα Νόστρα. Σήμερα ξέρουμε πως συμβόλαιο θανάτου για τη δολοφονία του Φαλκόνε είχε υπογράψει ήδη από τις αρχές των δικών ο «νονός των νονών», το «αφεντικό των αφεντικών» αν προτιμάτε, Σαλβατόρε «Τότο» Ρίινα, καθαρίζοντας και μερικούς μαφιόζους που υποπτευόταν πως λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του εισαγγελέα. Το 1992 ο Ρίινα δεν άντεξε άλλο τις καθυστερήσεις και τις αναβολές του φόνου και εξουσιοδότησε το πρωτοπαλίκαρό του Τζιοβάνι Μπρούσκα να σκοτώσει τον Φαλκόνε και μάλιστα στη Σικελία
, στον αυτοκινητόδρομο Α29 που χρησιμοποιούσε ο δικαστής για να πάει από το αεροδρόμιο του Παλέρμο στο σπίτι του, ως χτύπημα που θα έδειχνε σε όλους πως τίποτα δεν φοβόταν η σιτσιλιάνικη Μαφία. Τετρακόσια κιλά εκρηκτικά τοποθετήθηκαν σε ένα φρεάτιο κάτω από τον δρόμο και οι άντρες του Μπρούσκα έκαναν μπόλικες πρόβες για το πώς πυροδοτείς τον εκρηκτικό μηχανισμό από κινούμενο όχημα. Στις 23 Μαΐου 1992 ο εκρηκτικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε τελικά με τηλεχειριστήριο από ένα μικρό κτίσμα σε ένα λοφάκι εκεί κοντά. Ο Φαλκόνε, η σύζυγός του Φραντσέσκα και τρεις αστυνομικοί που τον συνόδευαν έχασαν τη ζωή τους επιτόπου. Η έκρηξη ήταν μάλιστα τόσο σφοδρή που ανιχνεύτηκε από τους σεισμογράφους. Σήμερα είναι γνωστό πως το ίδιο βράδυ ο Ρίινα παρέθεσε δείπνο χαιρετίζοντας με σαμπάνια τον θάνατο του Νο 1 κυνηγού της Μαφίας. Η ιταλική Βουλή κήρυξε τη μέρα της κηδείας του μέρα εθνικού πένθους και όλες οι τηλεοράσεις αναμετέδιδαν τη νεκρώσιμη ακολουθία. Και τότε πήρε τα ηνία ο Πάολο Μπορσελίνο. Ο οποίος παρά το γεγονός ότι το προσπάθησε με νύχια και με δόντια, δεν του ανέθεσαν την υπόθεση της δολοφονίας όχι μόνο του καλύτερού του φίλου, αλλά και του στενότερου συνεργάτη του. Ο νέος στενός συνεργάτης του Μπορσελίνο, ο αστυνομικός διευθυντής Μάριο Μότι, αποδείχθηκε αργότερα πως είχε ιδιαιτέρως καλές σχέσεις με πρωτοπαλίκαρο του Ρίινα. Ο νέος ειδικός εισαγγελέας κατά της Μαφίας μετέβη στη Ρώμη στις 17 Ιουλίου για να κυνηγήσει αυτή τη φορά δυο διεφθαρμένους κρατικούς λειτουργούς που ήταν τα αυτιά και τα μάτια της Κόζα Νόστρα στις μυστικές υπηρεσίες. Ακόμα και συνάδελφος του Μπορσελίνο, ο επίσης ειδικός εισαγγελέας κατά του οργανωμένου εγκλήματος Ντομένικο Σινιορίνο, βρέθηκε μπλεγμένος σε υπόθεση διαφθοράς με τη Μαφία, κάτι που του ράγισε την καρδιά. Επιστρέφοντας στο Παλέρμο στις 19 Ιουλίου 1992, ο Πάολο Μπορσελίνο δολοφονήθηκε κοντά στο σπίτι της μητέρας του με παρόμοιο τρόπο. Το νέο βομβιστικό χτύπημα στέρησε επίσης τη ζωή και στους πέντε αστυνομικούς που τον συνόδευαν.

Στην τελευταία του συνέντευξη στις 21 Μαΐου 1992, ο Μπορσελίνο είχε αποκαλύψει πως η έρευνά του είχε υποδείξει ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των μαφιόζων της Κόζα Νόστρα και του ιταλικού μεγαλοκεφαλαίου.

Ο απόηχος των στυγερών εγκλημάτων
Η Μαφία απέδειξε περίτρανα τη σκοτεινή δύναμή της με τον φόνο των δύο ανθρώπων που την κυνηγούσαν και είχαν γίνει ήδη εν ζωή λαϊκοί ήρωες. Ο κρατικός πόλεμος κατά της Κόζα Νόστρα έμεινε ακέφαλος και είναι σίγουρο πως η καρδιά πολλών επέστρεψε στη θέση της. Μετά τον φόνο πάντως των δυο τους, η Ιταλία δεν μπορούσε να εθελοτυφλεί άλλο πως δεν υπήρχε πρόβλημα με τη Μαφία. Η άβολη αλήθεια όμως ήταν πως κανείς από τους δικαστικούς που είχαν απομείνει στη λεγόμενη «Δεξαμενή Αντιμαφίας», μιας ομάδας δικαστικών λειτουργών που συνεργάζονταν στενά (και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού) για την πάταξη του σικελικού οργανωμένου εγκλήματος και είχε δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1980, δεν ήταν του διαμετρήματος των δύο δολοφονημένων ειδικών εισαγγελέων. Κάποιοι εξάλλου είχαν ήδη μπει στον πολιτικό στίβο, αλλάζοντας άρδην ρότα. Το διπλό χτύπημα είχε ταυτοχρόνως και συμβολικό χαρακτήρα, καθώς η Μαφία έδρασε μέσα στο κατεξοχήν έδαφός της, την καρδιά του Παλέρμο, και για μια ακόμα φορά δεν ενδιαφέρθηκε για παράπλευρες απώλειες. Ο παλιός κώδικας ηθικής της Μαφίας, πως δεν σκοτώνουμε γυναικόπαιδα, αστυνόμους και δικαστές, ήταν σαφές πως ήταν παρελθόν. Ο Ρίινα αποζητούσε ένα εμφατικό χτύπημα και αυτό ακριβώς πήρε. Έλεγαν κάποτε, ας πούμε, ότι η Μαφία χτυπά μόνο όταν νιώθει αδύναμη ή βλέπει τη δύναμή της να απειλείται από κρατικούς φορείς ή αντίπαλες συμμορίες. Η ευκολία όμως με την οποία εκτέλεσε δύο σχεδόν πανομοιότυπα χτυπήματα κατά των βασικών διωκτών της και το γενικευμένο κλίμα ατιμωρησίας, μέσα στο οποίο τη γλίτωσαν οι δολοφόνοι, υποδείκνυε πως όχι μόνο δεν είναι έτσι τα πράγματα, αλλά και πως το κράτος ήταν ουσιαστικά ανίσχυρο απέναντί της. «Η διπλή δολοφονία δεν είναι πρόκληση στο κράτος», έγραφε τότε ο Πίνο Αρλάκι, διαπρεπής ακαδημαϊκός και ειδικός στα της Μαφίας, «είναι μια αδιαφιλονίκητη νίκη κατά του κράτους και των νόμων του. Είναι μια ήττα για όποιον δουλεύει για μια ηθική και πολιτική ανανέωση της Ιταλίας». Και ο φόνος των δύο δικαστών δεν ήταν μικρό πράγμα. Όχι ότι δεν το είχε ξανακάνει βέβαια η Κόζα Νόστρα με υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους, απλώς αυτή τη φορά ο αντίκτυπος ήταν κολοσσιαίος, καθώς μιλάμε για δικαστές. Στο πιο εμφατικό μέχρι τότε χτύπημά της, η Κόζα Νόστρα είχε τολμήσει να φάει στο Παλέρμο τον ίδιο τον στρατηγό Κάρλο Αλμπέρτο Ντάλα Κιέσα, τον άνθρωπο που είχε γονατίσει τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Και τον έφαγε μέσα σε λίγες βδομάδες που αποβιβάστηκε στη σιτσιλιάνικη πρωτεύουσα. Παρά το γεγονός ότι οι επικρίσεις δεν έλειψαν για το πώς χειρίστηκαν οι Αρχές τον φόνο των δύο δικαστικών, ήταν η πρώτη φορά που το ιταλικό κράτος χτύπησε τη Μαφία με όλη του τη δύναμη ως απάντηση σε μια διπλή δολοφονία που απειλούσε την ίδια την ευνομούμενη πολιτεία. Ταυτοχρόνως, και κυρίως, η Μαφία έχασε το διαχρονικό λαϊκό της έρεισμα, καθώς ο κόσμος αποτροπιάστηκε από τα χτυπήματα και αναγνώρισε πως το οργανωμένο έγκλημα είναι ένα καρκίνωμα ανάμεσά τους. Ήταν πράγματι η αρχή του τέλος για την Κόζα Νόστρα όπως την ξέραμε. Ο «νονός των νονών» συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1993 και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του (ως το 2017) πίσω από τα κάγκελα. Και τον έπιασαν ειδικά για τον φόνο των Φαλκόνε και Μπορσελίνο, αν και αυτό δεν ήταν τελικά παρά υποσημείωση στο μακροσκελέστατο κατηγορητήριο. Αλλά και το πρωτοπαλίκαρό του Τζιοβάνι Μπρούσκα καταδικάστηκε για τον φόνο του δικαστικού. Ομολόγησε τελικά πως ήταν αυτός που πυροδότησε τα εκρηκτικά στον αυτοκινητόδρομο Α29. Ο φόνος του Μπορσελίνο παραμένει μέχρι και σήμερα ανεξιχνίαστος, όπως και η εξαφάνιση της περίφημης «Κόκκινης Ατζέντας» του από τον τόπο του εγκλήματος, το ερευνητικό του σημειωματάριο δηλαδή που περιείχε πράματα και θάματα. Σε ανοιχτή επιστολή εξάλλου που δημοσιεύτηκε στην «Repubblica» πρόσφατα, στα μέσα Ιουλίου του 2018, η κόρη του Μπορσελίνο απευθύνει 13 αναπάντητα ερωτήματα για τον φόνο του πατέρα της. Φαλκόνε και Μπορσελίνο παραμένουν ακόμα και σήμερα σύμβολα στον αγώνα του κράτους κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Και παραμένουν σύμβολα γιατί η μάχη μαίνεται ακόμα, έστω και χωρίς τυμπανοκρουσίες, έστω και στο περιθώριο πια της καθημερινότητας…