«Αυτοί οι φόνοι ξεπερνούν ό,τι μπορεί να κατανοήσει μια πολιτισμένη πόλη. Η σφαγή εφτά ανθρώπων μέρα μεσημέρι εγείρει την ερώτηση για το Σικάγο: Είναι πράγματι αβοήθητο;».
Έτσι υποδέχτηκε η εφημερίδα «Chicago Tribune» τη Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου στο φύλλο της επόμενης μέρας, 15η Φεβρουαρίου 1929, αναμεταδίδοντας απλώς την ερώτηση που ήταν πια στα στόματα όλων των πολιτών.
Γιατί μπορεί η Κόζα Νόστρα να είχε ήδη δείξει τα σάπια δόντια της εδώ και χρόνια, ποτέ της όμως δεν είχε σκεφτεί να αποτολμήσει ένα τόσο θρασύ χτύπημα, αψηφώντας κάθε έννοια νόμου και αδιαφορώντας ολωσδιόλου για τις συνέπειες.
Πλέον όμως το πράγμα ήταν πασίδηλο: ο πόλεμος των μαφιόζικων συμμοριών που μάστιζε τους δρόμους του Σικάγου εδώ και χρόνια είχε κλιμακωθεί σε ολομέτωπη σύγκρουση και όλοι γνώριζαν ποιος ήταν ο κύριος υπαίτιος: ο αρχιμαφιόζος Αλ Καπόνε, ο οποίος από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 είχε βαλθεί να συγκεντρώσει τον έλεγχο των παράνομων δραστηριοτήτων στα χέρια του εξοντώνοντας τους ανταγωνιστές του στη διακίνηση αλκοόλ, την πορνεία και τον τζόγο.
Η πρωτοφανής στα αμερικανικά χρονικά κλιμάκωση της βίας κατά την περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης έφτασε έτσι σε νέο ιστορικό υψηλό μέσα σε ένα γκαράζ στη βόρεια πλευρά του Σικάγου ανήμερα της γιορτής των ερωτευμένων του 1929, εκεί δηλαδή που εφτά πρωτοπαλίκαρα του ιρλανδικής καταγωγής γκάγκστερ Τζορτζ «Μπαγκς» Μόραν και Νο 1 εχθρού του Καπόνε εκτελέστηκαν από άντρες ντυμένους σαν αστυνομικούς.
Ήταν η διαβόητη Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, όπως θα έμενε γνωστή, που θα έστεκε πια νέο μνημείο αχρειότητας και θηριωδίας στα εγκληματικά χρονικά των ΗΠΑ, παραμένοντας ακόμα και σήμερα ένα από τα λαμπρότερα δείγματα μαφιόζικης δράσης: τι μπορεί να κάνει δηλαδή ο άνθρωπος στον άνθρωπο στον αθέμιτο αγώνα του για πλούτο και εξουσία…
Το ιστορικό πλαίσιο της σφαγής
Από το 1924-1929 η πόλη του Σικάγου είχε μετατραπεί προοδευτικά σε οικουμενικό συνώνυμο της βίας, της παραβατικότητας και της ανομίας. Καθόλου συμπτωματικά, το ζοφερό γεγονός συνέπιπτε χρονικά με την άνοδο στην εγκληματική ιεραρχία κάποιου Αλ «Σημαδεμένου» Καπόνε, ο οποίος από τη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία της συμμορίτικης σπείρας του «νονού» Johnny Torrio το 1925 δεν έλεγε να καταλαγιάσει.
Και γιατί να το κάνει εξάλλου, καθώς ήταν η Χρυσή Εποχή της Μαφίας! Η Ποτοαπαγόρευση είχε περάσει με νομική διάταξη κατά τη 18η Τροποποίηση το 1920 παρέχοντας έτσι πρωτοφανείς επαγγελματικές προοπτικές για τον υπόκοσμο: οι αμερικανοί γκάγκστερ έβγαζαν πια καραβιές χρημάτων μέσω της παράνομης παραγωγής και διακίνησης αλκοόλ αλλά και της δημιουργίας χώρων για να μπορεί το κοινό να απολαμβάνει ποτό, τζόγο και πορνεία (τα διαβόητα speakeasies).
Το εισόδημα του μικροαφεντικού Καπόνε από τις έκνομες αυτές δραστηριότητες υπολογιζόταν σε 60 εκατ. δολάρια τον χρόνο! Όσο για την προσωπική του περιουσία το 1927, κυμαινόταν γύρω στα 100 εκατ. δολάρια. Οι καιροί είχαν δημιουργήσει πράγματι νέες ευκαιρίες πλουτισμού στον κόσμο του περιθωρίου και ο «Σημαδεμένος» είχε ξεπηδήσει από την Ποτοαπαγόρευση ως το νέο αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος.
Είχε ήδη ξεκάνει εξάλλου χωρίς έλεος τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές του και χρησιμοποιούσε πια το αμέτρητο παραδάκι του για να εξασφαλίζει πολιτική ασυλία αλλά και διασυνδέσεις στον κόσμο της οικονομικής ελίτ. Παρά το γεγονός όμως ότι δεν φοβόταν πλέον κανέναν, τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών σπανίως προορίζονταν να μπουν στο στόχαστρο των Αρχών. Μέχρι να αλλάξει τουλάχιστον ο οραματιστής και καινοτόμος αρχιγκάγκστερ και αυτή την πεπατημένη της Κόζα Νόστρα.
Κι έτσι το 1924, για παράδειγμα, οι φόνοι που συνδέονταν με μαφιόζικα χτυπήματα αποκρυσταλλώθηκαν στους 16, με τους αριθμούς να ανέρχονται σταδιακά στα επόμενα χρόνια φτάνοντας το 1929 σε νέο τραγικό ρεκόρ: πλέον ο πόλεμος των μαφιόζικων οικογενειών μετρούσε όχι λιγότερα από 64 θύματα. Οι ομοσπονδιακές αρχές ούτε τα μέσα είχαν ούτε τη θέληση να τα βάλουν με τη Μαφία, καθώς η δράση ακόμα και του FBI ήταν περιορισμένη. Κι έτσι τους ήταν αρκετό να πιάνουν διαβόητους ληστές τραπεζών και πληρωμένους δολοφόνους, αφήνοντας την Κόζα Νόστρα στην τρομακτική της ησυχία…
Οι αντίπαλοι
Η ιστορική σημασία της Σφαγής της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, πέρα δηλαδή από το να αποτελεί το πλέον διαβόητο χτύπημα της Μαφίας κατά την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης, ήταν η στέψη του Καπόνε στον θρόνο του οργανωμένου εγκλήματος του Σικάγου. Σωστή διασημότητα πια στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ο πανίσχυρος Καπόνε δεν είχε πρόβλημα να διαφεύγει από τη δαγκάνα του νόμου χρησιμοποιώντας τόσο τις υψηλόβαθμες διασυνδέσεις του όσο και το ασύστολο παραδάκι του για να εξαγοράζει συνειδήσεις.
Δεν ήταν φυσικά ο μόνος που ήθελε αποκλειστικότητα στα παράνομα αποστακτήρια, τις ζυθοποιίες, τους οίκους ανοχής, τις χαρτοπαικτικές λέσχες αλλά και τα ολοκαίνουρια speakeasies, καθώς ο ανταγωνισμός ξεφύτρωνε διαρκώς. Κι έτσι μέσα στη μαφιόζικη δράση που σμίλευε πια την καθημερινότητα του Σικάγου δωροδοκώντας κυβερνητικά στελέχη και αξιωματούχους, το δίπολο της φρίκης είχε αποκρυσταλλωθεί μεταξύ του Αλ Καπόνε και του Τζορτζ «Μπαγκς» Μόραν. Οι δυο «νονοί» ανταγωνίζονταν εδώ και χρόνια για εξουσία, χρήμα και κύρος, προσπαθώντας φυσικά να βγάλει ο ένας τον άλλο από τη μέση εδώ και πολύ καιρό.
Κι έτσι ερχόμαστε στις αρχές του 1929, με τον Καπόνε και την οικογένειά του να ξεχειμωνιάζει στο Μαϊάμι (για να γλιτώσει από τη θρυλική κακοκαιρία του Σικάγου), όταν ο συνεργάτης του Τζακ «Πολυβόλο» ΜακΓκαρν να τον επισκέπτεται στην οικία του.
Το πρωτοπαλίκαρο είχε μόλις επιβιώσει από άλλη μια δολοφονική απόπειρα εναντίον του και ήταν πια σίγουρος ότι ο εγκέφαλος που διέταξε την εξόντωσή του δεν ήταν άλλος από τον αεικίνητο Μόραν. Ο αρχιγκάγκστερ είχε μετατραπεί σε ενοχλητικότατο πονοκέφαλο και κάτι έπρεπε επιτέλους να γίνει με την πάρτη του. Αυτό του καταμήνυσε τουλάχιστον ο μπράβος, βρίσκοντας τον Καπόνε απόλυτα σύμφωνο. Η μαφιόζικη φαμίλια του Μόραν έπρεπε να βγει από τη μέση κι έτσι ο «Σημαδεμένος» έδωσε το πράσινο φως (αλλά και τα κονδύλια) για την εξολόθρευση του ανταγωνιστή, θέτοντας επικεφαλής της επιχείρησης τον στενό συνεργάτη του…
Το δολοφονικό σχέδιο
O ΜακΓκαρν ενορχήστρωσε το πράγμα αργά και προσεκτικά. Αρχικά, εντόπισε το στρατηγείο της συμμορίας του Μόραν που λειτουργούσε μέσα σε ένα μεγάλο γκαράζ πίσω από τα γραφεία της μεταφορικής εταιρίας S.M.C. Cartage Company στην οδό North Clark αριθμός 2122. Κατόπιν επέλεξε προσεκτικά τους εκτελεστές, προσλαμβάνοντας πιστολέρο που δεν είχαν σχέση με τον υπόκοσμο του Σικάγου, έτσι ώστε αν γλίτωνε κανείς από το μακελειό να μην μπορεί να συνδέσει το εγκληματικό συνδικάτο του Καπόνε με το χτύπημα. Επόμενο βήμα, να νοικιάσει το διαμέρισμα απέναντι από το γκαράζ και να βάλει 24ωρη παρακολούθηση.
Τώρα έμεναν μόνο οι λεπτομέρειες που θα έκαναν τη διαφορά: η κλοπή περιπολικού αλλά και δύο αστυνομικών στολών…
Στήνοντας το δόκανο
Με το σχέδιο σε εφαρμογή και τους εκτελεστές να περιμένουν σήμα, ήταν τώρα ώρα για την παγίδα. Ο ΜακΓκαρν διέταξε έναν τρίτο διακινητή αλκοόλ να επικοινωνήσει με το μεγαλοαφεντικό Μόραν στις 13 Φεβρουαρίου, παραμονές του χτυπήματος. Ο συνεργός θα ισχυριζόταν στον «νονό» ότι είχε μόλις χτυπήσει μια μεταφορά ουίσκι ανώτερης ποιότητας (του ανάρπαστου μπέρμπον Old Log Cabin) και είχε πια στα χέρια του μπόλικους τόνους από δαύτο, το οποίο ήταν διατεθειμένος να του πουλήσει στη λογικότατη τιμή των 57 δολαρίων τη φιάλη, μια ιδιαιτέρως επικερδής συμφωνία δηλαδή που κανείς δεν θα μπορούσε να πει όχι.
Ο Μόραν το «έφαγε» αμέσως και κανόνισε τάχιστα τη μεταφορά των μπουκαλιών στο γκαράζ του για το επόμενο πρωί. Στις 10:30 π.μ. του είπε να είναι εκεί, στις 10:30 ακριβώς…
Το τέχνασμα πέτυχε
Κι έτσι το πρωινό της 14ης Φεβρουαρίου 1929 οι τσιλιαδόροι του ΜακΓκαρν (τα αδέλφια Harry και Phil Keywell) ήταν κολλημένοι στο παράθυρο του διαμερίσματος παρακολουθώντας τις κινήσεις των μπράβων του Μόραν. Γύρω στις 10:30 τα τσιράκια του Καπόνε αναγνώρισαν στον άντρα που κατευθυνόταν στο γκαράζ το πρόσωπο του «Μπαγκς» Μόραν.
Ειδοποίησαν αμέσως τους τέσσερις εκτελεστές να πιάσουν δουλειά. Εκείνοι επιβιβάστηκαν στο κλεμμένο αστυνομικό όχημα και σύντομα ήταν πια έξω από το λημέρι του Μόραν. Οι τέσσερις πιστολέρο (αν και κάποιες πηγές κάνουν λόγο για πέντε εκτελεστές) Fred «Killer» Burke, John Scalise, Albert Anselmi και Joseph Lolordo βγήκαν τάχιστα από το περιπολικό, με τους δυο ντυμένους αστυνομικούς. Όταν η δολοφονική παρέα όρμησε στο γκαράζ, τα εφτά πρωτοπαλίκαρα του Μόραν θεώρησαν φυσικότατα πως ήταν άλλη μια έφοδος ρουτίνας της αστυνομίας, από την οποία δεν κινδύνευαν φυσικά, καθώς οι επίορκοι αστυνομικοί το μόνο που συνήθιζαν να θέλουν ήταν το κατιτίς τους.
Κι έτσι υπάκουσαν πρόθυμα και ειρηνικά σε ό,τι τους διέταξαν να κάνουν, κάτι που δεν ήταν εξάλλου πρωτόγνωρο: να ευθυγραμμιστούν, να στραφούν προς τον τοίχο και να αφήσουν τα όργανα του νόμου να αφαιρέσουν τα όπλα τους…
«Γάζωμα» με πολυβόλα
Και τότε έγινε το αναπάντεχο: οι αστυνομικοί και οι δύο συνεργάτες τους άνοιξαν πυρ! Δύο αυτόματα Tommy, μια κοντόκαννη καραμπίνα και ένα 45άρι πιστόλι γάζωσαν τα θύματα με περισσότερες από 90 σφαίρες, σε κάτι που ήταν γρήγορο και ιδιαιτέρως αιματηρό: καθένας από τους εφτά μπράβους δέχτηκε τουλάχιστον 15 σφαίρες, κυρίως στο σώμα και το κεφάλι.
Για την Ιστορία, οι δολοφονημένοι ήταν οι Frank και Pete Gusenberg, John May, Albert Weinshank, James Clark, Adam Heyer και ο δρ Reinhart Schwimmer, ένας οπτικός που συνήθιζε να συγχρωτίζεται με κακοποιούς μόνο και μόνο για τη συγκίνηση του πράγματος!
Οι εκτελεστές εγκατέλειψαν ανενόχλητοι τον τόπο του μακελειού, αν και δεν άφησαν τίποτα στην τύχη: αυτόπτες μάρτυρες, που είχαν ακούσει το κονσέρτο των πολυβόλων και παρακολουθούσαν έντρομοι από τα παράθυρά τους, είδαν δύο (ή τρεις κατ’ άλλους) αστυνομικούς να βγαίνουν από το κτίριο και μπροστά τους δύο άντρες με πολιτικά και τα χέρια ψηλά. Κι έτσι υπέθεσαν φυσικότατα ότι η αστυνομία είχε κάνει τη δουλειά της εξαρθρώνοντας κάποιο παράνομο κύκλωμα και συλλαμβάνοντας δυο συμμορίτες. Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο για την επιχειρησιακή τελειότητα του χτυπήματος ότι ακόμα και όταν αποκαλύφθηκε πλήρως η σφαγή, μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης θεωρούσε ότι η αστυνομία ήταν υπεύθυνη για το μακελειό, η αστυνομία που προσπαθούσε απλώς να ρίξει το φταίξιμο αλλού…
Ο Μόραν γλίτωσε ανέπαφος
Έξι από τα θύματα άφησαν την τελευταία τους πνοή επιτόπου, ενώ ο έβδομος, ο Frank Gusenberg, πέθανε τρεις ώρες αργότερα στο νοσοκομείο, αρνούμενος πάντως να κατονομάσει τους δράστες («Frank, ποιος σε πυροβόλησε;», ρώτησε τον αιμόφυρτο κακοποιό ένας αστυνομικός ψιθυρίζοντάς του στο αυτί. «Κανείς δεν με πυροβόλησε», απάντησε αυτός). Παρά τον προσεκτικό σχεδιασμό του χτυπήματος, ήταν η λεπτομέρεια που έκανε τη διαφορά: το λάθος των τσιλιαδόρων. Κι αυτό γιατί ο άντρας που αναγνώρισαν ως Μόραν δεν ήταν άλλος από τον Albert Weinshank!
Ο πραγματικός «Μπαγκς» Μόραν, ο κύριος στόχος της επίθεσης, έφτασε αργοπορημένος στο γκαράζ λίγο μετά τις 10:30 το πρωί, βλέποντας το περιπολικό έξω από την πόρτα. Θεωρώντας πως επρόκειτο για έφοδο της αστυνομίας, εγκατέλειψε επιτόπου τον χώρο, κάτι που του έσωσε φυσικά τη ζωή. Παρά το γεγονός ότι γλίτωσε τη σφαγή, οι μέρες του Μόραν ως αρχιμαφιόζου είχαν περάσει όμως ανεπιστρεπτί…
Το ξανθό άλλοθι
Η σφαγή που στέρησε εφτά ζωές ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου 1929 σκαρφάλωσε στα πρωτοσέλιδα του αμερικανικού Τύπου ήδη από το επόμενο πρωινό. Σοκαρισμένη η κοινή γνώμη από τη βαρβαρότητα της εκτέλεσης αλλά και το απροκάλυπτο του χτυπήματος, έφερε μεγάλη πίεση στους αξιωματούχους της αστυνομίας, οι οποίοι έπρεπε τώρα πάση θυσία να ξεδιαλύνουν την υπόθεση.
Ο Αλ Καπόνε είχε ωστόσο αδιάσειστο άλλοθι, καθώς την ώρα της σφαγής είχε κανονίσει να παρουσιαστεί στον εισαγγελέα του Μαϊάμι για να καταθέσει βολικά για άλλη υπόθεση που τον αφορούσε. Ο εισαγγελέας ήταν το ακλόνητο άλλοθί του. Όσο για τον Τζακ «Πολυβόλο» ΜακΓκαρν, το δικό του άλλοθι έμεινε γνωστό ως «ξανθό άλλοθι»: είχε φροντίσει να κλειστεί σε δωμάτιο ξενοδοχείου με την ξανθιά ερωμένη του από τις 9:00 π.μ. της 13ης Φεβρουαρίου μέχρι και τις 3:00 μ.μ. της 14ης.
Ο εκτελεστής Fred Burke συνελήφθη τελικά τον Μάρτιο του 1931, περισσότερο από δύο χρόνια αργότερα δηλαδή, αν και οι κατηγορίες που τον αφορούσαν ήταν άλλες: κατηγορήθηκε για τον θάνατο αστυνομικού τον Δεκέμβριο του 1929 και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Η απήχηση της Σφαγής του Αγίου Βαλεντίνου στον κόσμο και η γενική κατακραυγή της κοινής γνώμης για τις Αρχές ανάγκασαν μάλιστα σε δραστικές έρευνες. Κι έτσι αυτό ήταν πράγματι ένα από τα πρώτα εγκλήματα η διαλεύκανση του οποίου βασίστηκε εν πολλοίς στην επιστήμη, ήτοι τη βαλλιστική.
Παρά τη νέα τεχνική, κανείς δεν κατηγορήθηκε ή καταδικάστηκε ποτέ για τη μαζική δολοφονία. Αν και δεν διέθεταν επαρκή στοιχεία για να τον φέρουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, τόσο αστυνομία όσο και κοινή γνώμη ήξεραν ποιος ήταν ο υπαίτιος του μακελειού, ο «αρχινονός» Αλ Καπόνε.
Παρά το γεγονός όμως ότι η Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου τον είχε μετατρέψει σε αδιαφιλονίκητο αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος του Σικάγου, σηματοδότησε ταυτοχρόνως και την ηχηρή του πτώση. Κι αυτό γιατί έφερε στο κατόπι του τις ομοσπονδιακές αρχές.
Το χτύπημα, η «μεγαλύτερη σφαγή στα χρονικά του οργανωμένου εγκλήματος του Σικάγου», όπως το ήθελε δικαιολογημένα ο Τύπος, παραήταν εκκωφαντικό για να μπορέσει να το θάψει με τον πλούτο και τις διασυνδέσεις του ο αρχιμαφιόζος…
Η πτώση του Νο 1 δημόσιου κινδύνου
Την ώρα λοιπόν που η Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου απάλλαξε τον Καπόνε από κάθε ανταγωνισμό στο συνδικάτο εγκλήματος του Σικάγου, τον μετέτρεψε σε εχθρό πλέον της ευνοούμενης πολιτείας. Μέσω της αποτελεσματικότατης μαφιόζικης οργάνωσης, του εντυπωσιακότατου εισοδήματος αλλά και της προθυμίας του να ξεκάνει ηχηρά τους ανταγωνιστές του, ο Καπόνε είχε γίνει ένα εγκληματικό μέγεθος που κανείς δεν μπορούσε τώρα να αγνοεί.
Οι εφημερίδες άρχισαν έτσι να τον αποκαλούν «Νο 1 δημόσιο κίνδυνο» και οι ομοσπονδιακές αρχές βγήκαν στο κατόπι του. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή: ο Καπόνε δεν παρουσιάστηκε ενώπιον της ομοσπονδιακής εξεταστικής επιτροπής τον Μάρτιο του 1929 κι έτσι στην επόμενη κλήτευση συνελήφθη και καταδικάστηκε για ασέβεια προς το δικαστήριο. Αφού βγήκε με εγγύηση, συνελήφθη εκ νέου στη Φιλαδέλφεια τον Μάιο με κατηγορίες για οπλοκατοχή. Αφού πέρασε 9 μήνες στη στενή, αφέθηκε τελικά ελεύθερος λόγω καλής διαγωγής.
Τον Φεβρουάριο του 1931, το ομοσπονδιακό δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για την υπόθεση της ασέβειας και τον καταδίκασε σε 6 μήνες φυλακή. Και βέβαια τον Ιούνιο του 1931 ήρθε ο καταπέλτης: οι κατηγορίες για φοροδιαφυγή. Ο Καπόνε καταδικάστηκε τον Οκτώβριο σε 11 χρόνια φυλακή, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1939. Τα τελευταία του χρόνια, μέχρι το 1947, τα πέρασε σε καθεστώς ερημίτη χτυπημένος από σύφιλη και ημιπαράφρονας πια.
Κι όλα αυτά άρχισαν με τη διαβόητη Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, την οποία προγραμμάτιζε ο αρχικακοποιός πολύ καιρό πρωτύτερα. Λίγους μήνες εξάλλου πριν από το δολοφονικό χτύπημα, ο Καπόνε διαμήνυσε σε συνεργάτη του τα σχέδιά του να βγάλει από τη μέση τον Μόραν. Όταν εκείνος υπαινίχθηκε ότι για να «φάει» τον Μόραν θα έπρεπε ο «νονός» να ξεπαστρέψει πολλούς ακόμα, ο Καπόνε δεν δίστασε να του απαντήσει: «Θα στείλω πολλά λουλούδια»…
Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr