Το Rock ‘n’ Roll υπήρξε από τις απαρχές του μια μορφή εξέγερσης ενάντια στον κοινωνικό κονφορμισμό, τα ισχύοντα ηθικά πρότυπα, την εκκλησία. Καλλιτέχνες όπως ο Έλβις Πρίσλεϊ, ο Τζέρι Λι Λιούις και ο Τσακ Μπέρι ανακάτεψαν τα μπλουζ με ήχους από τα γκόσπελ των μαύρων και του αμερικανικού νότου, όμως το τελικό αποτέλεσμα απείχε πολύ από εκκλησιαστική μουσική. Ήταν μάλλον η μουσική της νύχτας, της διασκέδασης.
Με αυτόν τον τρόπο η ροκ έγινε κάτι ξένο για τον «καθώς πρέπει» δυτικό άνθρωπο και κυρίως για τον πιστό Χριστιανό. Το ροκ έχει συνδεθεί με την αμαρτία. Και σε αυτό συμφωνούσαν η επίσημη Εκκλησία και οι καλλιτέχνες. Ήταν ρυθμικό, ερωτικό και πήγαινε κόντρα σε όλες τις παραδόσεις.
Όταν ο Τζον Λένον συνέκρινε τη δημοφιλία των Beatles με αυτή του Ιησού, έκανε παραπάνω από μια παρατήρηση. Στην πραγματικότητα έφτιαχνε δύο στρατόπεδα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος στο τραγούδι του «Imagine» φαντάστηκε έναν κόσμο που δεν θα υπάρχει παράδεισος. Αυτός ήταν ένας κόσμος που κανένας Χριστιανός δεν θα μπορούσε να φανταστεί.
Το πιο σημαντικό ήταν ότι το ροκ αποτελούσε τη μουσική μιας ολόκληρης γενιάς. Της μεταπολεμικής γενιάς, της γενιάς της οικονομικής έκρηξης και της έκρηξης των γεννήσεων. Μίας γενιάς που ξεκάθαρα δεν έμοιαζε με την προηγούμενη.
Σε αντίθεση με αυτή την εικόνα, κάποιοι νεαροί πειραματίστηκαν με την ιδέα του «Ροκ για τον Ιησού». Και βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ερώτημα – θεμελιώδες για εκείνους – πώς η ροκ μουσική θα μπορούσε να είναι χριστιανική και πώς ένας χριστιανός θα μπορούσε να παίξει ροκ.
Οι ρίζες του χριστιανικού ροκ
Το χριστιανικό ροκ είναι ένα είδος μουσικής με στίχους που επικεντρώνονται σε ζητήματα χριστιανικής πίστης, συχνά δίνοντας έμφαση στο πρόσωπο του Ιησού. Για τις περισσότερες εκκλησίες στον δυτικό κόσμο, το εύκολο ήταν να δαιμονοποιούν το ροκ σαν αμαρτωλό, αλλά υπήρχε και μία μειοψηφία που καταλάβαινε ότι η μουσική αυτή ήταν η γλώσσα με την οποία η νεολαία εκφραζόταν. Κατάλαβαν ότι η αντίδρασή των νέων στρεφόταν εναντίον των αξιών των γονιών τους, όπως του υλισμού και του ρατσισμού. Οπότε αντιλήφθηκαν ότι ο Χριστός υπερβαίνει κάθε πολιτισμική έκφραση και έφτιαξαν το «Κίνημα του Ιησού».
Στην πραγματικότητα με τις κοινωνικές και πολιτισμικές αναταραχές της δεκαετίας του ’60, οι εκπρόσωποι της συμβατικής θρησκείας, και όχι των ακραίων εκφάνσεών της, τελικά κατάλαβαν ότι έχαναν τους νέους από τους κόλπους της κατά εκατομμύρια.
Σε κάποιο σημείο οι ροκ μπάντες σταμάτησαν να είναι ευγενικοί νεαροί με ασορτί κουστούμια και έγιναν άπλυτοι χίπηδες που έπαιρναν ναρκωτικά, έκαναν έρωτα ελεύθερα. Εκείνοι συνειδητοποίησαν ότι το να παίρνουν τόνους ψυχότροπα δεν βελτιώνει τη ζωή τους, απλώς τους γεμίζει παραισθήσεις. Μπροστά στο αδιέξοδο αυτό κάποιοι έγιναν δικηγόροι και κάποιοι άλλοι ανακάλυψαν ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί μια πιο ικανοποιητική εναλλακτική.
Αυτοί υπήρξαν και οι εμπνευστές του «Jesus Movement». Ονομάζονταν επίσης και «φρικιά του Ιησού» και ήταν χίπηδες και πάλι, αλλά με λιγότερα ναρκωτικά και σεξ και περισσότερο Ιησού. Στην πραγματικότητα έδειχναν μεγαλύτερη προσήλωση στον Χριστό από τις περισσότερες εκκλησίες και θρησκευτικούς εκπροσώπους, οι οποίοι, σύμφωνα με τους νεαρούς, ήταν προσκολλημένοι σε κανόνες και ιεροτελεστίες και όχι στη χαρά που δίνει ο Θεός.
Κρατήσαν λοιπόν τα μακριά τους γένια και τα σκισμένα τους τζιν και έπαιζαν καθαρό rock and roll και όχι εκκλησιαστική μουσική, περιοδεύοντας σε ναούς με τις μπάντες τους. Οι υπόλοιποι Χριστιανοί άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι στα παιδιά τους άρεσε αυτή η μουσική. Μνημειώδες συγκρότημα που υπήρξε στην πρωτοπορία του είδους The Crusaders.
Όταν το χριστιανικό ροκ έγινε πιο «σκληρό»
Από τη γέννηση όμως της ροκ απέχουμε αρκετές δεκαετίες και η μουσική έχει εξελιχθεί. Υπάρχουν ωστόσο σαφείς αντιστοιχίες με τις πιο σκληρές εκδοχές, όπως αυτή του heavy metal.
Το χριστιανικό metal είναι εξίσου βαρύ και σκληρό με το είδος που γνωρίζουμε όλοι, όσον αφορά στο μουσικό κομμάτι. Η βασική τους διαφορά είναι οι στίχοι. Αντί να έχει μοχθηρούς και καταστροφικούς στίχους, το χριστιανικό metal έχει ένα θετικό πνεύμα. Φέρνει την καλή είδηση του ερχομού του Ιησού και προσπαθεί να φέρει τους οπαδούς του είδους πιο κοντά σε αυτόν.
Τα συγκροτήματα μιλούν επίσης για το μίσος που νιώθουν οι Χριστιανοί για τον Σατανά και το κακό που αυτός προκαλεί στον κόσμο. Αλλά καταπιάνονται και με τα κακώς κείμενα της κοινωνίας.
Χρόνια πριν οι «άγιοι» ρόκερς Stryper έβγαλαν τον δίσκο που θα πωλούσε τα περισσότερα αντίτυπα για το συγκρότημα, με τίτλο: «To Hell With The Devil». Συνδυάζοντας ευλαβείς, αισιόδοξους στίχους ελπίδας με ευχάριστες αρμονικές φωνές, το έργο τους καθιέρωσε ως σταρ του μουσικού τους είδους. Οι μουσικόφιλοι που θυμούνται τους ευαγγελιστές Stryper, το συγκρότημα με τις εξωφρενικές κομμώσεις, μπορεί να μην έπαιρναν στα σοβαρά το χριστιανικό ροκ της εποχής.
Πολλοί διάσημοι μουσικοί του metal, όπως ο τραγουδιστής των Megadeth, Dave Mustaine, δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα διακριτικοί αναφορικά με τη χριστιανική τους πίστη, αν και ποτέ δεν τη διατυμπάνισαν μέσω της μουσικής τους.
Στον χώρο του χριστιανικού metal υπάρχουν πολλά και διάσημα συγκροτήματα: οι Demon Hunter, οι Underoath, οι Vengeance Rising, οι Believer, οι Extol.
«Οι μπάντες υποστηρίζουν την πίστη τους – χορτοφαγία, δικαιώματα των ζώων, πίστη στον Θεό» αναφέρει ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Underoath, Spencer Chamberlain.
«Τα χρόνια της δεκαετίας του ’90 ήταν γεμάτα από τύπους με κόκκινα καπέλα του μπέιζμπολ που σου έλεγαν να σπας πράγματα. Υπήρχε μισογυνισμός, ηδονισμός και ανόητες συμπεριφορές τότε», τόνισε ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Alternative Press. «Κάποιοι νεαροί είπαν “Ε αυτό δεν είναι cool”. Αλλά στην πλειονότητά τους τα συγκροτήματα συμπεριφέρονταν σαν τον Άγιο Πέτρο. Αρνούνταν με πάθος οποιαδήποτε ταμπέλα που περιείχε τη λέξη “Χριστιανός”».
Πίσω στην εποχή που στις ΗΠΑ μεσουρανούσαν συγκροτήματα όπως οι Mötley Crüe, με εξώφυλλα δίσκων που απεικόνιζαν την «πεντάλφα», σύμβολο του Σατανά, οι ροκάδες που πήγαιναν στην εκκλησία έμοιαζαν να είναι εκτός τόπου και χρόνου. Ωστόσο, αντί να απομακρυνθούν, το mainstream και το χριστιανικό ροκ μοιάζουν να προσεγγίζουν το ένα το άλλο από το 1980 και μετά. Μόνο να σκεφτεί κάποιος το ρεύμα των emo και των καλοκουρεμένων και ξυρισμένων νεαρών που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη δύναμη της αγάπης από την εξουσία της λαγνείας.
Οι μοναχοί που ροκάρουν
Στη χώρα μας το ροκ δεν θα το χαρακτήριζε κάποιος ιδιαιτέρως αναπτυγμένο ως μουσικό είδος. Φυσικά φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά όπως σε όλον τον κόσμο: περιθωριακό, άγριο, συνδεδεμένο με αμφισβήτηση για τις νόρμες που επιβάλλει η εξουσία.
Σε πολλές περιπτώσεις η επίσημη Εκκλησία έχει δείξει την αντίθεσή της, ακόμη και την απέχθειά της για οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτό που ονομάζεται ροκ μουσική. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την ανάρτηση του Αρχιμανδρίτη Νεκτάριου Μουλατσιώτη με τίτλο : «Οι Iron Maiden θα φέρουν το θάνατο», όπου με λίγα λόγια ο ιερωμένος προειδοποιούσε για τα κακά που θα βρουν την Ελλάδα μετά τη συναυλία του αγγλικού συγκροτήματος στην Μαλακάσα και την παρουσία του τραγουδιστή Bruce Dickinson στη σκηνή με έναν «φλεγόμενο» σταυρό.
Το ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτή την υπόθεση είναι ότι ο συγκεκριμένος Αρχιμανδρίτης έχει υπάρξει στο παρελθόν ουσιαστικά «μάνατζερ» ίσως του μοναδικού ροκ σχήματος που αποτελούνταν από μοναχούς: τους «Ελεύθερους».
Οι «Ελεύθεροι», ή όπως έγιναν ευρέως γνωστοί στο κοινό «Παπαροκάδες», απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ και τη μουσική σκηνή της χώρας στο πρώτο μισό της πρώτης δεκαετίας του 2000. Κυκλοφόρησαν το πρώτο τους cd με τίτλο «Έμαθα ελεύθερος να ζω» και σάρωσαν τα εγχώρια τσαρτς.
Η αλήθεια είναι ότι η παρουσία τους δίχασε, καθώς η μοναχική του ιδιότητα και το ροκ ύφος που είχαν μουσικά σε πολλούς δεν ήταν ταιριαστά. Ιδίως μέσα στους κόλπους της επίσημης Εκκλησίας και στους κατ’ εξοχήν συντηρητικούς πιστούς. Αλλά και από την πλευρά της «ροκ κοινότητας» δεν έτυχαν ευνοϊκής μεταχείρισης.
Σε γενικές γραμμές στην Ελλάδα δεν υπήρξε κάποιο οργανωμένο μουσικό ρεύμα που να προάγει το χριστιανικό ιδεώδες, παρά μόνο σποραδικές και διαφορετικές μεταξύ τους προσπάθειες, χωρίς αξιοσημείωτη απήχηση.
Οι Παπαροκάδες αποτέλεσαν ένα ξέσπασμα μόδας, που θέλησε να αμφισβητήσει την εξαχρείωση και να επαναφέρει στη νεολαία τις ορθόδοξες αξίες με έναν πιο σύγχρονο τρόπο.
Εδώ και χρόνια, τα άλλα δόγματα της χριστιανικής πίστης είχαν αγκαλιάσει τους νεανικούς ήχους και τους είχαν εντάξει στις λειτουργίες. Στην Αμερική, κυρίως, αλλά και στην Ευρώπη υπήρξαν δεκάδες συγκροτήματα χριστιανικού ροκ ή χιπ-χοπ, μερικά από τα οποία μάλιστα γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία ξεπερνώντας τα δύο εκατομμύρια αντίτυπα σε πωλήσεις, ενώ υπάρχουν δισκογραφικές εταιρείες που ασχολούνται αποκλειστικά με τέτοια γκρουπ.
Οι «Ελεύθεροι» υπήρξαν ένα μουσικό σύνολο αποτελούμενο από μέλη των χριστιανικών κατασκηνώσεων Τρικόρφου, του Ορθοδόξου Ιεραποστολικού Κέντρου Νεότητας Ηλιούπολης.
Ο πρώτος τους δίσκος περιελάμβανε 10 τραγούδια χριστιανικού περιεχομένου, αλλά και πολιτικών αιχμών, όπως: «Βαρεθήκαμε υποσχέσεις μ’ ακριβά ανταλλάγματα και την ένταξή μας σε προγράμματα, τα φαντάσματα της Δύσης μια ζωή μας κυνηγούν κι ό,τι μας απέμεινε μας το ζητούν. Τους αγωνιστές τους έγραψε η ιστορία μα σαπίσανε μες στις φυλακές. Φίλε, ν’ αγαπάς Ελλάδα – Ορθοδοξία όταν τα ξεχνάς δεν υπάρχει ελευθερία».
Το τραγούδι δε «Πήρα τον δρόμο της φωτιάς» ήταν αφιερωμένο και γραμμένο για τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο με στίχους όπως: «Λόγια πύρινα από τα χείλη σου βγήκανε και αγγίξανε τον παλμό της καρδιάς κι όταν βούρκωσες αστραπές ακουστήκανε που ξυπνήσανε την ελπίδα ξανά».
Στο απόγειο της δόξας τους απασχολούσαν σχεδόν καθημερινά τα ΜΜΕ. Το συγκρότημα πια δεν υπάρχει και μάλιστα τα μέλη του έχουν απαρνηθεί τη μοναχική τους ιδιότητα και έχουν επιστρέψει στα «εγκόσμια».