Ένας νέος μεγαλωμένος στο Μεντεγίν της Κολομβίας στη δεκαετία του 50 (και εξής) είχε ένα σχεδόν προκαθορισμένο μέλλον. Η πόλη αυτή της Λατινικής Αμερικής ήταν η παραγωγός του «ναρκωτικού των αστών», την κοκαΐνη, σε ποσότητες που όπως είχε αναφέρει ένας από τους εμπλεκόμενους με το καρτέλ του Μεντεγίν «βγάζαμε τόση πολύ κοκαΐνη που η Αμερική δεν προλάβαινε να τη ρουφήξει…».
Για δεκαετίες η Κολομβία και το Μεντεγίν συγκεκριμένα έγινε διάσημη εκτός από όλα όσα παρήγαγε αλλά και για την εξαγωγή τόνων ναρκωτικών αλλά και τον περιβόητο ναρκοβαρώνο, Πάμπλο Εσκομπάρ. Η ιστορία του Πάμπλο ήταν τόσο γνωστή που οι ανταγωνιστές του και όσοι προσπάθησαν να πάρουν το θρόνο του, μπήκαν κάτω από τη σκιά του.
Μία γυναίκα ωστόσο κατάφερε να αντιμετωπίσει τον Εσκομπάρ στα ίσια και να ανακηρυχθεί σε «Βασίλισσα της κοκαΐνης» σε δύο χώρες. Η Γκρισέλντα Μπλάνκο γεννημένη μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια, επιβίωσε από τους δρόμους του Μεντεγίν για να ανέβει στην ιεραρχία των βαρόνων, μέσα από ένα αιματοβαμμένο δρόμο πασπαλισμένο με τόνους κοκαΐνης.
Ο πρώτος φόνος στην ηλικία των 11 ετών
Η Μπλάνκο γεννήθηκε το 1943 σε μια παραγκούπολη της Medellin και γρήγορα εντάχθηκε στις παιδικές συμμορίες των δρόμων. Στα 11 της, κατηγορήθηκε για την απαγωγή ενός 10χρονου αγοριού! Μόλις στα 11 της χρόνια. Ζήτησε λύτρα για να παραδώσει πίσω το παιδί και όταν οι γονείς αρνήθηκαν δώσουν το πόσο, το δολοφόνησε.
Ο συγκεκριμένος φόνος δεν έχει διαλευκανθεί ακόμα αλλά ο μύθος γύρω από τη ζωή γκάνγκστερ που έζησε η Γκρισέλντα ήθελε να έχει ξεκινήσει «εντυπωσιακά».
Έχοντας ήδη εξασκηθεί σε μικροκλοπές, στα 14 το έσκασε από τη μητέρα της και στράφηκε στην πορνεία. Επιβίωσε με αυτό το τρίπτυχο (απαγωγές, μικροκλοπές, πορνεία) μέχρι που παντρεύτηκε το σωματέμπορο Κάρλος Τρουχίλο με τον οποίο και απέκτησε 3 παιδιά.
Οι δυο τους χώρισαν άσχημα και με μεγάλες διαμάχες στα τέλη του ’60 και λίγο αργότερα ο Τρουχίλο είχε την τύχη όλων των εχθρών της Μπλάνκο.
Ο νέος γάμος και οι επιχειρήσεις μεγαλώνουν
Ο επόμενος γάμος της Μπλάνκο ήταν με τον έμπορο κοκαΐνης Αλμπέρτο Μπράβο, με τον οποίο ανέπτυξαν τις επιχειρήσεις τους.
Οι επιχειρήσεις με την κολομβιανή ήταν τόσο επικερδείς που τους «ανάγκασαν» να μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη. Μέχρι τα μέσα του ’70 η «γιαγιά της κοκαΐνης» είχε ήδη πιλότους αεροσκαφών στις υπηρεσίες της, προκειμένου να μεταφέρουν τα ναρκωτικά. Αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί.
Χρησιμοποίησε ως όπλο της την βία. Σε όλη της την καριέρα προσπάθησε να πείσει τους άνδρες ναρκοβαρώνους γύρω της ότι δεν ήταν ένα άτομο με το οποίο θα ξέμπλεκαν εύκολα.
Στην καριέρα της έμεινε γνωστή και με το προσωνύμιο «Νονά» αλλά και «Μαύρη Χήρα». Και αυτό γιατί δολοφόνησε και τους 3 συζύγους της, ενώ οργάνωσε και τους φόνους πάνω από 40 ατόμων μεταξύ Νέας Υόρκης και Μαϊάμι. Μάλιστα ήταν περήφανη για τον φόνο ενός δίχρονου παιδιού καθώς όπως είχε παραδεχθεί η ίδια «θα αναστάτωνε τον πατέρα του».
Οι επιχειρηματικές και φονικές εφευρέσεις
Η Μπλάνκο ήταν μία γυναίκα που προκαλούσε τον τρόμο και στους εχθρούς της αλλά και στους δικούς της. Όταν έφυγε με τον δεύτερο άντρα της από την Κολομβία και μπήκε στο εμπόριο της κοκαΐνης από τη χώρα της Λατινικής Αμερικής στις ΗΠΑ έπρεπε να σκεφτεί διάφορους τρόπους ώστε να μπορεί να βάζει τα ναρκωτικά με μεγαλύτερη επιτυχία στη χώρα.
Τα αεροπλάνα μετέφεραν πολύ μεγάλες ποσότητες αλλά πλέον είχε γίνει επικίνδυνη η προσγείωσή τους χωρίς απώλειες. Έτσι εφηύρε και κατασκεύασε γυναικεία εσώρουχα με ειδικές θήκες όπου μέσα τους έμπαιναν τα πακέτα της κοκαΐνης. Η Μπλάνο ωστόσο ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε μηχανές με δύο αναβάτες για τις δολοφονίες drive-by που οργάνωνε.
Μεσουράνησε τη δεκαετία του ’70 και του ’80 στον κόσμο των ναρκωτικών. Στο απόγειο της δόξας της «έτρεχε» μία επιχείρηση που της απέφερε 80 εκατ. δολάρια κάθε μήνα. Ωστόσο είχε δολοφονήσει τόσους πολλούς ανθρώπους στο Μαϊάμι και είχε δημιουργήσει τόσους εχθρούς που αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στην Κολομβία.
Εκτός αυτού το FBI έφτασε κοντά σε αυτήν και 30 από τους συνεργάτες της, στην μεγαλύτερη επιχείρηση για τα ναρκωτικά της ιστορίας των ΗΠΑ μέχρι τότε. Αλλά κατάφερε να ξεγλιστρήσει.
Ο φόνος του δεύτερου συζύγου και ο τρίτος που είχε την ίδια τύχη
Το προσωνύμιο «Μαύρη Χήρα» δεν βγήκε τυχαία. Όταν η Μπλάνκο επέστρεψε στη Μποκοτά είχε μαζί της ένα μικρό στρατό πιστών κακοποιών. Ήθελε να αντιμετωπίσει τον δεύτερο σύζυγό της Αλμπέρτο.
Όταν οι δύο στρατοί βρέθηκαν έγινε σφοδρή ανταλλαγή πυρών. Η Γκρισέλντα πυροβόλησε στο πρόσωπο τον άνδρα της παρόλο που είχε δεχθεί και η ίδια πυρά στο στομάχι. Ο τρίτος σύζυγός της την εγκατέλειψε παίρνοντας μαζί και τον γιο τους. Μέγιστο λάθος καθώς βρέθηκε και εκείνος δολοφονημένος.
Η Μπλάνκο ζούσε τη μεγάλη ζωή. Αφού είχε εξοντώσει τους αντιπάλους της έφτασε να έχει κέρδη μέχρι και 1 δισ. δολάρια. Διέθετε μια τεράστια βίλα στη Φλόριντα και στο Μαϊάμι Μπιτς καθώς και ένα στόλο πολυτελών οχημάτων.
Αγόραζε διαμάντια της Εβίτα Περόν, ενώ έφτασε στο σημείο να ζητήσει να φιλοτεχνηθεί ένα μπρούτζινο άγαλμα της ίδιας.
Όλα αυτά όμως θα κρατούσαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80.
Η φυλάκιση και το τέλος από την ίδια φονική της επινόηση
Το 1985 η αστυνομία κατάφερε να εισβάλει στο σπίτι της και να συλλάβει τη Μπλάνκο. Αρχικά, καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκισης. Ωστόσο ακόμη και μέσα από τα κάγκελα συνέχιζε να διευθύνει το κύκλωμα εμπορίας ναρκωτικών που είχε υπό τον έλεγχό της,
Οργάνωνε δολοφονίες, απαγωγές και κάθε είδους ενέργεια που χρειαζόταν ώστε να κρατήσει τα ηνία στη μεταφορά κοκαΐνης από την Κολομβία στις ΗΠΑ.
Μετά από σχεδόν 20 χρόνια και συγκεκριμένα το 2004 βγήκε από τη φυλακή και προσπάθησε να σβήσει τα ίχνη της από τους εχθρούς που όλα αυτά τα χρόνια είχε δημιουργήσει.
Τα τελευταία χρόνια, είχε βγει από την ενεργό δράση και ζούσε στη γενέτειρά της Μεντεγίν της Κολομβίας, καθώς είχε ήδη εκτίσει σχεδόν 20 χρόνια σε αμερικανική φυλακή.
Το τέλος της ήταν ταιριαστό με την ζωή που έζησε και τις ζωές που αφαίρεσε. Μία μέρα του 2012 ψώνιζε σε ένα τοπικό κατάστημα στο Μεντεγίν. Μία μηχανή πλησίασε, ο συνοδηγός την εκτέλεσε πυροβολώντας την δύο φορές στο κεφάλι.
Η αστυνομία αρκέστηκε να σχολιάσει ότι «δε γνωρίζουμε γιατί την σκότωσαν, ωστόσο η πρώτη υπόθεση είναι πιθανότατα για λόγους εκδίκησης».