Έχει ανακηρυχθεί το πλουσιότερο άτομο Αφροαμερικανικής καταγωγής του 20υ αιώνα. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού ο τραπεζικός λογαριασμός της Όπρα Γουίνφρεϊ περιλαμβάνει το αστρονομικό ποσό των 2,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων (περίπου 2,1 δισ. ευρώ), τοποθετώντας την στο νούμερο 887 της λίστας του Forbes για το 2018.
Η βαριά βιομηχανία της αμερικάνικης τηλεόρασης βρέθηκε επίσης το 2017 στην 21η θέση των πιο ισχυρών γυναικών παγκοσμίως. Και ενώ θα σκεφτόταν κανείς ότι ο δρόμος προς τη δόξα και τον πλούτο ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, η προσωπική της ζωή έρχεται να διαψεύσει κάθε τέτοια πεποίθηση.
Γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1954 στην πόλη Κοσκιούσκο του Μισισιπί από την έφηβη μητέρα της Βερνίτα, ύστερα από μια βραδιά περιστασιακού σεξ με έναν άγνωστο, που έμελλε να γίνει ο πατέρας της. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που περιέγραψε σε συνέντευξη της το 2015 στο «Women’s Magazine» τη σχέση των γονιών της. «Ο Βέρνον Γουίνφρι ήταν περίεργος για το τι συνέβαινε κάτω από τη φούστα της μαμάς μου και πολύ σύντομα έμαθε».
Η οικογενειακή θαλπωρή ήταν άγνωστη στην Όπρα. Όλα όσα συγκεντρώνονται στο πρόσωπο μιας μητέρας για το παιδί της, η Όπρα δεν τα γνώρισε ποτέ μιας και η μητέρα της δεν την ήθελε.
Σε όρους απόλυτης φτώχιας, με σακιά πατάτας που μετατρέπονταν στα ρούχα της μικρής, κάνοντας την συχνά τον περίγελο της γειτονιάς, μητέρα γι’ αυτήν έγινε η γιαγιά της Hattie Mae Lee, που την έμαθε να διαβάζει πριν καν γίνει τριών ετών. Γαλουχήθηκε μέσα στην εκκλησία, εκεί όπου συχνά διάβαζε τη Βίβλο και είχε αποκτήσει το παρατσούκλι «ο ιεροκήρυκας».
Η Όπρα δεν έχει μνήμες από τη μητέρα της παρά μόνο από την ηλικία των έξι και μετά, όταν αναγκάστηκε να επιστρέψει σε αυτή μετά το θάνατο της γιαγιάς της.
«Στα έξι μου μού σύστησαν μια γυναίκα την οποία αποκάλεσαν μαμά μου. Για πολλά χρόνια είχα μία ερώτηση: τι είναι η μαμά; Τι πρέπει να νιώθεις γι’ αυτήν» είχε πει στο «Women’s Magazine». Και ενώ η πίστη της για το Θεό, που τόσο είχε καλλιεργήσει η γιαγιά της, ήταν παρούσα και την καθοδηγούσε, ένα ήταν το συναίσθημα που την κυρίευε: αυτό της απόλυτης μοναξιάς. «Είμαι μόνη μου. Πρέπει να φροντίσω τον εαυτό μου» έλεγε.
Η καθημερινότητα με τη μαμά της και η προσπάθεια της τελευταίας να την αναθρέψει αποτυγχάνει παταγωδώς και η μικρή πάει να μείνει με τον μπαμπά της στο Νάσβιλ του Τενεσί. Αλλά και αυτή η συμβίωση δεν κρατά παρά ένα χρόνο, μετά τον οποίο η Όπρα επιστρέφει στη μητέρα της. Και εκεί γνωρίζει την απόλυτη φρίκη. Κακοποιείται σεξουαλικά από έναν ξάδερφό της και έναν θείο της και αντί για την απόλυτη προσοχή που αξίζει ένα παιδί, εκείνη γνωρίζει την απαξίωση και το βιασμό.
Στην ηλικία των 14 ετών μένει έγκυος. Η έκτρωση δεν αποτελούσε επιλογή. «Όταν έμεινα έγκυος δεν ήξερα καν τι σημαίνει η λέξη εγκυμοσύνη. Η επιλογή του τερματισμού της δεν υπήρχε. Κάθε μήνα φούσκωνα και συνειδητοποιούσα ότι κάτι μου συμβαίνει. Ρώτησα κάποια κορίτσια στο σχολείο. Στην κυριολεξία έπρεπε να ψάξω πόσο διαρκεί μια εγκυμοσύνη. Εντάξει, 9 μήνες, έλεγα στον εαυτό μου. Και μετά θα πρέπει να αυτοκτονήσεις» λέει στη συνέντευξη στο περιοδικό.
Η έφηβη γεννάει πρόωρα το γιο της, ο οποίος πεθαίνει πριν πάρει εξιτήριο από το μαιευτήριο. Η Όπρα δεν κρατάει ούτε για λίγο το μωρό στην αγκαλιά της. «Δεν ένιωσα καμία σύνδεση μαζί του. Ήμουν σε έναν ανεμοστρόβιλο σύγχυσης και άρνησης. Τεράστια άρνηση» λέει στη συνέντευξή της.
Η εφηβική ζωή της Όπρα έχει βγει εκτός ελέγχου. Εκείνη δεν ξέρει πώς να νιώσει, δεν θέλει να πενθήσει, δεν ξέρει καν πώς να το κάνει. Κι’ όμως παραδέχεται ότι αυτή η τραυματική εμπειρία της γέννας και του θανάτου του μωρού αποδείχτηκε το σημείο καμπής της ζωής της. «Τότε έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου: φεύγω από εδώ, θα κάνω κάτι καλύτερο για μένα».
Αυτό και έκανε. Επιστρέφει στον πατέρα της στο Τενεσί και με τη βοήθεια του ίδιου αλλά και των δασκάλων της γίνεται άριστη μαθήτρια, κερδίζει μια υποτροφία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Τενεσί και μεταξύ άλλων και μια δουλειά στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Μέχρι τα 19 της είχε γίνει εκφωνήτρια ειδήσεων και ακολούθησε μια ενημερωτική ραδιοφωνικό εκπομπή. Το άστρο της είχε αρχίσει δειλά και σταθερά να λάμπει.
«Αν είχα μεγαλώσει σε μια οικογένεια με στοργή και αγάπη δεν θα ήμουν εδώ που είμαι σήμερα. Θα είχα νιώσει σίγουρα πολύ λιγότερη ανάγκη να αποδείξω σε όλους ότι έχω μια θέση σε αυτό τον κόσμο» είχε πει.
Τη στοργή βέβαια που δεν βρήκε στην οικογένειά της τη βρήκε στον επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες σύντροφό της Στέντμαν Γκράχαμ, τον άνθρωπο που δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά με τον οποίο πορεύεται μαζί όλα αυτά τα χρόνια.
Η Όπρα έγινε γνωστή από το πρώτο τηλεοπτικό talk-show που παρουσίασε, το «People are talking» το 1976. Το ταλέντο της αναδεικνύεται αμέσως στο γυαλί και σύντομα θα βρεθεί στην παρουσίαση της πρωινής εκπομπής «A.M. Chicago», που από τα τάρταρα της τηλεθέασης βρίσκεται σύντομα στην κορυφή.
Οι επαγγελματικές πόρτες ανοίγουν η μία μετά την άλλη, όχι μόνο στο χώρο της παρουσίασης, αλλά και στο χώρο του κινηματογράφου. Το ντεμπούτο της στο «The Color Purple» του Στίβεν Σπίλμπεργκ το 1985 την βάζει υποψήφια για Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου.
Και έρχεται το 1986, η χρονιά που θα την κάνει βασίλισσα της τηλεόρασης καθώς ξεκινάει το πρόγραμμα «Oprah Winfrey Show», ένα τηλεοπτικό προϊόν που τοποθετείται στο πρόγραμμα περισσότερων από 120 σταθμών, αποκτάει 10.000.000 φανατικούς θαυμαστές και προβάλλεται για 25 χρόνια, μέχρι το 2011! Από το πλατό της περνούν μεγάλες προσωπικότητες που τις ανοίγουν την καρδιά τους: από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τον Μάικλ Τζάκσον και τη Μαντόνα, μέχρι τον Μπαράκ Ομπάμα, τον Ντόναλντ Τραμπ, τον Μπιλ Κλίντον και τον Μπιλ Γκέιτς, όλοι μιλούν στη βασίλισσα της τηλεόρασης.
Η Όπρα αποκτά τα δικαιώματα της εκπομπής της από το ABC και μπαίνει στον επιχειρηματικό κόσμο με τη δική της εταιρεία παραγωγής Harpo Productions, που ανεβάζει διαρκώς τα νούμερα στον τραπεζικό της λογαριασμό.
Πώς την αντιμετώπισε ο οικογενειακός της περίγυρος όταν απόκτησε λεφτά; Συγκεκριμένα είχε πει. «Ξαφνικά απέκτησε πολλά ξαδέλφια. Ξεκίνησε από το ραδιόφωνο, τότε μου ζήταγαν να τους δώσω 50 δολάρια. Όταν μπήκα στο χώρο της τηλεόρασης, έγιναν 500 δολάρια. Μια μέρα ένας ξάδερφος ήρθε σε ένα πικ νικ και μου είπε “Χρειάζομαι 5.000 δολάρια!”. Και όταν έγινα πλούσια άρχισαν όλοι να μου λένε “πρέπει να φροντίσεις τη μητέρα σου”. Η ίδια η μητέρα μου μου έλεγε “οφείλεις να με φροντίσεις”. Και εγώ συνέχιζα να αναρωτιέμαι: τι πρέπει να νιώθω για τη μαμά μου; Ακόμα και τότε δεν ήξερα. Αλλά ο ηθικός μου κώδικας μου έλεγε τι είναι το σωστό. Οπότε τη φρόντισα μόνο και μόνο από αίσθημα ευθύνης» είχε πει.
Η άρνησή της να κάνει την εκπομπή της «κίτρινη» την καθιερώνει στην καρδιά του τηλεοπτικού κοινού, που την ακολουθεί ό,τι και αν κάνει. Η τηλεθέαση εκτοξεύεται, ο μισθός της επίσης, ενώ στην κορυφή βρίσκονται και οι δικές της παραγωγές, όπως η μίνι σειρά ««The Women of Brewster Place».
Το 1999 γίνεται συνιδρύτρια της εταιρείας Oxygen Media, που κάνει εκπομπές μόνο για γυναίκες στην καλωδιακή τηλεόραση και το ίντερνετ και το 2000 κυκλοφορεί το περιοδικό της «O: The Oprah Magazine», που τη μετέτρεψε σε μεγιστάνα και της έντυπης ενημέρωσης.
Το Forbes υπολογίζει την περιουσία της στα 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Το φιλανθρωπικό της σωματείο, το Oprah’s Angel Network, έχει δαπανήσει περισσότερα από 51 εκατ. δολάρια σε αγαθοεργίες που εκτείνονται από την εκπαίδευση των κοριτσιών της Νότιας Αφρικής μέχρι και την ανακούφιση των θυμάτων του τυφώνα Κατρίνα.
Η 64χρονη σήμερα ισχυρή γυναίκα της αμερικανικής βιομηχανίας κατάφερε να μετατρέψει τις πληγές της σε σοφία, να αποκτήσει, όπως ήθελε, τη θέση της στον κόσμο, μια θέση ισχυρή, να βγει από τη φτώχεια που μεγάλωσε και να βοηθήσει όσες γυναίκες βρέθηκαν κάποια στιγμή στη δική της θέση. «Οι προκλήσεις είναι δώρα που μας αναγκάζουν να ψάχνουμε για ένα καινούργιο κέντρο βαρύτητας. Μην τις μάχεστε. Βρείτε έναν τρόπο να ξεχωρίσετε» είχε πει. Αυτό δηλαδή που έκανε και η ίδια.