Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, κατέστησε σαφή την πρόθεσή του να ανατρέψει την υφιστάμενη παγκόσμια οικονομική τάξη των πραγμάτων αρκετό καιρό πριν επανεκλέγει. Τώρα ύστερα από 100 ημέρες από την ανάληψη της εξουσίας, έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο προς αυτόν τον στόχο.

Ο Τραμπ σε μόλις 100 ημέρες κατάφερε να ξεκινήσει έναν εμπορικό πόλεμο, να ακυρώσει διεθνείς συμφωνίες και άφησε να εννοηθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να μην υπερασπιστούν την Ευρώπη σε περίπτωση κρίσης.

Ο Τραμπ κηρύσσει εμπορικό πόλεμο, τι σημαίνουν οι νέοι δασμοί για ΕΕ, Ασία και αγορές

Οι ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ σε δύο χρόνια, σύμφωνα με την Patricia Cohen των New York Times, ενδέχεται να μειώσουν ή και να ανατρέψουν την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο. Με τη θητεία του προέδρου Τραμπ, βάσει του Συντάγματος να λήγει σε τέσσερα χρόνια, εγείρεται ένα κρίσιμο ερώτημα: Μπορεί ο επόμενος πρόεδρος να ανατρέψει όσα έχει επιβάλει η κυβέρνηση Τραμπ;

«Η βάση του MAGA και ο JD Vance θα συνεχίσουν να υπάρχουν πολύ μετά την αποχώρηση του Τραμπ», δήλωσε ο Ίαν Γκόλντιν, καθηγητής παγκοσμιοποίησης και ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

«Ανεξάρτητα από το ποιος θα βρεθεί στον Λευκό Οίκο την επόμενη μέρα, οι συνθήκες που γέννησαν το κίνημα Make America Great Again παραμένουν», συνέχισε ο κ. Γκόλντιν, σημειώνοντας πως για τον υπόλοιπο κόσμο παραμένει η ανησυχία ότι «μπορεί να υπάρξει κι άλλος Τραμπ στο μέλλον».

Ως αντίδραση, πολλοί σύμμαχοι των ΗΠΑ κινούνται για τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών και την ενίσχυση συμμαχιών ασφαλείας, χωρίς την αμερικανική συμμετοχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και χώρες της Νότιας Αμερικής δημιούργησαν πρόσφατα μία από τις μεγαλύτερες ζώνες ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο, σηματοδοτώντας μια στροφή προς μεγαλύτερη αυτονομία από την Ουάσινγκτον.

«Ο κόσμος προχωρά», δήλωσε ο Ίαν Γκόλντιν. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες θα αναδιαμορφωθούν, νέες εταιρικές σχέσεις θα δημιουργηθούν, και ξένοι φοιτητές, ερευνητές και τεχνολογικά ταλέντα θα αναζητήσουν άλλους προορισμούς με περισσότερες ευκαιρίες. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να αποκαταστήσουν γρήγορα τη θέση τους στην παγκόσμια οικονομία», πρόσθεσε.

Ταυτόχρονα η περιφρόνηση του Αμερικανού προέδρου προς τους διεθνείς θεσμούς ενισχύει, στην πραγματικότητα, τη δύναμη της Κίνας που αποτελεί βασικό γεωπολιτικό αντίπαλο των ΗΠΑ.

«Η κυβέρνηση Τραμπ δημιουργεί τεράστιες ευκαιρίες για τον Σι Τζινπίνγκ και την Κίνα», δήλωσε ο Όρβιλ Σελ, διευθυντής του Κέντρου Σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας στην Asia Society της Νέας Υόρκης.

Οι New York Times αναφέρουν πως ο κινέζος πρόεδρος επιδιώκει να εκμεταλλευτεί τη στροφή του Τραμπ προς τον προστατευτισμό, ώστε να παρουσιάσει το Πεκίνο ως υπερασπιστή του ελεύθερου εμπορίου και να διεκδικήσει τον ρόλο του νέου ηγέτη του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος.

Το επιχείρημα του Σι Τζινπίνγκ έχει βρει ιδιαίτερη απήχηση σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και της Αφρικής, με την Κίνα να προβάλλεται σύμφωνα με τον πρώην ανώτερο αναλυτή της CIA, Jonathan Czin, ως «σταθερή, ψύχραιμη και αξιόπιστη σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Ωστόσο, μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ δεν αποτελεί τόσο η τωρινή εξωτερική πολιτική του Τραμπ όσο η μακροπρόθεσμη διάβρωση των θεσμών που στηρίζουν την καινοτομία, τη δημόσια γνώση και τη στρατηγική λήψη αποφάσεων στην οποία έχει προβεί η κυβέρνησή του.

Σύμφωνα με τους New York Times, η κυβέρνηση Τραμπ έχει προχωρήσει σε περικοπές δισεκατομμυρίων δολαρίων από επιχορηγήσεις προς πανεπιστήμια, επιστήμονες και ερευνητικά ιδρύματα, υπονομεύοντας κρίσιμα έργα σε τομείς όπως η καταπολέμηση ασθενειών, η κλιματική αλλαγή, τα προγράμματα καθαρής ενέργειας, η υπολογιστική τεχνολογία, η γεωργία, η άμυνα και η τεχνητή νοημοσύνη.

Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ

Αυτό το κύμα περικοπών, σύμφωνα με ειδικούς, δεν αποτελεί απλώς οικονομική επιλογή, αλλά πλήγμα στη μακροπρόθεσμη τεχνολογική και επιστημονική πρωτοπορία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Τα ιδρύματα εκφράζουν έντονη ανησυχία για το ενδεχόμενο «διαρροής εγκεφάλων», καθώς Αμερικανοί και ξένοι ερευνητές στρέφονται σε άλλες χώρες για χρηματοδότηση, θέσεις εργασίας και ακαδημαϊκή ελευθερία.

Έτσι η αποδυνάμωση των ερευνητικών υποδομών των ΗΠΑ όχι μόνο απειλεί την εθνική τους ανταγωνιστικότητα, αλλά ενισχύει διεθνείς αντιπάλους που επενδύουν στρατηγικά στην καινοτομία και τη γνώση.

«Το ερώτημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες τώρα είναι το εξής: πόσο βαθιά είναι η υποστήριξη προς το σύστημα όπως το γνωρίζαμε», σημειώνει ο David Ekbladh, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Tufts. Πολλοί ψήφισαν τον Τραμπ ακριβώς επειδή υποσχέθηκε να ανατρέψει αυτό το σύστημα. «Θέλουν οι Αμερικανοί πραγματικά να εξαφανιστεί αυτό το σύστημα;», διερωτάται ο καθηγητής.