Πολλοί είναι αυτοί που έχουν τα όνειρα και τη φιλοδοξία να φτάσουν πολύ ψηλά με το έργο τους. Να γράψουν κάτι το οποίο θα μείνει στην ιστορία και θα τους βάλει στο πάνθεον των δημιουργών. Όταν ειδικά μιλάμε για συγγραφείς ή ανθρώπους που ασχολούνται με τον κινηματογράφο, το σημείο καμπής που θα τους βγάλει από την αφάνεια συνήθως έρχεται από ένα τυχαίο γεγονός. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έκαναν τα πάντα για να τα καταφέρουν, αλλά οι ιστορίες που έχουν μοιραστεί οι μεγάλοι γραφιάδες του κόσμου, πάντα περιέχουν μία τροπή του μεγάλου σεναρίου που λέγεται ζωή, η οποία άλλαξε το ρου της ιστορίας τους.
Ποιος θα φανταζόταν λοιπόν ότι μία από τις πιο τρομακτικές ταινίες όλων των εποχών (για πολλούς ή πιο τρομακτική) θα έκρυβε πίσω του μία κωμική ιστορία. Μία ιστορία που θα τροφοδοτούσε τον χρόνο και τους πόρους για να ξεδιπλωθούν στο χαρτί μερικές από τις πιο απόκοσμες ιδέες που έχουν γραφτεί ποτέ. Ιδέα που στηριζόταν σε πραγματικά περιστατικά όσον σκεπτικιστής μπορεί να είναι ή να μην είναι κάποιος.
Ο συγγραφέας του «Εξορκιστή», Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι, ήταν ένας άνδρας λίγο μετά τα 30 που ήθελε να καταξιωθεί στον συγγραφικό κόσμο. Τα γραπτά του μέχρι εκείνη τη στιγμή που εμφανίστηκε στο πλατό της εκπομπής του Γκράουτσο Μαρξ, ήταν ικανοποιητικά αλλά όχι κάτι το συγκλονιστικό. Η… πριγκιπική εμφάνιση ωστόσο του Μπλάτι ήταν αρκετή για να δώσει την ώθηση σε όλα εκείνα τα πράγματα που αντιπροσωπεύει ένα βιβλίο και μία ταινία σαν τον Εξορκιστή.
Η ζωή του Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι δεν ήταν φτωχική. Βαρετή μπορεί να την πει κάποιος. Εργαζόταν ως προϊστάμενος στο τμήμα επικοινωνίας ενός πανεπιστημίου με τις απολαβές του να τον συντηρούν και με το παραπάνω.
Ο ίδιος ωστόσο δεν ήθελε να κολλήσει στην ασφαλή μεν, άχρωμη και άοσμη ζωή του υπαλλήλου γραφείου δε. Οι προσπάθειες που έκανε μέχρι τα 30 του δεν ήταν αξιομνημόνευτες. Σε σημείο που η οικογένειά του τον αποθάρρυνε από το να συνεχίσει. Όταν ήθελε να παραιτηθεί από την θέση του στο πανεπιστήμιο, εκείνοι των εκλογίκευαν.
Η ιδιόμορφη καταστολή που δεχόταν από τον κύκλο του ο Μπλάτι δεν τον απογοήτευσε ποτέ. Το 1961 ένα από τα χιουμοριστικά σκετσάκια του έφτασε στον θρυλικό Αμερικάνο κωμικό, Γκράουτσο Μαρξ. Ο Μαρξ είχε μία αρκετά δημοφιλή εκπομπή στην τηλεόραση όπου διάφοροι ερασιτέχνες κωμικοί ανέβαιναν στη σκηνή, παρουσίαζαν το υλικό τους και αν αυτό άγγιζε το κοινό, εκείνο ήταν που αποφάσιζε για τον νικητή. Το έπαθλο ήταν 10.000 δολάρια.
Ο Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι είχε αποκτήσει ένα όνομα στους κωμικούς κύκλους για τις εξαιρετικά επιτυχημένες μιμήσεις του σε άνδρες από τη Σαουδική Αραβία και τη Μέση Ανατολή εν γένει.
Είχε μία μεγάλη αγάπη για τους γαλαζοαίματους από τις χώρες της Μ. Ανατολής. Έτσι λοιπόν το σκετσάκι που παρουσίασε στην τηλεόραση είχε το όνομα «Πρίγκηπας Τσιρ» και αφορούσε μία αρκετά διασκεδαστική περσόνα ενός Σαουδάραβα πρίγκιπα ο οποίος έσκασε στο πλατό με μαύρο γυαλί ηλίου και διηγήθηκε τις ιστορίες του από ένα πάρτυ στο οποίο παρευρέθηκε.
Και μόνο το παρουσιαστικό του «πρίγκιπα» Μπλάτι προκαλούσε γέλιο στο κοινό. Η περσόνα του κατάφερε να κλέψει τις καρδιές των τηλεθεατών που ξεκαρδίστηκαν δίνοντάς του το πρώτο βραβείο των 10.000 δολαρίων.
Τα αστεία του Μπλάτι έκαναν πάταγο. Το επακόλουθο έπαθλο κατάφερε να του δώσει τον απαραίτητο χρόνο μακριά από την βαρετή δουλειά του και την ησυχία να αφοσιωθεί στο συγγραφικό του έργο. Δεν περίμενε ούτε μία μέρα για να κάνει αυτό που πάντα ήθελε: Παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο και στρώθηκε στο γράψιμο
Η συνέχεια δεν ήταν ακριβώς συνταρακτική για εκείνον και το έργο του. Από το 1961 και για μία δεκαετία ο Αμερικάνος συγγραφέας κυκλοφόρησε 3 βιβλία με τα έσοδα που του απέφεραν να μην του εξασφαλίζουν την διαβίωσή του.
Το 1971 ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί η χρονιά ορόσημο. Εκείνη ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησε το βιβλίο που έμελλε να αλλάξει όχι μόνο τη δική του ζωή αλλά και τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Κυρίως τον ύπνο πολλών ανθρώπων καθώς μοίραζε αφειδώς εφιάλτες. Ο «Εξορκιστής» ήταν το αριστούργημά του. Το έργο που τον έκανε πάμπλουτο και τον καθιέρωσε στις συνειδήσεις του κόσμου.
Σύντομα, ήρθε η πρόταση το βιβλίο του να γίνει ταινία. Την σεναριακή του απόδοση την ανέλαβε ο ίδιος. Όταν η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους, δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του και συγκεκριμένα στις 23 Δεκεμβρίου του 1973 τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο.
Το κοινό έκανε ουρές έξω από τα σινεμά ενώ τα περιστατικά ακραίων αντιδράσεων σε αυτά που διαδραματίζονταν στη μεγάλη οθόνη ήταν πάμπολα. Ο Μπλάτι πήρε την έμπνευση του από ένα άρθρο στην Washington Post, το 1949, με τίτλο «Ιερέας απελευθερώνει τον γιο του κ. Rainier που φέρεται να είχε πιαστεί από το Διάβολο».
Η ιστορία που τράβηξε την προσοχή του συγγραφέα αφορούσε ένα αγόρι 14 ετών στο οποίο δόθηκε το όνομα Ρόναλντ Ντο. Το αγόρι φέρεται να είχε δεχθεί επίθεση δαιμόνων και τα όσα διαδραματίστηκαν καταγράφηκαν από τον ιερέα Ρέιμοντ Μπίσοπ.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες κατά τη διάρκεια της τελετής, το αγόρι διατύπωνε ακατανόητες φράσεις το κρεβάτι του έτρεμε και σηκώνονταν στον αέρα και αντικείμενα εκσφενδονίζονταν προς κάθε κατεύθυνση.
Χωρίς λοιπόν να το έχει καταλάβει, ο Μπλάτι, μία αλληλουχία γεγονότων και αποφάσεων έδωσε τη δυνατότητα στον Νεοϋορκέζο να καταφέρει κάτι εντελώς αντιφατικό.
Ένα σκετσάκι που προκαλούσε το γέλιο του επέτρεψε να φτάσει στο ταβάνι της φήμης του με το απόλυτο βιβλίο τρόμου.
Και όπως δήλωσε σε συνέντευξή του το 1999 ο ιθύνων νους πίσω από την ταινία που άλλαξε για πάντα το horror: «Η πικρή αλήθεια είναι ότι κανένας δεν θέλει έναν αστείο συγγραφέα ιστοριών τρόμου. Ο Εξορκιστής όχι μόνο τελείωσε αυτή την καριέρα, αλλά εξαφάνισε και κάθε μνήμη αυτής από το παρελθόν μου».