Ιστορικές βιομηχανίες που μεσουράνησαν στην Ελλάδα και αποτέλεσαν ορόσημο για την ελληνική οικονομία σβήνουν σταθερά σε μια μακρά περίοδο αποβιομηχάνισης της χώρας, ακόμη και πριν την κρίση που έφερε στην επιφάνεια πολλά προβλήματα.
Πολλές πικρές βιομηχανικές ιστορίες γράφτηκαν για δεκάδες επιχειρήσεις, για την «Πειραϊκή-Πατραϊκή» με 4.000 εργαζόμενους, τη χαρτοβιομηχανία «Λαδόπουλου» με 1.200 εργαζόμενους, την καλτσοβιομηχανία «Μάντισον» με 250 εργαζόμενους, το εργοστάσιο της Τεοκάρ στο Βόλο και μια μακρά και ατελείωτη λίστα…
Ωστόσο οι σημερινοί 50αρηδες θυμούνται καλά δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις εργοστασίων πολυεθνικών επιχειρήσεων που αποφάσισαν να βάλουν λουκέτο στην Ελλάδα: Το εργοστάσιο της Pirelli στην Πάτρα και το εργοστάσιο της Goodyear στη Θεσσαλονίκη.
Με διαφορά πέντε ετών ανάμεσα στα δύο λουκέτα, από το 1991 στην Πάτρα μέχρι το 1996 στη Θεσσαλονίκη, οι δύο αυτές περιπτώσεις εκκωφαντικών λουκέτων για την ελληνική οικονομία, αναφέρονται μέχρι και σήμερα ως ιστορικά παραδείγματα.
Στην Πάτρα όλοι θυμούνται το εργοστάσιο της Pirelli, μια βιώσιμη μονάδα παραγωγής ελαστικών που «σφραγίστηκε» πριν από 26 χρόνια πολυήμερες απεργιακές κινητοποιήσεις. Πρόκειται για μια από τις πιο γνωστές απεργίες στην Ελλάδα, τότε που στην Πάτρα οι εργάτες ήταν μέσα στο εργοστάσιο.
Η ιταλική πολυεθνική είχε φτιάξει εργοστάσιο στη βιομηχανική ζώνη της Πάτρας κατόπιν συμφωνίας του Ανδρέα Παπανδρέου και του Λεοπόλντο Πιρέλι, αλλά λίγα χρόνια αργότερα έβαλε λουκέτο και αποφάσισε να μετεγκατασταθεί στη γειτονική Τουρκία.
Η αρχή έγινε με απολύσεις εργαζομένων και μειώσεις μισθών, έξτρα βάρδιες, που οδήγησαν σε ρήξη τις σχέσεις των εργαζομένων με την εργοδοσία, στην απεργία και τελικά στο λουκέτο που άφησε χωρίς δουλειά 500 άτομα.
Η ιταλική πολυεθνική έκλεισε το καλοκαίρι του 1991 με μια ξαφνική απόφαση της οικογένειας Pirelli στο Μιλάνο. Η απόφαση αυτή είχε την προσωπική σφραγίδα του θρυλικού Λεοπόλντο Πιρέλι.
Η απόφαση για να μεταναστεύσει η εταιρεία και το εργοστάσιο στην Τουρκία ελήφθη κυριολεκτικά μέσα σε λίγες ώρες, μέσα σε ένα βράδυ. Σε μια δραματική τηλεφωνική συνομιλία της ελληνικής διοίκησης με τα κεντρικά στο Μιλάνο, ο ιδιοκτήτης της Λεοπόλντο Πιρέλι ζήτησε να σφραγισθεί άμεσα το εργοστάσιο και να εγκαταλείψει τη χώρα η ιταλική πολυεθνική.
Ο Λεοπόλντο Πιρέλι δεν αστειευόταν μπροστά στο κέρδος και στις επιχειρηματικές αποφάσεις. Ήθελε φτηνό κόστος παραγωγής για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της πολυεθνικής του παππού του. Ήταν πρόεδρος της εταιρείας ελαστικών και καλωδίων Pirelli & C και εγγονός του Τζιοβάνι Πατίστα Πιρέλι που ίδρυσε την εταιρεία το 1872.
Ανέλαβε την ηγεσία της εταιρείας στις αρχές της δεκαετίας του 70 όταν σκοτώθηκε σε τροχαίο ο μεγαλύτερος αδελφός του Τζιοβάνι. Στο ίδιο δυστύχημα τραυματίσθηκε σοβαρά και ο Λεοπόλντο.
Μάλιστα το 1992, όταν δεν κατόρθωσε να συγχωνεύσει την Pirelli με την ανταγωνίστρια της Continental AG, παρέδωσε, πάλι μέσα σε μια νύχτα τη διοίκηση της εταιρείας στον γαμπρό του Μάρκο Τροντσέτι Προβέρα. Ο Προβέρα ήταν και ο πρώτος πρόεδρος που δεν προερχόταν από την οικογένεια Πιρέλι.
Πέντε χρόνια αργότερα το δεύτερο λουκέτο πολυεθνικής ελαστικών σημάδευε και πάλι την Ελλάδα. Η αμερικανική Goodyear, αποφάσιζε να κλείσει το εργοστάσιο της Goodyear Hellas στη Θεσσαλονίκη, το μοναδικό εργοστάσιο ελαστικών που είχε απομείνει στη χώρα.
Σε αυτή την περίπτωση όμως η εικόνα ήταν διαφορετική. Η αμερικανική Goodyear κέρδιζε ό,τι ήθελε από την ελληνική κυβέρνηση και έπαιρνε πολλές δουλειές του δημοσίου, αφού ήταν και το μοναδικό εργοστάσιο παραγωγής ελαστικών που είχε μείνει. Είχαν γίνει ολόκληρα προεδρικά διατάγματα για να μένει ευχαριστημένη, ειδικά μετά το λουκέτο της Pirelli. Ακόμα και οι εργαζόμενοι δέχονταν χωρίς πολλά – πολλά τις αποφάσεις της διοίκησης. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση οι αποφάσεις ελήφθησαν αλλού και δεν ήταν καλές για την Ελλάδα.
Μάλιστα οι έλληνες μάνατζερ της πολυεθνικής των ελαστικών έδωσαν μάχη με τους αμερικανούς συναδέλφους τους που «ψήφισαν» Πολωνία και Τουρκία, και τελικά έχασαν.
Η Goodyear Hellas με το εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη ήταν σε θέση να καλύπτει, από μόνη της, το 50% των αναγκών της εγχώριας αγοράς, ενώ πραγματοποιούσε εξαγωγές αξίας περίπου 5 δισ. δραχμών.
Η μονάδα ήταν κερδοφόρα και κανείς δεν περίμενε την ξαφνική απόφαση της πολυεθνικής. Μάλιστα λίγο πριν το λουκέτο ο τότε υφυπουργός Εργασίας Λάμπρος Κανελλόπουλος παρενέβη για να δώσει λύση σε μια διαφορά ανάμεσα στην εργοδοσία και στο συνδικάτο των 350 εργαζομένων της Goodyear.
Το θέμα ήταν η ανανέωση της συλλογικής σύμβασης και οι όροι που θα διέπουν την καθιέρωση τέταρτης βάρδιας στη μονάδα της Goodyear. Με την παρέμβαση και του υπουργού Εργασίας τότε, Ευάγγελου Γιαννόπουλου η λύση ήρθε, αλλά και το λουκέτο.
Όπως έγραφε τότε ο «Ριζοσπάστης», σε ανακοίνωσή του μετά το λουκέτο το σωματείο των εργαζομένων έλεγε: «(…) εφέτος, όπως επιθυμούσε η εταιρεία, υπογράψαμε σύμβαση και δεχτήκαμε μειώσεις επιδομάτων, μείωση προσωπικού, λειτουργία 4ης βάρδιας εκεί που η εταιρεία επιθυμούσε για φέτος, με δυνατότητα επέκτασης σε όλο το εργοστάσιο, όταν η εταιρεία το επιθυμούσε. Ολα τα παραπάνω, με στόχο τη μείωση του κόστους».
Τι θα έκανε η Goodyear ήταν φανερό, η ελληνική κυβέρνηση είχε κάποια δείγματα, αλλά κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Η πολυεθνική έκανε τότε στροφή προς την ανατολική Ευρώπη και στη Βόρειο Αφρική. Η εταιρεία διέθετε εργοστάσια σε 8 χώρες στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αφρική 10 μονάδες, εκ των οποίων οι δύο στην Τουρκία, με 13.000 εργαζομένους. Όταν απέκτησε μια μεγάλη μονάδα στην Πολωνία, έκλεισε την Ελλάδα και μετανάστευσε…
Οι Έλληνες μάνατζερ έδιναν τη μάχη τους εκείνη την εποχή, ωστόσο μία μέρα οι διάδοχοι του «θρόνου» του Charles Goodyear (Τσαρλς Γκουντγίαρ), του ιδρυτή της εταιρείας έστειλαν από τις ΗΠΑ ως τελεσίδικη την απόφαση να κλείσει η ελληνική μονάδα που λειτουργούσε από το 1967.
Όπως έλεγε στην εφημερίδα «Το Βήμα» το 1996 ο τότε υφυπουργός Εργασίας Λάμπρος Κανελλόπουλος «το νέο τεχνολογικό μοντέλο παραγωγής, η αυτοματοποίηση, οι σύγχρονες τηλεπικοινωνίες και η προϊούσα διεθνοποίηση της οικονομίας μεταβάλλουν πλήρως τη δομή και τα χαρακτηριστικά της παραγωγικής διαδικασίας, των προϊόντων, των αγορών, του κόστους παραγωγής αλλά και των ίδιων των επιχειρήσεων.
Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν το πολυεθνικό κεφάλαιο σε στρατηγικές ανακατατάξεις σε παγκόσμια κλίμακα και ακυρώνουν σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες των εθνικών προστατευτικών πολιτικών, όπως τις γνωρίζαμε ως σήμερα».