Μεσημέρι Τετάρτης. Λίγο μετά το σχολείο και λίγο πριν το φροντιστήριο των Αγγλικών. Ο τόπος του ραντεβού το παρκάκι λίγο πιο χαμηλά από τον προφήτη Ηλία ή στο άδειο προαύλιο του σχολείου. Καμιά 10αριά άτομα ετοιμάζονται να… απλώσουν το ταλέντο τους στο ποδόσφαιρο πάνω στο τσιμέντο.
Υπάρχουν και μερικές ελεύθερες αλάνες ακόμα πάνω στις οποίες δεν έχει ορθωθεί κάποιο μεγάλο κτίριο αλλά… τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Δεν προλαβαίνουμε να πάμε εκεί. Γήπεδο βαπτίζεται οτιδήποτε έχει τον απαιτούμενο χώρο για να στήσουμε στο «μπαμ» ένα διπλάκι.
Το ποδόσφαιρο εκείνης της εποχής είναι πλέον σκονισμένο από τα χρόνια που πέρασαν από πάνω του. Όλη η αθωότητα, τα σκισμένα σορτσάκια, τα ματωμένα γόνατά χάθηκαν κι αυτά, όπως τόσα και τόσα άλλα πράγματα από εκείνη την εποχή.
Πλέον ποδόσφαιρο σημαίνει τηλεόραση με πίτσες και μπύρες ή (στην καλύτερη και όταν το επιτρέπουν οι υποχρεώσεις) γήπεδο με το κασκόλ στο λαιμό. Δεν ήταν πάντα έτσι, όμως… Κάποτε υπήρχαν τα δοκάρια που φτιαχνόντουσαν από τις σχολικές τσάντες. Το οριζόντιο που έφτανε μέχρι εκεί που έφταναν τα χέρια του τερματοφύλακα. Τότε που τα τρία κόρνερ σήμαιναν πέναλτι και οι σπόντες δεν μετρούσαν. Τότε που ο γείτονας έβριζε και καταριόταν επειδή του κόψαμε τον μεσημεριανό ύπνο και εμείς του πετάγαμε νεράτζια στα παράθυρα για εκδίκηση που μας έκοψε το ματς πάνω στο κρίσιμο σημείο.
Ας το παραδεχτούμε: Όσα 5Χ5 γηπεδάκια και να φτιαχτούν το ποδόσφαιρο της πλατείας ή της αλάνας θα έχει πάντα μια θέση μέσα στην καρδιά μας. Γιατί πώς να το κάνουμε; Σαν τις καραβολίδες, δεν έχει…
Το γήπεδο και η μπάλα
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά για όσους άτυχους δεν έζησαν εκείνη την εποχή. Το θέμα ήταν να παίξεις μπάλα. Δεν έχει σημασία πού. Δεν έχει σημασία το πώς. Σημασία έχει να οριστεί το ραντεβού και να μαζευτούμε δέκα άτομα (το λιγότερο) για να ξεκινήσει το ματσάκι.
Αν έρχονταν κι άλλα άτομα δεν ήταν πρόβλημα. Όλοι οι καλοί χωρούσαν. Αυτός που δεν έβγαινε ήταν αυτός που έφερνε την μπάλα. Δεν ‘πα να ήταν ο πιο… μυρωδιάς. Αυτός είχε την μπάλα, αυτός έκανε κουμάντο. Από αυτόν ξεκινούσε η ομάδα και σε αυτόν τελείωνε. Τυχεροί όλοι οι άλλοι αν δεν τον φώναζε η μάνα του και έπρεπε να φύγει νωρίτερα.
Αν έφευγε τότε ξυπνούσε μέσα μας ο πολυμήχανος Οδυσσέας. Επιστρατεύονταν οι «αερόμπαλες» που είχαν τα μικρότερα αδέρφια. Οι πλαστικές που βάραγες το σουτ με κατεύθυνση στη δεξιά πλευρά του τέρματος και βρισκόταν ανατολικά στο μπαλκόνι της γειτόνισσας, επειδή προς τα εκεί φυσούσε ο αέρας. Αν δεν υπήρχε ούτε αυτή, τότε πηγαίναμε σε κάτι πιο μικρό. Χρήσιμο εκείνες τις ώρες μπορούσε να φανεί ακόμα και ένα μπαλάκι του τένις.
Αν δεν υπήρχε ούτε αυτό, σίγουρα θα υπήρχε ένα τενεκεδένιο κουτάκι από αναψυκτικό. Η… μετατροπή του σε μπάλα απαιτούσε μαεστρία. Το έβαζες όρθιο στο δρόμο και το πατούσες με δύναμη και τέτοιο τρόπο ώστε να μαζευτεί χωρίς να στραβώσει. Το τελικό αποτέλεσμα θύμιζε το… πακ που χρησιμοποιούν οι παίκτες του χόκεϊ στο πιο μεγάλο του και πιο κοφτερό αλλά τι να κάνεις;
Όταν έλειπε η ασπρόμαυρη μπάλα, με τις χοντρές ραφές (που όταν καταστρέφονταν, η σαμπρέλα περίσσευε και δημιουργούσε ένα καρούμπαλο) και εκείνη την ανεξίτηλη μυρωδιά που παραμένει ακόμα καρφωμένη στο μυαλό μας, κάτι έπρεπε να βρεις.
Όπως ειπώθηκε νωρίτερα γήπεδο «βαπτιζόταν» οτιδήποτε είχε… χώρο. Η αλάνα, το στενό που δεν περνούσαν συνέχεια αυτοκίνητα, η πλατεία, το παρκάκι ή το προαύλιο του σχολείου.
Το τέρμα και η μοιρασιά των παικτών
Σε όλα τα παραπάνω μέρη δεν έλειπε απλά το χορτάρι (ακουγόταν σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας τότε) αλλά κάτι πολύ πιο βασικό. Τα δοκάρια! Ούτε αυτό βέβαια αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα μπροστά στην ανάγκη να παίξεις μπάλα.
Δοκάρια ήταν οι… σχολικές τσάντες. Η απόσταση μεταξύ τους οριζόταν από πριν και καθοριζόταν από τα «βηματάκια». Για τους μη μυημένους τα «βηματάκια» ήταν περίπου δέκα (ανάλογα με τον διαθέσιμο χώρο, μπορεί να ήταν περισσότερα ή λιγότερα) και τα μετρούσε ο ίδιος παίκτης και για τις δύο εστίες προκειμένου να μην υπάρχει διαφορά.
Αυτός που μετρούσε κολλούσε τη φτέρνα του ποδιού του στην τσάντα και ξεκινούσε να μετράει τοποθετώντας κάθε φορά τη φτέρνα, στη μύτη του παπουτσιού. Έτσι περπατούσε και μετρούσε έως το δέκα. Εκεί έβαζε την δεύτερη τσάντα και… βουαλά! Έτοιμο το τέρμα.
Η ίδια διαδικασία και για το δεύτερο τέρμα και το γήπεδο ήταν έτοιμο. Μοναδικό πρόβλημα ο ορισμός για το που θα υπήρχε το οριζόντιο δοκάρι. Εκεί λύσεις δεν υπήρχαν οπότε οριζόντιο ήταν το νοητό σημείο που έφταναν τα χέρια του τερματοφύλακα όταν εκείνος έκανε ένα επιτόπιο άλμα! Όταν κάποιος έκανε ένα ψηλό σουτ και η μπάλα περνούσε πάνω από τον τερματοφύλακα τότε γινόταν και ο πρώτος τσακωμός. Μπορούσε να την φτάσει, όχι δεν μπορούσε. Πέρασε από δίπλα του, όχι πέρασε μισό μέτρο από πάνω του. Άκρη δεν έβγαινε (ούτε ριπλέι υπήρχε, ούτε… Βαρούχας) οπότε μπορεί να έπεφτε και καμιά ψιλή. Αλλά όλα μέσα στο παιχνίδι ήταν…
Πριν φτάσουμε εκεί, ωστόσο, υπήρχε και το στάδιο της κατάρτισης του ρόστερ της κάθε ομάδας. Αν οι ομάδες δεν ήταν έτοιμες από πριν, επιστρατεύονταν και πάλι τα «βηματάκια» με τη μόνη διαφορά πως δυο παίκτες κατευθύνονταν ο ένας πάνω στον άλλο. Όποιος πάταγε πρώτος τη μύτη από το παπούτσι του άλλου, ξεκίναγε διαλέγοντας πρώτος παίχτη, μετά σειρά είχε ο χαμένος της διαδικασίας και ούτω καθεξής.
Οι κανόνες και το περίεργο λεξικό
Το ότι παίζαμε στην αλάνα δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν κανόνες. Δεν ήταν… «μπάτε σκύλοι αλέστε» η φάση. Εντάξει, δεν υπήρχε το offside (δεν θα μπορούσε άλλωστε από τη στιγμή που υπήρχε ο παίκτης που όλοι φώναζαν «καφενείο» ή «τσαντιράκι», με δεδομένο πως στρατοπέδευε στην αντίπαλη άμυνα και περίμενε την πάρε- βάλε πάσα) αλλά υπήρχαν άλλοι.
Ένας από αυτούς ήταν πως τα τρία (κερδισμένα) κόρνερ ήταν πέναλτι. Κάπως έτσι πρέπει να προέκυψε και το στις τρεις πίτσες η μία δώρο! Οι σπόντες δεν μετρούσαν. Δεν μπορούσες δηλαδή να την πετάξεις στον τοίχο, να μπει γκολ και να πανηγυρίζεις σαν τον Ρονάλντο. Στην παραπάνω κατηγορία δεν περιλαμβανόταν το «φυσικό εμπόδιο». Η ρόδα ενός αυτοκινήτου, δηλαδή, ή ο κορμός του δέντρου που έβγαινε λίγο πιο έξω από την (επίσης) νοητή γραμμή του άουτ ή κάποιο μέρος του σώματος ενός άτυχου περαστικού (σιγά μη σταματούσε το ματς επειδή περνούσε άνθρωπος).
Επίσης, αν ο αγώνας ήταν… αορίστου χρόνου και όχι 90λεπτο ο βασικός κανόνας είναι πως όταν έφτανε η κρίσιμη ώρα κάποιος φώναζε «η φάση» και όλοι συμφωνούσαν πως στο τέλος, είτε έμπαινε γκολ, είτε όχι, όλα τελείωναν εκεί.
Επιμέρους κανόνες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και η απαγόρευση των καραβολίδων (των εξαιρετικά δυνατών σουτ, επιπέδου Ρομπερτο Κάρλος που έσπαγαν παρακείμενα παράθυρα) και το παγκότερμα όπου ο τερματοφύλακας την έβλεπε μια μίξη Σαργκάνη- Σαραβάκου και μπορούσε να πραγματοποιήσει μια επέλαση από το τέρμα του μέχρι την αντίπαλη περιοχή και να βάλει γκολ.
Τέλος, υπήρχε ο κανόνας των κανόνων. Αυτός που ήταν πάνω απ’ όλα. Για να ισχύουν όλα τα παραπάνω θα έπρεπε ρητά και κατηγορηματικά να έχουν συμφωνηθεί από πριν. Αν δεν είχε γίνει αυτό τότε υπήρχε το «ε, αυτό δεν το είχαμε πει από την αρχή». Σε απλά ελληνικά σήμαινε πως ναι μεν ίσχυε για τη συνέχεια αλλά χωρίς να έχει… αναδρομική αξία. Αυτή ήταν και η αιτία για να ξεσπάσουν οι μεγαλύτερες συρράξεις εντός αγωνιστικού χώρου.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όπως έλεγαν και οι Ζιγκ-Ζαγκ «ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω κι αν με γυρέψετε είμαι ακόμα στην αλάνα. Ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω, μη με μαζεύεις απ’ το δρόμο ακόμα μάνα»!