Όταν έσφυζε από ζωή, 33.000 άνθρωποι στριμώχνονταν σε μια έκταση τεσσάρων γηπέδων ποδοσφαίρου (6,5 στρέμματα περίπου), μέσα σε ετοιμόρροπα κτίρια 10-14 ορόφων. Αν και δεν ήταν αυτό το βασικό χαρακτηριστικό της Περιτειχισμένης Πόλης του Χονγκ Κονγκ. Ήταν το καθεστώς ανομίας που απολάμβανε, απότοκο του δικαιοδοτικού κενού μεταξύ Κινέζων και Βρετανών, που την άφηνε ουσιαστικά εκτός νόμου και τη μετέτρεπε σε παράδεισο για κάθε καρυδιάς καρύδι. Ως Kowloon Walled City έμεινε τελικά γνωστή και είχε για προστάτη της το ιστορικό κενό αρμοδιότητας που άφησε η κινεζική παραχώρηση του Χονγκ Κονγκ στους Άγγλους. Ήταν αυτή η απουσία της πολιτείας και των διωκτικών μηχανισμών της που έκανε την πολίχνη παιδότοπο των κακοποιών, έναν επίγειο παράδεισο πορνείας και οπίου, εγκλήματος και φόνων. Ως σύμβολο τρανό του χάους που βασιλεύει μέσα στον πολιτισμό, εκεί συνυπήρχαν μαφιόζοι και φιλήσυχοι πολίτες, εργάτες και κακοποιοί, αθώοι και ένοχοι. Κι έτσι πέρασε στην ιστορία του 20ού αιώνα, ως η απόλυτη επιτομή του υπερπληθυσμού και της ανομίας, ό,τι πιο σκοτεινό έχει αντικρίσει πιθανότατα η οικουμένη σε τόσο μαζικούς όρους. Πλέον, δύο δεκαετίες μετά την καταστροφή της, η Περιτειχισμένη Πόλη, θύλακας του κακού στα χρόνια της, έχει περιβληθεί με τον μανδύα του σεβασμού. Οι αρχιτέκτονες τη θαυμάζουν συχνά για τις αρετές της άναρχης αστυφιλίας της, αλλά και γι’ αυτόν τον πυκνό ανθρώπινο ιστό και την οργανική του διασύνδεση. Όσοι αγαπούν δε τις δυστοπίες της επιστημονικής φαντασίας, λατρεύουν κυριολεκτικά την Kowloon, καθώς είναι όσο πιο κοντά έχει φτάσει ποτέ η ανθρωπότητα στη λογοτεχνική φαντασία. Διαβόητη για το ελεύθερο εμπόριο ναρκωτικών, τα κρησφύγετα της Μαφίας, τα τόσα «σπίτια» και τις φτηνές -αν και παράνομες- ιατρικές παροχές της, η πόλη της αμαρτίας ήταν σαφώς περισσότερα από όσα μπορούν μερικοί μαύροι χαρακτηρισμοί να σκιαγραφήσουν. Ως μια χαμένη Ατλαντίδα ανομίας πια, ένας φάρος αναρχίας μέσα στις ευνομούμενες σύγχρονες πολιτείες, η Walled City έχει πολλά να διηγηθεί σε όποιον δεχτεί να την ακούσει…
Οι Κινέζοι και να ήθελαν δεν μπορούσαν και η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ, υποχείριο των Βρετανών από άκρη σε άκρη, δεν ήθελε να αρχίσουν συζητήσεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του καντονιού αυτού. Το οποίο ήταν ένας αυτόνομος ουσιαστικά οικισμός της χερσονήσου Kowloon, μιας περιοχής στα βόρεια ακριβώς της νήσου του Χονγκ Κονγκ. Εξαιτίας των νομικών περιπετειών του καθεστώτος της μάλιστα, κανένας νόμος, κανονισμός και περιορισμός δεν ίσχυσε ποτέ, κι έτσι η πόλη αναπτύχθηκε και λειτούργησε ως απόλυτη απάντηση στις ανάγκες των κατοίκων. Ο μόνος περιορισμός που τέθηκε και τον σεβάστηκαν όλοι οι παράνομοι μηχανικοί με τα θεόρατα αυθαίρετα είναι να μην ξεπερνούν τα κτίρια τους 14 ορόφους, εξαιτίας του γειτονικού αεροδρομίου…
Εξαιτίας μάλιστα της πνιγηρής δόμησής της, η πόλη είχε το δικό της μικροκλίμα, ευγενική προσφορά των εκτεταμένων και γυμνών σωληνώσεων, καλωδίων και ανοιχτών υδρορροών που έβγαιναν από τα σπλάχνα κάθε κτιρίου. Κι έτσι τα χαμηλότερα επίπεδα και οι δρόμοι ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ζεστά και υγρά. Κι έτσι όλη η πόλη έβγαινε στις ταράτσες τα απογεύματα και τα βράδια, αναζητώντας δροσιά και κοινωνική επαφή μακριά από τα εγκλήματα και την παρανομία του εδάφους. Στις ταράτσες έκαναν οι γυναίκες την μπουγάδα, στις ταράτσες διάβαζαν τα παιδιά, στις ταράτσες έκαναν τις συζητήσεις τους οι άντρες. «Ήταν σαν ένας περίεργος ανθρώπινος κήπος», θυμάται ένας από τους πρώην κατοίκους της Kowloon…