Μια βραδιά στο θέατρο αποτελεί συνήθως μια χαλαρή έξοδο. Οι λιποθυμίες, οι εμετοί, τα ουρλιαχτά και οι καβγάδες είναι σίγουρα κάτι που δεν θα περίμενες από αυτήν. Κι όμως, αυτό ακριβώς βίωσαν θεατές στο Hudson Theatre του Broadway στη Νέα Υόρκη, και προηγουμένως στο Λονδίνο, παρακολουθώντας τη μεταφορά στη σκηνή του θεάτρου του συγκλονιστικού, δυστοπικού μυθιστορήματος «1984» του Τζορτζ Όργουελ, ένα έργο-σήμα κινδύνου για τον ολοκληρωτισμό που επηρέασε όσο λίγα τη σκέψη της εποχής μας. Στο θεατρικό έργο, που σκηνοθετούν οι Robert Icke και Duncan Macmillan, πρωταγωνιστούν ο Tom Sturridge ως Winston Smith και η Olivia Wilde ως Julia, με την οποία ο Winston ξεκινά ερωτική σχέση. Όπως και στο αριστούργημα του 1949, στη θεατρική παράσταση παρουσιάζεται ένα δυστοπικό μέλλον, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδερφού, ένα ολοκληρωτικό αστυνομικό καθεστώς που κάνει χρήση της προπαγάνδας, της πλύσης εγκεφάλου και των βασανιστηρίων για να έχει υπό τον έλεγχό του τους πολίτες. Κι ενώ πολλές μεταφορές του βιβλίου υποβάθμισαν ορισμένες από τις πτυχές του, ιδιαιτέρως τις σκηνές των βασανιστηρίων, αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στην ιστορία του Όργουελ, ο Smith συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στον Θάλαμο 101, όπου υποβάλλεται σε σκληρά βασανιστήρια μέχρι το αντιδραστικό του πνεύμα να καμφθεί. «”Μπροστά στον πόνο δεν υπάρχουν ήρωες, κανένας ήρωας”, σκεφτόταν καθώς σφάδαζε στο πάτωμα, σφίγγοντας χωρίς αποτέλεσμα το σακατεμένο αριστερό του χέρι», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο (Εκδόσεις Κάκτος) για τα όσα βιώνει ο ήρωας: «Ο εφιάλτης είχε αρχίσει μ’ αυτό το πρώτο χτύπημα στον αγκώνα. Αργότερα θα καταλάβαινε ότι όλα όσα είχαν συμβεί τότε δεν ήταν παρά μια προεισαγωγή, μια ανάκριση ρουτίνας που περνούσαν σχεδόν όλοι οι κρατούμενοι. Υπήρχε μια μακρά σειρά από εγκλήματα -κατασκοπεία, σαμποτάζ και παρόμοια- που όλοι έπρεπε φυσικά να ομολογήσουν. Η ομολογία ήταν τυπική, ενώ τα βασανιστήρια πραγματικά. Πόες φορές τον είχαν ξυλοκοπήσει, πόση ώρα συνεχίζονταν τα χτυπήματα, δε θυμόταν. Πάντα τον έβαζαν στη μέση ταυτόχρονα πέντε έξι άνδρες με μαύρη στολή. Άλλοτε με γροθιές, άλλοτε με κλομπ, καμιά φορά με σιδερόβεργες και κάποτε με μπότες. Υπήρχαν φορές που κυλιόταν στο πάτωμα, χωρίς ντροπή, σαν ζώο, ενώ το κορμί του σπαρταρούσε σε μιαν ατελείωτη, απελπισμένη προσπάθεια να αποφύγει τις κλοτσιές. Το μόνο που κατάφερνε είναι να δέχεται και άλλα, περισσότερα χτυπήματα, στα πλευρά, στην κοιλιά, στους αγκώνες, στα καλάμια, στους βουβώνες, στους όρχεις, στον κόκκυγα».
Βία, αίμα και… σεκιουριτάδες για το κοινό
«Του έσπασα τη μύτη, αλλά ήταν αντίποινα επειδή μου έσπασε τον κόκκυγά μου»