Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι το σκληροτράχηλο στομάχι που χρειάζεται για να αφεθούν στα θέλγητρα της «διεστραμμένης» λογοτεχνίας και να καταβυθιστούν στα έγκατα της ανθρώπινης αχρειότητας. Μιας λογοτεχνίας που πολλές κοινωνίες προσπάθησαν να εξοβελίσουν από την επικράτειά τους φτάνοντας πολύ μακριά είναι η αλήθεια για να απαγορεύσουν βιβλία που εξέθεταν ανεπανόρθωτα το πλαίσιο που τα είχε γεννήσει και υποβαστάξει. Βιβλία που προκάλεσαν για χάρη της πρόκλησης και άλλα βέβαια που ήρθαν στον κόσμο για να διαρρήξουν τους δεσμούς με τη σεμνοτυφία και τα πουριτανικά ήθη και να ανοιχτούν σε έναν νέο και γενναίο κόσμο. Χαρίζοντας έτσι φωνή στις ακραίες παρυφές του ανθρώπινου ψυχισμού, που παρέμενε μέχρι πρότινος μυστικός και ενοχικός και ζητούσε πια επιτακτικά χώρο έκφρασης. Σκοτεινά μυθιστορήματα με μακάβριες περιγραφές, αρρωστημένη φαντασία και μπόλικες δόσεις αποκρουστικής διαστροφής, που άλλοτε λογίστηκαν αριστουργήματα του γραπτού λόγου και άλλοτε αναθεματίστηκαν ως φτηνά έργα του Σατανά και έτρεχαν μετά οι λογοκριτές να τα απαγορεύσουν. Ας δούμε λοιπόν δέκα μόνο, πλην χαρακτηριστικά, στιγμιότυπα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που δεν άφησαν κανέναν αναγνώστη ασυγκίνητο…
«Αμερικανική Ψύχωση» – Μπρετ Ίστον Έλις (1991)
«Κάνω τις ψυχώσεις µου μυθιστόρημα», είπε ο Νο 1 συγγραφέας της παρακμής βάζοντας πλώρη για μια ανεπανάληπτη συγγραφική καριέρα. Όλα ξεκίνησαν το 1991, όταν βρετανικός εκδοτικός οίκος παίρνει αψήφιστα την απόφαση να εκδώσει το «American Psycho», μια ιστορία γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο όπου ένας μεγαλοτραπεζίτης της Γουόλ Στριτ αρέσκεται να βασανίζει γυναίκες μέχρι θανάτου. «Σαδιστικό, πορνογραφικό και υποτιμητικό για τις γυναίκες», κραύγαζαν οι σφοδροί πολέμιοί του που ζητούσαν να απαγορευτεί παραδειγματικά, «λογοτεχνικό έργο» το χαρακτήριζαν οι πιο νηφάλιοι του πνευματικού κόσμου. Την ίδια ώρα, ο Έλις παραδεχόταν ότι οι σκηνές βίας που είχε σκαρώσει τρόμαζαν ακόμη και τον ίδιο όταν τις αποτύπωνε στο χαρτί! Ο Έλις φιλοτεχνεί ωστόσο, με φόντο τη διαστροφή και τη σοκαριστική περιγραφή, τη φρίκη της ανθρώπινης ψυχής μιλώντας για την ηθική χρεωκοπία και τον αυτοκαταστροφικό υλισμό. Ο ψυχοπαθής γιάπης που έχει για ήρωα είναι ο μέσος εκπρόσωπος μιας κοινωνίας ληθαργικά εθισμένης στο τίποτα. Αν και σε όλους θα μείνουν οι ωμές περιγραφές του μοναδικού στο είδος του πονήματος που στοιχειώνει τους αναγνώστες του…
«Γυμνό Γεύμα» – Γουίλιαμ Μπάροουζ (1959)
Το αριστουργηματικό «Γυμνό Γεύμα» είναι ένα μυθιστόρημα που έχει λάβει από την κριτική διάφορους χαρακτηρισμούς, που κινούνται ωστόσο στο ίδιο μήκος κύματος: παρανοϊκό, παραληρηματικό, σατιρικό, εφιαλτικό, ωμό, φρικώδες! Οι ίδιοι ωστόσο ειδικοί παραδέχονται πως έχουν μπροστά τους ένα από τα κλασικά μεγάλα βιβλία του 20ού αιώνα, που απορρίπτει τη γραμμική αφήγηση και τις λογοτεχνικές συμβάσεις για να μιλήσει για τα περιθωριακά βιώματα του Μπάροουζ. Ωμές εμπειρίες με ναρκωτικά δηλαδή, ομοφυλοφιλικό σεξ, τερατώδεις περιγραφές περί εγκλήματος και άφθονες δόσεις πορνογραφίας. Ο συγγραφέας του ενσάρκωνε εξάλλου όλα αυτά που η κοινωνία θεωρούσε συνώνυμα του κακού και του περιφρονητέου. Όταν άρχισε να το γράφει στην Ταγγέρη το 1954, ήταν ήδη εθισμένος στην ηρωίνη και είχε διαβεί για τα καλά το κατώφλι της παρακμής. Το «Γυμνό Γεύμα» εκδόθηκε στη Γαλλία το 1959 και το 1962 στις ΗΠΑ, για να φέρει αμέσως τον εκδότη πίσω από τα κάγκελα της φυλακής και τα απούλητα αντίτυπα στα χέρια των Αρχών! Τρία χρόνια αργότερα, θα ξεκινήσει η περιβόητη δίκη του «Γυμνού γεύματος», η οποία θα καταλήξει τον Ιούλιο του 1966 σε μια ιστορική ετυμηγορία: επιτρέπει την κυκλοφορία του βιβλίου και καταργεί στην πράξη τη λογοτεχνική λογοκρισία στις ΗΠΑ. Το «Γυμνό Γεύμα» μετατρέπεται σε αιχμή του δόρατος της μπιτ λογοτεχνίας ως ένα πρωτόγνωρο για την εποχή θέατρο ωμότητας, που φιλοτεχνεί ένα εφιαλτικό σύμπαν με ετερόκλητες -πλην ακραίες- ψυχικές καταστάσεις και απωθητικές εικόνες που μένουν χαραγμένες στη μνήμη όποιου το διαβάσει…
«Ματοβαμμένος Μεσημβρινός» – Κόρμακ ΜακΚάρθι (1985)
Το Αγόρι, όπως το θέλει ο ΜακΚάρθι, περιπλανιέται με μια κομπανία αποβρασμάτων και αιμοσταγών κεφαλοκυνηγών στο Τέξας του 1840 και επιδίδεται σε μια κτηνωδία κατακρεούργησης Ινδιάνων, Μεξικανών αλλά και καουμπόηδων, χωρίς διάκριση προφανώς. Η αρρωστημένη παρέα τραβά κατευθείαν για την Κόλαση, πριν πάει όμως στον παιδότοπο του Σατανά θα μιλήσει για την αναγέννηση μιας χώρας μέσα από την κατάφωρη βία. Η αποκαλυπτική νουβέλα του ΜακΚάρθι χαρακτηρίστηκε προσφάτως αριστούργημα και ο ίδιος αντιπαραβάλλεται πια μόνο με τον Χέρμαν Μέλβιλ και τον Γουίλιαμ Φόκνερ! Η αιμοσταγής περιπέτεια ισοδυναμεί με τη γέννηση ενός έθνους εκεί στις ΗΠΑ του 19ου αιώνα και δεν είναι παρά ένα επικών διαστάσεων γοτθικό γουέστερν που απομακρύνεται από τις πεπατημένες της λύτρωσης και της κάθαρσης. Τοποθετημένο κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο του αμερικανικού Νότου, στον «Ματοβαμμένο Μεσημβρινό» κυριαρχούν αποκλειστικά η αγριότητα, η απληστία και ο όλεθρος. Και το στομάχι που δένεται κόμπος…
«Νεκρωταφίο ζώων» – Στίβεν Κινγκ (1983)
Ο επιτηδευμένα ανορθόγραφος τίτλος της ελληνικής μετάφρασης (ακολουθώντας τον αυθεντικό τίτλο) αναπαριστά τον τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένη αυτή η φράση σε ένα νεκροταφείο ζώων μιας επαρχιακής κωμόπολης του Μέιν, εκεί που μετακομίζουν δηλαδή ένας γιατρός με τη φαμίλια του. Στο μικρό κοιμητήριο θάβουν τα παιδιά της περιοχής τα πεθαμένα ζωάκια τους, αν και στα χέρια του μαέστρου Στίβεν Κινγκ το μέρος θα φιλοξενήσει μια τέτοια φρίκη πιο αποτρόπαια κι από τον ίδιο τον θάνατο! Μοχθηρά πνεύματα, πανάρχαιοι θρύλοι και όλα τα μυστικά του μετρ του λογοτεχνικού τρόμου είναι παρόντα στην περιπέτεια αυτή, που όπως ορκίζονται τόσοι και τόσοι λάτρεις της, δεν πρέπει κατά κανέναν τρόπο να τη διαβάσεις μόνος σου αργά τη νύχτα. Κι ενώ του Κινγκ θα μπορούσε κάλλιστα να φιγουράρει οποιοδήποτε άλλο μυθιστόρημά του (πώς να μην περιλάβεις τη «Λάμψη»;), το «Νεκρωταφίο ζώων» το θεωρεί ακόμα και ο ίδιος ως το πιο τρομακτικό έργο του. Στην εισαγωγή του μάλιστα παραδέχεται πως το παρατράβηξε εδώ, γι’ αυτό και το έθαψε στο συρτάρι του για κάμποσο καιρό. Το παρατράβηγμα του Στίβεν Κινγκ είναι βέβαια καλοδεχούμενο για τους αναγνώστες του κι εδώ ο δημιουργός μάς χαρίζει μια κρυστάλλινη ιστορία τρόμου γεμάτη ακατέργαστη φρίκη, μακάβριο χιούμορ και σασπένς.
«Τα βιβλία του αίματος» – Κλάιβ Μπάρκερ (1984-1985)
Τα ευαγγέλια του λογοτεχνικού τρόμου από τον απόλυτο μετρ του είδους (τον άνθρωπο που ο Κινγκ αναγόρευσε σε «μέλλον του τρόμου») πιθανότατα δεν χρειάζονται συστάσεις. Πρόκειται για μια σειρά έξι βιβλίων που εκδόθηκαν σε μόλις δύο χρόνια και αποκαλύπτουν την αρρωστημένη φαντασία του Μπάρκερ σε όλη τη ζοφερή της μεγαλοπρέπεια. Με «Τα βιβλία του αίματος», ο ανατρεπτικός Μπάρκερ πιέζει τη λογοτεχνία του τρόμου ως τα ακρότατα όριά της και διαψεύδει όλους αυτούς που ισχυρίζονται αυτάρεσκα πως δεν υπάρχουν πλέον πρωτότυπες ιδέες. Προκλητικός, επινοητικός και πνευματώδης, ο ριζοσπαστικός συγγραφέας μεταμορφώνει το είδος που υπηρετεί μετατρέποντας τις σελίδες του σε καμβάδες που μόνο οι πραγματικά γενναίοι μπορούν να κοιτάξουν για ώρα…
«Ο εξορκιστής» – Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι (1971)
Το 1949 έγινε ο τελευταίος εγκεκριμένος από την Καθολική Εκκλησία εξορκισμός στις ΗΠΑ, με θύμα ένα 13χρονο αγόρι. Αυτή την ιστορία μετέφερε χαλαρά στο χαρτί ο Μπλάτι, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα από τα πιο κλειστοφοβικά και δαιμονικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Όταν τρία χρόνια αργότερα ο Φρίντκιν μετέφερε το μυθιστόρημα στο σινεμά, οι αντιδράσεις του κοινού ήταν ολότελα ακραίες, με μαζικές αποχωρήσεις και εμετούς κατά τη διάρκεια της προβολής. Και όπως μας λέει και το σχετικό κλισέ, η ταινία δεν μπορεί να συγκριθεί με το βιβλίο σε επίπεδο ωμότητας αλλά και σταδιακής κλιμάκωσης της φρίκης. Η μεταμόρφωση της μικρής Ρέγκαν σε υποχείριο του Σατανά περνά από τις σελίδες με εκείνη την υποδόρια φρίκη που πρέπει να ανασυγκροτήσει στο μυαλό του ο αναγνώστης. Ως ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα τρόμου όλων των εποχών, «Ο εξορκιστής» κόσμησε τη λίστα των μπεστ-σέλερ των ΗΠΑ για περισσότερο από έναν χρόνο, χαρίζοντας αυθεντικές ανατριχίλες θρησκευτικού τύπου. Ο Μπλάτι, χωρίς τη βοήθεια των κινηματογραφικών εφέ και της ίδιας της εικόνας φυσικά, σκαρώνει μια στρωτή ιστορία με συγγραφική δεξιοτεχνία αλλά και μαεστρικό σασπένς. Σπανίως οι λέξεις έχουν προκαλέσει τέτοιους εφιάλτες χωρίς απόκοσμα τέρατα και φρικώδεις απειλές. Εδώ τον τρόμο τον προκαλεί η πάλη λογικής και παραλόγου, η σύγκρουση πίστης και αμφισβήτησης, και το πού θα γείρει τελικά η παλάντζα είναι το σημείο που ξεπετάγονται οι ανοίκειοι εφιάλτες…
«Τελευταία έξοδος για το Μπρούκλιν» – Χιούμπερτ Σέλμπι (1964)
Ο πάντα ακραίος Σέλμπι χάρισε στη γραφή τη σοκαριστικότερη σκηνή ομαδικού βιασμού, διανθίζοντας το πόνημά του με ωμή γλώσσα, ύμνους στη βία και διθυράμβους στην ενδοοικογενειακή βία, όταν δεν μιλά φυσικά για πόρνες και τραβεστί, ναρκωτικά και εγκληματικές συμμορίες. Αυτή είναι η υπόθεση του εμβληματικού «Τελευταία έξοδος για το Μπρούκλιν», το οποίο πέρασε φυσικά από δίκη το 1967 σε μια από τις τελευταίες νομικές περιπέτειες της λογοτεχνίας για χάρη της ελεύθερης κυκλοφορίας των πνευματικών αγαθών. Η αποποινικοποίηση του μυθιστορήματος του Σέλμπι σήμανε ουσιαστικά τον θάνατο της λογοκρισίας στην Αγγλία, αν και για να συμβεί αυτό έπρεπε να διαβεί το βιβλίο από χίλια δικαστικά κύματα. Γιατί πέρα από τη λογοκρισία, ο Σέλμπι είχε να παλέψει και με τον ορκισμένο εχθρό του έργου του, τον περιβόητο σερ Μπλάκγουελ (του φημισμένου βιβλιοπωλείου της Οξφόρδης «Blackwell»), ο οποίος είπε πως το πόνημα τον «εξαχρείωσε και τον διέφθειρε» και καλό θα ήταν να αποσυρθεί για το καλό της ανθρωπότητας. Ο υπερσυντηρητικός δικαστής έφτιαξε μάλιστα ένα ειδικό σώμα ενόρκων αποτελούμενο αποκλειστικά από άντρες, κρίνοντας πως οι γυναίκες δεν θα άντεχαν τη φριχτή δοκιμασία της ανάγνωσης του βιβλίου! Η «Τελευταία έξοδος για το Μπρούκλιν» απαγορεύτηκε πρωτόδικα στην Αγγλία και την Ιταλία κατόπιν, αν και στην έφεση άλλαξε ο δικαστής και απέσυρε την καταδίκη. Όταν το 1978 ο βουτηγμένος στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τη φυματίωση και τον ξεπεσμό Σέλμπι θα κυκλοφορούσε το εξίσου σοκαριστικό «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο», όλοι έλεγαν πως επαναλάμβανε απλώς τον αρρωστημένο εαυτό του…
«Εργοστάσιο σφηκών» – Ίαν Μπανκς (1984)
Απλά-απλά, με το συγκεκριμένο βιβλίο-σοκ αναδείχτηκε εν μια νυκτί ο Μπανκς σε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης καλτ βρετανικής λογοτεχνίας. Κι αυτό γιατί αποδεικνύει ανάγλυφα πως η φρίκη και το σοκ μπορούν κάλλιστα να μας επισκεφθούν και με άλλες μορφές. Εδώ έχουμε έναν δεκαεφτάχρονο νεαρό που διηγείται ατάραχα τους τρεις φόνους που διέπραξε παλιότερα στο «εργοστάσιο σφηκών». «Δυο χρόνια αφότου είχα σκοτώσει τον Μπλάιδ, δολοφόνησα τον μικρό μου αδελφό, τον Πωλ, για εντελώς διαφορετικούς και σίγουρα πιο σοβαρούς λόγους, και έναν χρόνο μετά τον Πωλ σκότωσα τη μικρή ξαδέρφη Εσμεράλντα, μάλλον από σκέτο καπρίτσιο και χωρίς λόγο. Αυτό είναι και το σκορ μου μέχρι σήμερα. Τρεις. Εδώ και χρόνια δεν έχω σκοτώσει κανέναν άλλο και δεν σκοπεύω να σκοτώσω ξανά στο μέλλον. Ήταν απλώς μια φάση που περνούσα», λέει ο ήρωας και κατευθύνει αναγκαστικά τη συζήτηση στα όρια της ψυχοπάθειας και τη συνείδηση που έχει ή δεν έχει η ψυχασθένεια. Η απόλυτη θηριωδία του Μπανκς δεν είναι φυσικά για υπερευαίσθητους ή λιπόψυχους…
«Τροπικός του Καρκίνου» – Χένρι Μίλερ (1934)
Με το που δημοσιεύτηκε το αριστούργημα του Χένρι Μίλερ στο Παρίσι το 1934, προκάλεσε αντιδράσεις και σφοδρές πολεμικές εναντίον του, ιδιαίτερα για την παραστικότατη περιγραφή των ερωτικών περιπτύξεων. Αργότερα βέβαια θα πετύχαινε μια ανεπανάληπτη νίκη κατά της λογοκρισίας, αν και στην πατρίδα του Μίλερ, τις ΗΠΑ, παρέμεινε απαγορευμένο για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Η αφθονία των ωμών και τολμηρών σεξουαλικών σκηνών χάρισαν από την αρχή στον «Τροπικό του Καρκίνου» την ετικέτα του «πορνογραφικού» και του «χυδαίου», αν και πλέον οι κριτικοί επιφυλάσσουν γι’ αυτό διθυραμβικούς χαρακτηρισμούς και το περιλαμβάνουν στα κορυφαία λογοτεχνικά έργα του 20ού αιώνα. Ο ογκόλιθος της ερωτικής λογοτεχνίας τύπωσε για πρώτη φορά σε βιβλίο «απαγορευμένες» λέξεις (τρέχοντες όρους της ανθρώπινης ανατομίας δηλαδή), παραμένοντας λογοκριμένος στη χώρα μέχρι και το 1960. Ο Μίλερ αρνήθηκε μάλιστα το 1948 την πρόταση αμερικανικού εκδοτικού να τυπωθεί ο «Τροπικός» χωρίς τις επίμαχες σκηνές. Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά εξήντα συνολικά δικαστικές μάχες διεξήχθησαν μεταξύ 1961-1964 για τους δύο «Τροπικούς» του Μίλερ, γονατίζοντας οικονομικά τον εκδοτικό που αποτόλμησε να τους εκδώσει. Οι συντηρητικοί δικαστές τούς χαρακτήριζαν «σκληρή πορνογραφία, βρομιά για τη βρομιά, με στόχο το κέρδος», «ανοιχτούς βόθρους» και «λάκκους σήψης» και έπρεπε να φτάσει το θέμα στο Ανώτατο Δικαστήριο το 1964 για να χάσει ο «Τροπικός του Καρκίνου» την «άσεμνη» φύση του.
«Οι 120 μέρες των Σοδόμων» – Μαρκήσιος ντε Σαντ (1785)
«Κι απ’ όλους τους μεσαίωνες δεν υπάρχει χειρότερος από το μεσαίωνα του ανθρώπου», έλεγε ο Λόρδος Βύρων, έχοντας προφανώς στον νου του αυτές τις 120 μέρες που είναι σαν χίλιες και μία νύχτες από κάποιον Μεσαίωνα που δεν τέλειωσε λες ποτέ. Και πιθανότατα λίγα έχουν ειπωθεί απ’ όλους για το πόνημα που καθιέρωσε τον σαδισμό! Για τον αρρωστημένο γάλλο ευγενή, ο σαδισμός ήταν βέβαια μία μόνο από τις πολυποίκιλες σεξουαλικές συμπεριφορές που θέλησε να αποτυπώσει στο έργο του. Ο μέγας αυτός χαρτογράφος της σεξουαλικής συμπεριφοράς εξερεύνησε με παρρησία κάθε σκοτεινή πλευρά του ανθρώπινου ψυχισμού και σε έργα όπως «Οι 120 μέρες των Σοδόμων» καταγράφει ό,τι υπάρχει για να καταγραφεί από τις πιθανές σεξουαλικές περιπτύξεις που θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ακόμα και σήμερα, δύο αιώνες μετά, η κολασμένη φαντασία του συνεχίζει να ταράζει τους πιο ευαίσθητους και τους αμύητους στο έργο του. Και «Οι 120 μέρες των Σοδόμων» είναι ίσως το πιο γνωστό βιβλίο του Σαντ, καθώς παραμένει το σκληρότερο. Είναι εκεί που τέσσερις μεγαλοαστοί -ένας δικαστής, ένας τραπεζίτης, ένας δούκας και ένας επίσκοπος- βασανίζουν με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο επτά νέους και επτά νέες στο εσωτερικό ενός κάστρου επί 120 ημέρες. Ο Μαρκήσιος πρόλαβε να ολοκληρώσει μάλιστα μόνο το πρώτο μέρος του βιβλίου. Για τα άλλα τρία διασώζονται οι συνόψεις τους, επιγραμματικές λίστες δηλαδή με φρικαλεότητες που ξαφνιάζουν με τη διεστραμμένη φαντασία τους. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, «Οι 120 μέρες των Σοδόμων» παρέμεναν απαγορευμένες μέχρι και τη δεκαετία του ’60 και στη Γαλλία ο Σαντ αντιμετωπιζόταν σταθερά ως ένα είδος συλλογικής ντροπής για το γαλλικό έθνος, η μελανότερη σελίδα στην ιστορία των γαλλικών γραμμάτων! Το 1955 μάλιστα η γαλλική κυβέρνηση σκεφτόταν σοβαρά να καταστρέψει τα χειρόγραφα όλων των έργων του Μαρκησίου… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend