Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο στις Βρυξέλλες, άρχισα να σέρνω βιαστικά τη βαλίτσα μου στους διαδρόμους του αεροδρομίου. Έπρεπε να προλάβω. Είχα ήδη δώσει το πρώτο μου ραντεβού στο Βέλγιο. Σε ένα από τα ελληνικά καφενεία των Βρυξελλών, το Πάνθεον, θα συναντούσα τους έλληνες ανθρακωρύχους. Αποστολή στις Βρυξέλλες: Γιώργος Λαμπίρης Ανοίγοντας την πόρτα της εισόδου, είδα να διαγράφεται μπροστά μου η εικόνα ενός παραδοσιακού ελληνικού καφενείου. Στα πρώτα τραπέζια δύο παρέες. Η καθεμία αποτελείται από δύο άνδρες καθισμένους αντικριστά. Στο ένα τραπέζι ακούγεται σχεδόν ρυθμικά ο ήχος από τα πούλια καθώς χτυπούν πάνω στο ευτελές κόντρα πλακέ. Ο Ανέστης Σουρτζής μετράει με το μάτι τη διαδρομή που θα κάνουν τα μαύρα πούλια μέσα στο τάβλι, ενώ ο συμπαίκτης του περιμένει με ανυπομονησία, παιχνιδίζοντας τα ζάρια στη δεξιά του παλάμη. Ο κύριος Ανέστης έφυγε από την Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου. Πρόλαβε και παντρεύτηκε, μόλις στα 17 του και αφού ξεμπέρδεψε με το στρατιωτικό του αποφάσισε να μπαρκάρει. Δούλεψε για 5 χρόνια στα καράβια, ενώ τα υπόλοιπα 25 εργάστηκε ως ανθρακωρύχος. Ανήκει στο δεύτερο μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων, το οποίο έφτασε στο Βέλγιο κατά τη δεκαετία του 1950, ακολουθώντας το δρόμο της ξενιτιάς. «Όταν ένας άνθρωπος δημιουργεί οικογένεια, πρέπει να την αποκαταστήσει με κάποιο τρόπο. Κι εγώ έκανα 4 παιδιά», αιτιολογεί την απόφασή του.
«Θα με κυνηγάει για πάντα ότι έβγαλα 25 νεκρούς συναδέλφους μου από τις στοές»
Τον Αύγουστο του 1956 στην πόλη Μαρσινέλ έγινε ένα από τα μεγαλύτερα εργατικά ατυχήματα ορυχεία του Βελγίου με 262 νεκρούς ανθρακωρύχους. Ανάμεσά τους και 6 Έλληνες. Στιγμές όπως αυτές έζησε κι εκείνος. Μισό αιώνα αργότερα δεν μπορεί να τις βγάλει από το μυαλό του, καθώς ως εργάτης στα ανθρακωρυχεία, αρκετές φορές έπρεπε να ανασύρει από τα συντρίμμια συναδέλφους του. Ανθρώπους με τους οποίους μοιράστηκε για χρόνια την καθημερινότητά του. «Θα με κυνηγάει για πάντα ότι έβγαλα 25 νεκρούς συναδέλφους μου από τις στοές. Είναι πολύ βαρύ να τους βλέπεις να σκοτώνονται και να είσαι υποχρεωμένος να τους σηκώσεις, να τους τραβήξεις έξω. Δουλεύαμε όλοι μαζί, μια αγκαλιά», περιγράφει με συγκίνηση.
Απόβαση στο «διαμαντένιο λιμάνι»
Η διαδρομή του στο Βέλγιο ξεκίνησε από την Αμβέρσα. Το «διαμαντένιο λιμάνι» όπως το έχουν βαφτίσει και ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Εκεί διακινείται ο μεγαλύτερος αριθμός διαμαντιών, τα οποία προορίζονται για κάποια αστραφτερή βιτρίνα κοσμηματοπωλείου μιας κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας. «Η Αμβέρσα ήταν ο τελικός μου προορισμός ως ναυτικός. Δεν ήθελα να ξαναμπαρκάρω. Τις περισσότερες φορές μέναμε ακόμα και δύο μήνες πάνω στο καράβι χωρίς να βλέπουμε στεριά. Έτσι, αφού δούλεψα σερβιτόρος στο κέντρο που είχε ένας Έλληνας στην Αμβέρσα, με τσάκωσε η αστυνομία: “Η Ελλάδα ή καράβια”, ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπαν. Κατόπιν μου έδωσαν 48 ώρες διορία για να φύγω από το Βέλγιο. Σε μια προσπάθεια να γλιτώσω την απέλαση, άρχισα να ρωτάω φίλους και γνωστούς μήπως είχαν ακούσει κάτι για δουλειά. Τελικά βρέθηκα στα ανθρακωρυχεία το 1961». Ο κύριος Ανέστης περιγράφει μία από τις πιο σκληρές και ανθυγιεινές δουλειές… «Είναι η χειρότερη απασχόληση του κόσμου. Γι’ αυτό και όσοι δεν πρόσεχαν τον εαυτό τους και εισέπνεαν σκόνη χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες, με μοναδικό μέλημά να κάνουν λεφτά, δεν υπάρχουν πια. Πήγαν όλοι ταξίδι… Μπούκωσαν τα πνευμόνια τους κι αυτό ήταν».
«Η Ελλάδα δεν έχει Έλληνες»
Έχει ένα σπίτι στη Χαλκίδα, στην Αρκίτσα και πηγαίνει τα καλοκαίρια. «Η Ελλάδα είναι Ελλάδα, ό,τι και να πούμε. Αλλά δεν έχει Έλληνες. Όσοι λένε ότι είναι Έλληνες, μόνο αυτό δεν είναι… Με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τους πολιτικούς. Το μόνο που τους ενδιέφερε πάντα ήταν η καρέκλα». Δύο τραπέζια παρακεί κάθεται άλλο ένα ζευγάρι συμπαικτών. Ο Παναγιώτης Στρατήγης κοιτάζει με προσήλωση τα φύλλα που έχει στα χέρια του. Μία ντάμα, ένας άσος, και μερικά μικρά φύλλα. Δεν σκαμπάζω πολλά από χαρτί. Προσπαθώντας να γεφυρώσω το χάσμα της άγνοιας, σπεύδω να του πιάσω την κουβέντα. «Συμπλήρωσα αισίως 53 χρόνια στο Βέλγιο. Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, φτωχόπαιδο. Πήρα δίπλωμα οικοδόμου όταν τελείωσα το στρατό. Ήθελα να δημιουργήσω τη δική μου οικογένεια και πίστευα ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να το πετύχω. Έχοντας ένα χαρτί στα χέρια μου. Ωστόσο δεν υπήρχαν οι βάσεις στην Ελλάδα. Ένιωθα διαρκώς ότι βάδιζα στα τυφλά. Κι έπρεπε να νιώσω ασφαλής. Να βρω μια σύντροφο. Άραγε δεν ενδιαφερόταν η πατρίδα να κρατήσει εργατικά χέρια;» αναρωτιέται. «Έτσι έφυγα χωρίς να ξέρω τι θα συναντήσω και έπιασα δουλειά στα ανθρακωρυχεία. Τότε μπόρεσα να υπολογίσω πόσο είναι το μεροκάματο, πόσοι οι φόροι και τι θα μου έμενε στην τσέπη στο τέλος κάθε μήνα. Μόνο τότε ένιωσα την ασφάλεια που αναζητούσα. Είχα δουλειά και περίθαλψη».
«Γνώρισα τη γυναίκα μου φορώντας τις παντόφλες»
«Παρόλα αυτά δεν ήταν εύκολο να βρω γυναίκα και να παντρευτώ. Οι πατριώτες στο Βέλγιο δεν εμπιστεύονταν εύκολα έναν καινούργιο. Πού να ήξεραν ποιος είμαι και από πού κρατούσε η σκούφια μου; Ήμουν τυχερός όμως και παντρεύτηκα Ελληνίδα. Θυμάμαι ότι -εργένης ακόμα- είχα πάει με ένα φιλαράκι στο καφενείο. Φορούσαμε τις παντόφλες να φανταστείτε. Έτσι όπως ήμαστε, φύγαμε και πήγαμε στο διπλανό καφενείο, όπου έπαιζαν τα όργανα και διασκέδαζαν αλά ελληνικά. “Δεν πάμε να χαζέψουμε;” ρώτησα, προσπαθώντας να παρακινήσω το φίλο μου. Κι έτσι όπως ήμαστε, με τις παντόφλες, κινήσαμε για το άλλο καφενείο. Είδαμε τρία κορίτσια και αρχίσαμε να τα πειράζουμε. Πείραγμα στο πείραγμα κόλλησε το πράγμα και γνώρισα τη γυναίκα μου. Μαζί της απέκτησα δύο παιδιά». Παρά τα 53 χρόνια στο Βέλγιο ισχυρίζεται ότι δεν έμαθε γαλλικά. «Μπουμπούνας. Τίποτα δεν έμαθα. Μόνο τα βασικά και για κανένα μπινελίκι», λέει γελώντας. «Ψέματα λέει! Τα ‘μαθε!», πετάγεται ο συμπαίκτης του, ο οποίος παρακολουθούσε την κουβέντα. «Το κατόρθωμά είναι ότι μπόρεσα να σπουδάσω τα παιδιά μου», συνεχίζει ο κύριος Παναγιώτης. «Στην Ελλάδα είναι τόσο εκτεταμένη η παραπαιδεία που θα έπρεπε να πληρώνω τα διπλάσια για να τα στείλω στα πανεπιστήμιο».
«Έχω σημάδια σε διάφορα μέρη του σώματός μου»
Μιλάει για τη ζωή του στα ανθρακωρυχεία. Για τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπισε. «Κουβαλούσαμε τούβλα στην πλάτη σαν τα γαϊδούρια και τα ανεβάζαμε στον έβδομο όροφο! Αν δεις έχω ακόμα τα σημάδια που μου άφησε η δουλειά σε διάφορα μέρη του σώματός μου». «Μετά το πρώτο εξάμηνο, μάς εκπαίδευσαν να ανοίγουμε γαλαρίες. Μια φορά καθώς ανοίγαμε σήραγγα, έπεσε σωρός το κάρβουνο πάνω μας και μας πλάκωσε. Ευτυχώς ήταν μόνο κάρβουνο και σκόνη και δεν χτυπήσαμε. Τα χρειάστηκα όμως! Τότε δοκίμασα να φύγω με προορισμό τη Γερμανία μήπως γλιτώσω από τα ανθρακωρυχεία. Πίστευα πως εκεί θα έβρισκα καλύτερη τύχη. Δεν τα κατάφερα κι αναγκάστηκα να επιστρέψω. Ταλαιπωρήθηκα πολύ…» Αναπόφευκτα η κουβέντα γυρίζει στην Ελλάδα. «Μου λείπει περισσότερο σε αντίθεση μ’ εσένα», απαντάει όταν τον ρωτάω. Βουρκώνει. «Άστο, μην το συζητάς», λέει και κατεβάζει το βλέμμα στις μύτες των ποδιών του. «Όποιος πει ότι ξεχνάει τον τόπο που γεννήθηκε, λέει ψέματα», κομπιάζει… «Δεν έχω ξεχάσει τίποτα από την Ελλάδα. Ούτε όταν έπαιζα πιτσιρικάς με τους φίλους μου, ούτε τους συγγενείς μου. Πείνασα όμως εκεί. Κι αυτό είναι κάτι που επίσης δεν ξεχνάω».
«Κέρασε έναν καφέ το παιδί!»
Λίγο πριν φύγω από το καφενείο για να συνεχίσω το δρόμο μου ακούω μία φωνή πίσω μου: «Κέρασε έναν καφέ το παιδί!» Ο Δημήτρης και η Αφροδίτη Ζόλια, με καλούν στο τραπέζι τους. Είναι ένα από τα πιο παλιά ζευγάρια Ελλήνων που ζουν στις Βρυξέλλες. «Με ρωτάς γιατί ήρθαμε εδώ; Γιατί εκείνη την εποχή στην Ελλάδα ήμαστε κυνηγημένοι από την πολιτική κατάσταση. Όπως κυνηγάει σήμερα η Συρία τον κόσμο της, έτσι μας κυνήγησαν κι εμάς. Η ανεργία μας έδιωξε μακριά», εξηγεί ο κύριος Δημήτρης. «Το ’56, ’57, ’58 ξεκίνησε η… λεγόμενη ανάπτυξη των Αθηνών. Είχα κάτι ξαδέρφες παντρεμένες στην Αθήνα και υπολόγιζα ότι θα με βοηθούσαν να βρω δουλειά. Όταν πήγα διαπίστωσα ότι ήμουν σαν τα σκυλιά στα σφαγεία. Έπρεπε να περιμένω μήπως πέσει κανένα κομμάτι κρέας και για ‘μένα».
«Ο Έλληνας ξεχνάει τη διαδρομή που έκανε ως μετανάστης»
Τα βάζει με τους Έλληνες. Αυτό που περισσότερο τον ενοχλεί στη ράτσα μας είναι ο καιροσκοπισμός. Και φέρνει εμάς στη θέση εκείνων που σήμερα αναζητούν διέξοδο από τα προβλήματα της χώρας τους. «Ο Έλληνας ξεχνάει σήμερα τη διαδρομή που έκανε εκείνος ή οι συγγενείς του, αναζητώντας μια δουλειά. Έχει πολύ κοντή μνήμη και είναι άνθρωπος της ευκαιρίας. Το μόνο που ενδιαφέρει τη φυλή μας είναι πώς θα αρπάξει!», λέει με θυμό. Ο κύριος Δημήτρης και η γυναίκα του γνωρίστηκαν στη Φλώρινα. Η πρώτη συνάντησή τους έγινε στο πατρικό της κυρίας Αφροδίτης. «Πώς την έφερα βόλτα; Νοίκιασα το σπίτι που είχε ο πεθερός μου για να μείνω. Δεν την άγγιξα όμως! Άλλωστε ένα ηθικός άνδρας δεν άγγιζε εύκολα μια κοπέλα την εποχή εκείνη… Γνώριζα άλλωστε ότι δεν θα μπορούσα να της προσφέρω τα απαραίτητα. Δεν είχα καθόλου χρήματα». «Τη φτώχεια όμως την παλέψαμε μαζί. Ήταν κάτι που θέλαμε κι εκείνη κι εγώ. Εγώ ήμουν στρουμπουλός-στρουμπουλός, αλλά κι εκείνη δεν πήγαινε πίσω! Κάπως έτσι ψήθηκε το γλυκό. Υπήρχε όμως σεβασμός, αγάπη. Όλα τα συστατικά που χρειάζονταν για να κρατήσει μια σχέση στο πέρασμα του χρόνου». Στις Βρυξέλλες δούλεψε σε διάφορα εργοστάσια για να ζήσει την οικογένειά του. Αρχικά σε μία μεγάλη χαρτοβιομηχανία και αργότερα στο εργοστάσιο ελαστικών της Michelin. Πλέον μοιράζει τη ζωή του τόσο στο Βέλγιο, όσο και στην Ελλάδα. Έξι μήνες εκεί και έξι εδώ. Αν πέτυχε κάτι μέχρι σήμερα είναι να ζει με αξιοπρέπεια. «Όταν είσαι μετρημένος χαρακτήρας ζεις καλά εδώ. Απολαμβάνεις τα πάντα. Εάν όμως είσαι πότης, καφενόβιος, χαρτοπαίκτης και σπάταλος, έχεις πρόβλημα. Κι εγώ έκανα τσιριτζάντουλες στα νεανικά μου χρόνια, δε λέω… Στη συνέχεια όμως σοβαρεύτηκα και κράτησα σταθερό το τιμόνι του σπιτικού μου». Σε αντίθεση με τους δύο ανθρακωρύχους δεν νοσταλγεί τίποτα από αυτά που άφησε πίσω του φεύγοντας. «Δεν μου λείπει τίποτα από την Ελλάδα. Τα έχουμε όλα εδώ. Ό,τι θέλουμε. «Δεν με πειράζει ότι δεν έχει τόσο ήλιο όπως στην Ελλάδα. Συνηθίσαμε τα πάντα». Όμως το ταμπεραμέντο και η ψυχή του παραμένουν ελληνικά. Μιλάει έντονα, κινείται έντονα. Τα χέρια του βρίσκονται συνεχώς σε εγρήγορση, εκφράζοντας τα συναισθήματα του. «Είμαι αντίθετος σε κάθε πολιτικό. Το μόνο που κάνουν είναι να μας κοροϊδεύουν για να αρπάξουν μία καρέκλα. Όσοι λένε ότι βρήκαν κατεστραμμένη γη, ας μην έμπαιναν στην πολιτική. Φαίνεται όμως ότι είχαν απομείνει κάποια ψίχουλα. Και όπως και οι προηγούμενοι έπρεπε να τσιμπολογήσουν μερικά από αυτά τα ψίχουλα, ακόμα και αν δεν έχει μείνει ολόκληρο κομμάτι. Γι’ αυτό σας έλεγα ότι ο Έλληνας ενδιαφέρεται μόνο για τη βόλεψή του», λέει με νόημα. Αδειάζω βιαστικά το φλιτζάνι με τον καφέ μου και σηκώνομαι από την καρέκλα. Οι ανθρακωρύχοι των Βρυξελλών είναι εκεί. Ένας-δυο γυρίζουν να κοιτάξουν την πόρτα που μόλις άνοιξε. Κάνοντας ένα νεύμα με το κεφάλι, φεύγω. «Στο καλό παλικάρι», προλαβαίνει να ψελλίσει κάποιος λίγο πριν κλείσει βαριά η πόρτα. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend