Το Φισκάρδο, στην Κεφαλονιά, αδιαμφισβήτητα είναι ένας άκρως γραφικός και υπέροχος προορισμός. Το χωριουδάκι που μοιάζει με ζωγραφιά, παραδομένο στην υδάτινη αγκαλιά του Ιονίου, είναι γεμάτο με χρώματα και αρώματα που στην κυριολεξία σε ταξιδεύουν. Ένας τόπος μαγικός και απαράμιλλα γοητευτικός που έστω και μία φορά αξίζει κανείς να επισκεφτεί στην ζωή του.
Χτισμένο πάνω στο κύμα, στο βόρειο άκρο του νησιού, 50 χλμ. από το Αργοστόλι, το Φισκάρδο είναι το πιο κοσμοπολίτικο και το, κατά πολλούς, ομορφότερο χωριό της Κεφαλονιάς αλλά και του Ιονίου γενικότερα. Πρόκειται για ένα από τα λίγα μέρη που άφησε ανέπαφα ο Εγκέλαδος το 1953 και γι’ αυτό διατηρεί στο ακέραιο το παλιό του χρώμα.
Η πατρίδα του ποιητή της θάλασσας, Νίκου Καββαδία, «φλερτάρει» με την Ιθάκη σε απόσταση αναπνοής και τραβάει σαν μαγνήτης διάσημους και μη επισκέπτες που καταφθάνουν από κάθε γωνιά της γης. Μια απίστευτη ποικιλία χρωμάτων κατακλύζει το κουκλίστικο λιμάνι, το οποίο προσεγγίζεται πεζή, αφήνοντας ο επισκέπτης το αυτοκίνητο στο δημοτικό πάρκινγκ.
Φισκάρδο: Το σαν ζωγραφιά γραφικό χωριό στην Κεφαλονιά
Αρχοντικά σε παστέλ χρώματα, περίτεχνα μπαλκονάκια στολισμένα με μπουκαμβίλιες, ολάνθιστα δρομάκια, μικρά καλόγουστα μαγαζιά και δεκάδες σκάφη αναψυχής, που λικνίζονται μπροστά από τα αγαπημένα εστιατόρια των VIPs, μαζί με το πράσινο της πλαγιάς και το καταγάλανο της θάλασσας, δεν αφήνουν το μάτι να ξεκουραστεί ούτε στιγμή.
Στα σημεία αναφοράς του ο φάρος στο ακρωτήρι, καθώς και τα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 6ου αιώνα στη θέση «Χτούρια». Η θέα στο πέλαγος από τα Τζαμαρελλάτα μαγεύει τους πάντες, ενώ εξαιρετικοί είναι και οι οικισμοί Βεντουράτα, Ματσουκάτα και Τσελεντάτα.
Δύσκολα θα θελήσει να αφήσει κανείς το Φισκάρδο, ειδικά αν προηγουμένως δεν έχει ενδώσει στις φίνες γεύσεις της κεφαλονίτικης κουζίνας, που σερβίρονται εδώ στην καλύτερή τους εκδοχή. Η θέα στην Ιθάκη βάζει ιδέες για ημερήσιες εξορμήσεις, αλλά και οι κοντινές στο χωριό παραλίες –το Φωκί, η Έμπλυση και η Αγία Ιερουσαλήμ– είναι εξίσου δελεαστικές για δροσερές βουτιές.
Το όνομά του πιστεύεται πως το οφείλει στον νορμανδό Ροβέρτο Γυισκάρδο, που το κατέλαβε τον 11ο αιώνα και του άφησε, παραφρασμένο, το επίθετό του παρακαταθήκη.