Με προσωπικότητα που δεν επισκιαζόταν από τον σαφώς γνωστότερο σύζυγό της, η Ραΐσα Γκορμπατσόφ έφερε τον δυτικό αέρα στη σοβιετική ηγεσία στα χρόνια της κατάρρευσης και της μεταρρύθμισης.
Ήταν το 1987 όταν η «Pravda» δημοσίευσε τη φωτογραφία μιας γυναίκας στο πρωτοσέλιδό της. Παρά τη διακήρυξη της ισότητας των φύλων εδώ και 70 χρόνια, το γεγονός παρέμενε αρκετά περίεργο για τη Σοβιετική Ένωση, όπου οι διάσημες γυναίκες της χώρας μπορούσαν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Αυτό μάλιστα που έκανε τη φωτογραφία ακόμα πιο ιστορική, στην επίσημη φωνή του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, ήταν ότι η εικονιζόμενη γυναίκα δεν ήταν κρατικός αξιωματούχος, επιστήμονας, συγγραφέας ή κοσμοναύτης, ήταν απλώς μια κοινή θνητή που συνέβη να παντρευτεί τον ηγέτη της Ένωσης!
Όλοι όμως ήξεραν ότι η Ραΐσα Γκορμπατσόφ ήταν πολλά περισσότερα από μια πρώτη κυρία, καθώς μιλάμε για ένα από τα αστέρια της τελευταίας περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και το κρυφό όπλο στη φαρέτρα της πολιτικής βούλησης του Γκορμπατσόφ να δώσει επιτέλους τέλος στα 50 χρόνια ζοφερής διαμάχης μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον.
Την ώρα λοιπόν που εκείνος συνομιλούσε με τον Ρίγκαν και τον Μπους για τον στρατηγικό αφοπλισμό και τη βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ και Ένωσης, εκείνη επισκεπτόταν καθημερινά ορφανοτροφεία, σχολεία και νοσοκομεία. Όταν εκείνος «ανακρινόταν» για την ελευθερία του λόγου και την καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκείνη έπαιρνε το τσάι της με τις γυναίκες των δυτικών ηγετών, πήγαινε για ψώνια στο Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, επιδεικνύοντας ταυτοχρόνως τα συνολάκια των ρώσων σχεδιαστών.
Κι όταν ο Γκορμπατσόφ έπεισε τελικά τους δυτικούς ηγέτες και τον Ρίγκαν ότι η «μοχθηρή αυτοκρατορία» ήθελε ειλικρινώς την αλλαγή, εκείνη επισκίαζε τις πρώτες κυρίες της Δύσης με τη νοημοσύνη και τη ζεστασιά της: ήταν πράγματι η καρδιά πίσω από τον αγώνα του συζύγου της να κερδίσει την εύνοια της Δύσης.
Γι’ αυτό και έχει εξάλλου υποστηριχθεί ότι στα χρόνια της Περεστρόικα ο Μιχαήλ και η Ραΐσα ήταν συν-ηγέτες στην πολιτική αλλαγή, κάτι που φάνηκε σε τελική ανάλυση από την ειλικρινέστατη και παγκόσμια θλίψη όταν η Ραΐσα εγκατέλειψε τα εγκόσμια χτυπημένη από λευχαιμία. Και σίγουρα της πιστώνεται ότι βοήθησε όσο κανείς τον Γκορμπατσόφ να μεταμορφώσει το πρόσωπο της διεθνούς γεωπολιτικής σκακιέρας, πληρώνοντας το κόστος των πράξεών της, καθώς στο εσωτερικό της Ρωσίας ο τελευταίος ηγέτης της Ένωσης φάνταζε εχθρός και προδότης της επανάστασης, ενώ εκείνη κατακεραυνωνόταν για τη ματαιοδοξία και τις υπερβολές της…
Πρώτα χρόνια
Η Ραΐσα Μαξίμοβνα Τιταρένκο γεννιέται στη Σιβηρία στις 5 Ιανουαρίου 1932 ως το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά μιας μικροαστικής οικογένειας. Ο πατέρας της ήταν εργάτης στους σιδηροδρόμους και η οικογένεια γνώρισε από πρώτο χέρι τις σταλινικές φρικαλεότητες: οι παππούδες της είχαν κυνηγηθεί στους σταλινικούς διωγμούς της δεκαετίας του ’30 και ο πατέρας της μητέρας της συνελήφθη τελικά από το καθεστώς και κλείστηκε σε γκουλάγκ, πριν εκτελεστεί.
Η μικρή Ραΐσα διαπρέπει στο σχολείο και της επιτρέπεται έτσι να φοιτήσει στα έδρανα του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, όπου θα έρθει σε επαφή με φιλελεύθερα πνεύματα και θα αναπτύξει την κλίση της στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953. Εκεί ταυτοχρόνως είναι που θα γνωρίσει τον νεαρό φοιτητή νομικής Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και μετά την αποφοίτησή της το 1954 από το Τμήμα Φιλοσοφίας, θα ακολουθήσει τον σύζυγό της (παντρεύτηκαν 1953) στην πρώτη του θέση ως αξιωματούχος του κόμματος στη Σταυρούπολη.
Σταθμοί στην περίοδο της Σταυρούπολης είναι η γέννηση της κόρης τους τον Ιανουάριο του 1957, αλλά και η εκπόνηση της διδακτορικής της διατριβής στην κοινωνιολογία το 1967, γεγονός που θα της εξασφαλίσει θέση σε πανεπιστημιακή σχολή. Το 1978 οι Γκορμπατσόφ θα επιστρέψουν στη Μόσχα, όταν ο Μιχαήλ αναλάβει το πρώτο του αξίωμα στα ανώτατα κλιμάκια του Κομμουνιστικού Κόμματος, ως γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής δηλαδή, και εκείνη διδάσκει πια στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας…
Η Ραΐσα πρώτη κυρία
Μετά τον θάνατο του Κονσταντίν Τσερνιένκο το 1984, ο Γκορμπατσόφ εκλέγεται στη θέση του γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος και η Ραΐσα γίνεται γνωστή στα πέρατα της χώρας. Ήταν όμως τελείως διαφορετική απ’ όλες τις άλλες πρώτες κυρίες που είχε γνωρίσει η Ένωση: ανεξάρτητη, ιδιαίτερα μορφωμένη και ακαδημαϊκός, ενδιαφερόταν αληθινά για τις κοινωνικές ανισότητες και τις πολιτισμικές διαφορές των Ρώσων, βάζοντας στόχο να ερευνήσει το πράγμα στην ουσία του, όντας κοινωνιολόγος.
Και βέβαια, αντίθετα με όλες τις παρελθούσες συζύγους των σοβιετικών ηγετών, δεν έμενε στη σκιά του Μιχαήλ, καθώς η προσωπικότητά της ήταν τέτοια που την έβαζε στην πρώτη γραμμή του πολιτικού πυρός. Είχε εξάλλου συντάξει τις δυνάμεις της με τη μεταρρυθμιστική απόπειρα του συζύγου της και ο ρόλος της «βουβής» πρώτης κυρίας δεν της πήγαινε καθόλου.
Αυτό βέβαια θα της έφερνε δριμεία κριτική στο εσωτερικό της Ένωσης: οι σφοδροί πια πολέμιοί της την κατηγορούν για τα ακριβά δυτικά ρούχα που φορά, για τα χρυσά της σκουλαρίκια και άλλα τέτοια υπέροχα, την ίδια στιγμή που θα τεθεί στο στόχαστρο του πυρός όταν, σε συνέντευξή του στην αμερικανική τηλεόραση, ο Γκορμπατσόφ παραδέχτηκε ότι με τη Ραΐσα συζητά πρώτα όλα τα σημαντικά θέματα του ρεφορμισμού που ευαγγελιζόταν.
Το γεγονός ήταν πρωτοφανές για σοβιετικό ηγέτη και τόσο σοκαριστικό για τη ρωσική κοινωνία που το συγκεκριμένο απόσπασμα παραλήφθηκε αρχικά στα ρωσικά μέσα! Το γεγονός ωστόσο παρέμενε: η Ραΐσα διαδραμάτισε σημαίνοντα και υποστηρικτικό ρόλο στα πεπραγμένα του συζύγου της στην κατακλυσμιαία περίοδο για την Ένωση που εκείνος εγκαινίασε.
Η Ραΐσα προώθησε με όλες τις δυνάμεις αλλά και τη διεθνή ακτινοβολία της τόσο τις ραγδαίες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που θα έμεναν στην Ιστορία ως Περεστρόικα (Ανασυγκρότηση), την ίδια στιγμή που ήταν κινητήριος μοχλός και της Γκλάσνοστ (Διαφάνειας), του μέτρου που καλούσε σε ελευθερία του Τύπου και σε ανεμπόδιστη ροή της πληροφορίας.
Κι αν σε διεθνές επίπεδο η Ραΐσα ήταν μια προβεβλημένη σοβιετική φιγούρα διεθνούς βεληνεκούς, στο εσωτερικό οι πράξεις της αντιμετωπίζονταν με -το λιγότερο- δυσπιστία. Κι αυτό γιατί η μορφωμένη και καλλιεργημένη Ρωσίδα ερχόταν σε παράταιρη αντίθεση με όλες τις παρελθούσες πρώτες κυρίες, την ίδια στιγμή που έγινε καλή φίλη με τους αλλοτινούς εχθρούς, κυρίως με τη Νάνσι Ρίγκαν, την Μπάρμπαρα Μπους και τη «Σιδηρά Κυρία» φυσικά…
Το πραξικόπημα του 1991 και τελευταία χρόνια
Ήταν στις 19 Αυγούστου 1991 όταν τα τεθωρακισμένα του Κόκκινου Στρατού πλημμύριζαν τους δρόμους της Μόσχας σε αυτό που ήταν ξεκάθαρα ένα πραξικόπημα στη Σοβιετική Ένωση, οργανωμένο από μια ομάδα ανώτατων στελεχών της κυβέρνησης, του κομματικού και κρατικού μηχανισμού. Από το διάταγμα του σοβιετικού αντιπροέδρου Γκενάντι Γιανάεφ, ο κόσμος μάθαινε αποσβολωμένος: «Μόσχα 19 Αυγούστου. Σχετικά με την αδυναμία, για λόγους υγείας, του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να ασκήσει τα καθήκοντά του ως προέδρου της ΕΣΣΔ, ανέλαβα τα καθήκοντα του προέδρου της ΕΣΣΔ από τις 19 Αυγούστου 1991, στη βάση του άρθρου 127 (7) του Συντάγματος της ΕΣΣΔ».
Ο Γκορμπατσόφ απολάμβανε με την οικογένειά του τις διακοπές τους στην Κριμαία όταν πληροφορήθηκε ότι μια ομάδα κρατικών αξιωματούχων, περιλαμβανομένου του Μπακλάνοφ, του «κύριου υπεύθυνου του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος», είχε μόλις φτάσει στην προεδρική ντάτσα και ζητούσε να συνομιλήσει μαζί του. Πρώτη του δουλειά, να ενημερώσει τη σύζυγό του Ραΐσα για τους «ανεπιθύμητους επισκέπτες»: αφού της εξήγησε ότι επρόκειτο για τους πραξικοπηματίες και ότι εκείνος ήταν αποφασισμένος να μην υποχωρήσει σε πιέσεις, εκβιασμούς και απειλές, η Ραΐσα του απάντησε: «Έγκειται σε σένα να αποφασίσεις. Ό,τι κι αν συμβεί, θα είμαι δίπλα σου».
Από την άρνηση του ηγέτη να υπογράψει το διάταγμα που θα επικύρωνε την εφαρμογή ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, οι Γκορμπατσόφ τίθενται σε κατ’ οίκο περιορισμό για 3 ημέρες, φοβούμενοι πια για τη ζωή τους, καθώς οι συνωμότες τους απειλούσαν ανοιχτά με θάνατο.
Στις 21 Αυγούστου, ο Γκορμπατσόφ ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά του και τρεις μέρες αργότερα κήρυξε την αυτοδιάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς φαινόταν πια ότι το σοβιετικό όνειρο είχε πάρει τέλος. Το πραξικόπημα επιτάχυνε απλώς τις εξελίξεις και τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της ΕΣΣΔ. Πραγματικός νικητής εξάλλου από την περιπέτεια αναδείχθηκε ο Γιέλτσιν, που κέρδισε τη λαϊκή εμπιστοσύνη.
Μετά την 8η Δεκεμβρίου 1991, όταν οι πρόεδροι της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας ανακοίνωσαν ότι «η Σοβιετική Ένωση ως υποκείμενο της διεθνούς νομιμότητας και ως γεωπολιτική πραγματικότητα δεν υφίσταται πλέον», η Ραΐσα αφιερώθηκε εξολοκλήρου σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Στο πλαίσιο του προγράμματός της, συγκέντρωσε διεθνή κονδύλια για την ανέγερση νοσοκομείων στη δοκιμαζόμενη χώρα και πολλά-πολλά ακόμη.
Παρά το γεγονός ότι όλοι μιλούσαν για την ίδια με τα καλύτερα λόγια, στο εσωτερικό της Ρωσίας παρέμενε αγαπημένο θέμα για κριτική και χολή, παρά το γεγονός ότι η Ραΐσα πίστευε ακράδαντα στην καλοσύνη της ανθρώπινης φύσης: «Είμαι άθεη, ξέρω όμως το έργο της εκκλησίας και σέβομαι όλες τις θρησκείες. Αυτό είναι, σε τελική ανάλυση, προσωπικό θέμα. Πιστεύω στην έμφυτη καλοσύνη των ανθρώπων και είμαι πεπεισμένη ότι κανείς δεν θέλει τον πόλεμο».
Και μόνο στους τελευταίους μήνες της ζωής της, όταν πάλευε ματαίως με τη νόσο της λευχαιμίας σε γερμανικό νοσοκομείο, με τον σύζυγό της συνεχώς στο προσκέφαλό της, θα έδειχνε ο ρωσικός λαός συμπάθεια για τη Ραΐσα, τη σύζυγο του τελευταίου και πιθανότατα πιο αμφιλεγόμενου ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης.
Η Ραΐσα Γκορμπατσόφ έφυγε από τη ζωή στις 20 Σεπτεμβρίου 1999, σε ηλικία 67 ετών…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr