«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!», γράφει ο Βάρναλης στους «Μοιραίους» του, ο ποιητής Κώστας Βάρναλης για τους επίσημους λογοτεχνικούς κύκλους ή ο μπαρμπα-Κώστας για την εργατιά και τον λαουτζίκο, τους καρδιακότερους φίλους του. Έτσι ήταν εξάλλου και η ποίησή του, μια αυθεντική λαϊκή ποιητική τέχνη χωρίς διανοουμενίστικα τερτίπια και εστέτ αισθητικές. Μια ποίηση που μιλούσε κατευθείαν στην καρδιά του απλού ανθρώπου και δεν χρειαζόσουν γνώσεις για να καταλάβεις. Στρατευμένος κοινωνικά, ο αριστερός ποιητής τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν το 1959, καθώς όλοι αναγνώρισαν την εκφραστική του πλαστικότητα, τη λυρική φαντασία και τη σατιρική διάθεσή του, αλλά και το μεγάλο ενδιαφέρον του για τον άνθρωπο. Ως κομμουνιστής δάσκαλος, υπέστη διώξεις, αυτός χρωμάτιζε όμως τους στίχους του «κόκκινους» και ξόρκιζε το κακό. Φυσικά και θα τον τιμωρούσαν όμως για τα αριστερά του φρονήματα, εξορίζοντάς τον στον Άη Στράτη και στερώντας του τη θέση του παιδαγωγού. Όταν επιβλήθηκε το 1925 η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο Βάρναλης ήταν μέχρι τότε γυμνασιάρχης. Στο κλίμα των σκληρών διώξεων που υφίστανται οι αντιφρονούντες και οι κομμουνιστές, ο Βάρναλης απολύεται από τα καθήκοντά του, καθώς θεωρείται επικίνδυνος για το καθεστώς. Η οικονομική του δυσπραγία τον αναγκάζει να αναζητήσει άμεσα εργασία. Κι έτσι στρέφεται προς τη δημοσιογραφία, εγκαινιάζοντας μια δεύτερη και εξίσου μεγάλη καριέρα! Παρά το γεγονός ότι καταξιώθηκε τόσο ως ποιητής όσο και ως χρονογράφος, ο Βάρναλης δεν ξέχασε ποτέ την ταξική καταγωγή του ούτε και τη βασική ιδεολογική επιλογή του. Κι έτσι πορεύτηκε ισόβια στο πλάι των αγώνων του ελληνικού εργατικού κινήματος, δημιουργώντας ποιήματα-θρύλους, όπως οι «Μοιραίοι» -γραμμένοι σε μια υπόγεια ταβέρνα στην Πλάκα-, η χιλιοτραγουδισμένη «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» και ο «Οδηγητής». Ξεχωριστό σαφώς κεφάλαιο της ελληνικής ποιητικής, ο Κώστας Βάρναλης ήταν ένας μάστορας της γραφής που ήρθε και έφυγε από τη ζωή σαν «Το φως που καίει», το αριστούργημα που έγραψε το 1921 και ανάγκασε τον Ρίτσο να ομολογήσει στο «Tερατώδες αριστούργημα»: «Xαιρόμουν να ζω στην ωραία εποχή των μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων και στο Φως που Kαίει του Bάρναλη»…
Πρώτα χρόνια
Ο Κώστας Βάρναλης γεννιέται στις 26 Φεβρουαρίου 1884 στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας), μέσα σε ελληνική οικογένεια της περιοχής. Πριν ολοκληρώσει μάλιστα τη φοίτηση στο ελληνικό σχολείο του Πύργου θα ζήσει από πρώτο χέρι τις φρικαλεότητες του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ένα γεγονός που θα σφραγίσει την παιδική του ηλικία. Έχοντας δείξει από μικρός την κλίση του στα γράμματα, μετακινείται στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης, ολοκληρώνει τη βασική εκπαίδευση και, με την υποστήριξη του μητροπολίτη Αγχιάλου, αποβιβάζεται στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με υποτροφία κληροδοτήματος. Ταυτοχρόνως με τις σπουδές του, μπλέκεται για τα καλά στο λεγόμενο Γλωσσικό Ζήτημα του τόπου μας, αφού ήταν ένθερμος δημοτικιστής και εκδότης μέχρι τότε ενός βραχύβιου λογοτεχνικού περιοδικού («Ηγησώ») που έβγαινε στη δημοτική. Όταν πήρε το πτυχίο του το 1908, εργάστηκε για χρόνια ως καθηγητής στη δημόσια μέση εκπαίδευση τόσο σε Βουλγαρία όσο και Ελλάδα. Η πορεία του Βάρναλη στον χώρο της ποίησης είχε ξεκινήσει το 1904, όταν εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Κηρύθρες». Αυτή την εποχή στέλνει στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας το ποίημά του «Θυσία». Το περιοδικό αρνείται να το δημοσιεύσει, κάποια από τα μέλη του αποχωρούν και φτιάχνουν τα «Γράμματα», στο πρώτο τεύχος των οποίων δημοσιεύεται τελικά η «Θυσία». Λίγο αργότερα θα γίνει σχολάρχης στην Αργαλαστή του Πηλίου, όταν το όνομά του θα εμπλακεί όμως στην υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου (το κλείσιμο του Ανώτερου Παρθεναγωγείου του Βόλου το 1911) θα μετατεθεί άρον άρον στα Μέγαρα. Ο Βάρναλης πήρε μέρος στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο με τους «απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900-1902», φοίτησε κατόπιν στο σπουδαίο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού και το 1915 διορίστηκε σχολάρχης στην Αττική. Με τη λογοτεχνική μετάφραση είχε αρχίσει να ασχολείται ήδη από το 1910 και μέχρι το 1916 έχει ολοκληρώσει τους «Ηρακλείδες» του Ευριπίδη, τον «Αίαντα» του Σοφοκλή, τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα και τον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου» του Φλομπέρ. Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Λήμνο (είχε προηγηθεί η λήξη της βουλγαρικής ουδετερότητας), το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά και το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην αισθητική και τη νεοελληνική φιλολογία στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής, ενώ ήρθε σε επαφή με τα προοδευτικά ιδεολογικά ρεύματα του μαρξισμού και του διαλεκτικού υλισμού που δονούσαν τον επαναστατικό αέρα του Μεσοπολέμου…
Ο ποιητής του λαού
Οι αριστερές ιδέες έγιναν έκδηλες στην ποίησή του, κάτι που θα του κόστιζε αργότερα τη δουλειά του στο Δημόσιο. Η παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα που σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στον κομμουνισμό χαιρετίζεται με το ποίημα «Προσκυνητής». Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου, η υποτροφία του διακόπτεται και ο Βάρναλης επιστρέφει άρον άρον στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1921 διορίζεται καθηγητής σε Γυμνάσιο του Πειραιά. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου έγραψε στην Αίγινα το αριστούργημα «Το φως που καίει», το οποίο εξέδωσε έναν χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Η δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση πραγματοποιήθηκε το 1933. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους «Μοιραίους» στο περιοδικό «Νεολαία», αλλά και τη «Λευτεριά» στο περιοδικό «Μούσα».
Το φθινόπωρο του 1923, μετά την ανάκληση της διακοπής της υποτροφίας του, ξαναπήγε στο Παρίσι, όπου γράφει τη συλλογή αφηγημάτων «Ο λαός των μουνούχων». Το 1924 γύρισε στην Αθήνα και δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού, δημοσιεύοντας το 1925 το κριτικό δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». Η δικτατορία του Πάγκαλου το 1925 θα του φέρει νέες διώξεις: την επόμενη χρονιά παύεται από τη θέση του καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της «Εστίας», που ως παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών Παιδαγωγών δημοσιεύει ένα απόσπασμα από «Το φως που καίει»! Χωρίς δουλειά και προοπτικές, συνειδητοποιεί ότι τα εκπαιδευτικά του χρόνια έχουν παρέλθει και στρέφεται έτσι στη δημοσιογραφία. Φεύγει για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της «Προόδου», το 1927 επιστρέφει στην Αθήνα και τυπώνει το αφηγηματικό «Σκλάβοι Πολιορκημένοι». Το 1929 παντρεύεται την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» και τρία χρόνια αργότερα παίρνει μέρος ως αντιπρόσωπος των ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα. Με εντολή του Κονδύλη, ο Βάρναλης εξορίζεται στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Πιστός στην αριστερή ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, εκδίδει το κύριο σώμα του έργου του αυτή την εποχή («Ζωντανοί άνθρωποι», «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης», «Ποιητικά», «Διχτάτορες» και τους δύο τόμους των «Αισθητικών- Κριτικών») και τιμάται ευρύτερα: το 1956 από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 με το σπουδαίο βραβείο Λένιν της ΕΣΣΔ.
Κατά τα 15 πρώτα χρόνια της δημοσιογραφικής του καριέρας η πορεία του θεωρήθηκε μάλιστα ερασιτεχνική, μιας και είχε αποκλειστικά εξωτερικές συνεργασίες με έντυπα και περιοδικά γράφοντας κυρίως για γλωσσικά και ιστορικά θέματα, παθιασμένος δημοτικιστής καθώς ήταν. Μόλις το 1940 θα πάρει τη θέση του μόνιμου χρονογράφου στην εφημερίδα «Πρωία», μια δουλειά που θεωρούσε πως δεν του ταίριαζε απόλυτα, γιατί, κατά τον Βάρναλη πάντα, το χρονογράφημα ήταν πρόχειρο είδος. Τελικά όμως έμεινε σε αυτό το πόστο ως το κλείσιμο της εφημερίδας το 1944. Έδωσε δικό του ύφος στο χρονογράφημα και η στήλη του ήταν πολύ δημοφιλής. Ο Κώστας Βάρναλης έγινε επίσημο μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών και η ΕΣΗΕΑ τον τίμησε το 1966 με το Χρυσό Εύσημο Δημοσιογραφίας. Ο ίδιος κατά τη βράβευσή του είχε αναφέρει: «Σας ευχαριστώ για την τιμητική διάκριση. Περηφανεύομαι γι’ αυτό, αλλά πολύ περισσότερο που στα ωριμότερα χρόνια της ζωής μου εθήτεψα στη δημοσιογραφία ως μέλος της Ενώσεως Συντακτών». Τη διετία 1956-1958 κυκλοφόρησαν τα άπαντά του σε τρεις τόμους και έκτοτε η παραγωγή του περιορίστηκε στο ελάχιστο. Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο «Ελεύθερος κόσμος» και το 1972 το θεατρικό του έργο «Άτταλος ο Γ’»…
Το τέλος του Κώστα Βάρναλη
Τέσσερα χρόνια μετά τη βράβευσή του από την ΕΣΗΕΑ, ο Βάρναλης αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα αλλά και θέματα υγείας. Αναγκάστηκε έτσι να καταφύγει στην ΕΣΗΕΑ ζητώντας βοήθεια. Το κυριότερό του πρόβλημα ήταν η μετακίνηση, που λόγω της κλονισμένης του υγείας ήταν δύσκολη και του στοίχιζε ακριβά. Μέσω μιας επιστολής που συνέταξε μόνος του τον Νοέμβριο του 1970 απευθύνθηκε στον πρόεδρο της Ένωσης λέγοντας: «Παρακαλώ να μου επιτρέψετε να υποβάλω εις την συναδελφική σας κρίση το ακόλουθο αίτημά μου. Άγω ήδη το εννενηκοστόν έτος της ηλικίας μου και πάσχω εξ’ εντόνου ισχυαλγίας και σπονδυλαρθρίτιδας. Αδυνατώ να βαδίζω. Αναγκάζομαι λοιπόν δια τας μετακινήσεις μου τας καθημερινάς εντός της πόλεως κυρίως με αυτοκίνητα (διότι αυτά με εξυπηρετούν) και η σχετική δαπάνη φθάνει το ήμισυ της μικράς μου συντάξεως. Νομίζω ότι δε θα ήταν αδύνατο εις την στοργική μας ένωσιν να χορηγήσετε εις τους άγοντας το ενενηκοστόν (έτος), συναδέλφους, εν μικρόν μηνιάτικον ‘‘επίδομα κινήσεως’’». Στο τέλος της επιστολής, ο Βάρναλης καταλήγει ότι σε περίπτωση που θα του χορηγούνταν το επίδομα, δεν θα ήταν «μακράς διάρκειας». Προφανώς ο ποιητής διαισθανόταν το τέλος του, κάτι που θα συνέβαινε τέσσερα χρόνια αργότερα.
Ο μεγάλος μας ποιητής πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974. Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή «Οργή Λαού», γραμμένη κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, και τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα», συγκεντρωτικός τόμος δημοσιευμάτων του στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος». Την επομένη του θανάτου του Βάρναλη, ο Φάνης Κλεάνθης δημοσίευσε στα «Νέα» μια συνέντευξη που είχε πάρει από τον ποιητή στα χρόνια της Κατοχής. Κάποια στιγμή τον ρωτά: «Αλήθεια, ποιο υλικό αγαθό λαχταράτε πιο πολύ;». Την ίδια ερώτηση είχε κάνει και σε άλλους λογοτέχνες. Ένας του είχε απαντήσει, για παράδειγμα, πως τον στενοχωρούσε το γεγονός ότι δεν είχε αυτοκίνητο. Άλλος το ότι δεν έβρισκε γνήσιο καφέ. Ένας τρίτος του είπε πως λαχταρούσε τηγανιτά μπακαλιαράκια! Ο Βάρναλης του αποκρίθηκε: «Εκείνο που λαχταρώ είναι η ελευθερία». «Με συγχωρείτε, του παρατήρησα, η ελευθερία είναι ηθικό αγαθό. Εγώ σας ρώτησα για υλικό αγαθό. Κρέας, ψωμί, τυρί…». «Κάνεις λάθος, νέε μου!», του αντιγύρισε αυστηρά ο ποιητής, «η ελευθερία είναι το πιο υλικό, το πιο χειροπιαστό απ’ όλα τα αγαθά. Τι να το κάνω εγώ το ψωμί, το κρασί, το μεζέ, όταν δεν έχω ελευθερία;»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr