O τελευταίος εν ζωή ηγέτης των Ερυθρών Χμερ της Καμπότζης και τρίτος στην ιεραρχία του καθεστώτος έφυγε από τον κόσμο στις 21 Ιουλίου 2006, έχοντας ξεπεράσει τα 80 χρόνια ζωής. Η φήμη του βέβαια για την απαράμιλλη βιαιότητα και τα εγκλήματά του στη γενοκτονία του πληθυσμού της χώρας προηγούνταν, χαρίζοντάς του το παρατσούκλι «Χασάπης». Αν και το τέλος του γράφτηκε με ελαφρώς διαφορετικό τρόπο. Η σορός του μεταφέρθηκε λοιπόν στις ζούγκλες της βόρειας Καμπότζης, όπου, κάτω από τις βροχές των μουσώνων, εναποτέθηκε σε ένα κρεβάτι κάτω από ένα υπόστεγο. Δώδεκα βουδιστές μοναχοί τον ξενύχτησαν μέσα στο λιβάνι που έκαιγε και εκατοντάδες χωρικοί κατέκλυσαν τον λασπωμένο δρόμο για να προλάβουν να βάλουν λίγα χαρτονομίσματα στα παραμορφωμένα χέρια του πτώματος. Μήπως δεν ήξεραν ποιος ήταν; Έμοιαζε εξάλλου με σεβάσμιο γέροντα, όπως υποδήλωνε άλλωστε και το όνομα με το οποίο έγινε διαβόητα γνωστός: Τα Μοκ, «Σεβαστός Παππούς» δηλαδή. Όχι, οι αγρότες ήξεραν καλά ποιος ήταν ο εκλιπών. Τον έκλαιγαν γιατί είχε φέρει την ευημερία στα ορεινά δάση της περιοχής τους! Κάτω από την ηγεμονία του, ειδικά στο νοτιοδυτικό αυτό τμήμα της χώρας που ήταν κομισάριος και επικεφαλής του κόμματος, δρόμοι, φράγματα και γέφυρες είχαν ξεπηδήσει μαγικά επί των ημερών του, την ίδια ώρα που οι καταπράσινοι ορυζώνες έφταναν ως εκεί που μπορούσε να δει το μάτι. Ο Τα Μοκ έφτιαξε πράγματι φράγματα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές του 1970, μόνο που τα έχτισαν χιλιάδες σκλάβοι. Άνθρωποι που δεν είχαν κάνει ποτέ χειρωνακτική εργασία. Ήταν γιατροί, δάσκαλοι, δικηγόροι, λόγιοι, επιστήμονες και άλλοι εχθροί του καθεστώτος που μεταφέρθηκαν βιαίως από τις πόλεις τους στις ερημιές με όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν στα χέρια τους. Τώρα ζούσαν σε στρατώνες και δούλευαν 12-14 ώρες τη μέρα, τρεφόμενοι αποκλειστικά με 150 γραμμάρια ρύζι. Αν δεν πέθαιναν από την πείνα, την εξάντληση ή τις αρρώστιες, θα τους σκότωναν κάποια στιγμή ως αντιφρονούντες, αντικαθεστωτικούς ή εχθρούς του κράτους. Ή επειδή φορούσαν γυαλιά. Κάπως έτσι εξαφανίστηκαν 1,7 εκατ. ψυχές από έναν πληθυσμό 7 εκατ. κατοίκων της Καμπότζης στα τέσσερα χρόνια (1975-1979) που ήταν στην εξουσία οι Ερυθροί Χμερ. Το 1/4 των πολιτών της χώρας χάθηκε από τους ηθελημένους χειρισμούς των Χμερ και του φαρμακερού τους ηγέτη Πολ Ποτ, του «Αδερφού Νο 1». Ο Τα Μοκ, «Αδελφός Νο 5», πέθανε ισχυριζόμενος διαχρονικά ότι τα χέρια του δεν είχαν βαφτεί με αίμα. Πέθανε περιμένοντας την πολυσυζητημένη δίκη του για εγκλήματα που συνδέονταν με τη γενοκτονία των Ερυθρών Χμερ, όταν κάτω από τις εκκλήσεις του ΟΗΕ η κυβέρνηση της Καμπότζης συμφώνησε απρόθυμα να τον φέρει ενώπιον των ευθυνών του. Κυριολεκτικά μιλώντας, μπορεί και να είχε δίκιο όταν καλούσε τον δικηγόρο του να ενημερώσει την οικουμένη ότι ο Τα Μοκ δεν είχε σκοτώσει ποτέ κανέναν. Κι αυτό γιατί οι εκτελέσεις που διέταζε σε καθημερινή βάση στον (νοτιοδυτικό) τομέα ευθύνης του γίνονταν αποκλειστικά μέσα στις ερημιές της ζούγκλας, εκεί που ούτε άκουγε είτε έβλεπε κανείς τίποτα. Όσο για τις άλλες εκτελέσεις που ενορχήστρωνε για τον ηγέτη του, μιας και ήταν όχι μόνο ο βασικός σύμβουλος του Πολ Ποτ αλλά και ο αρχηγός του στρατού του αργότερα, ήταν καλοστημένες μαζικές δολοφονίες που δεν χρειάζονταν και πάλι την προσωπική εμπλοκή του. Αλλά και στην τελευταία αναγκαστική πορεία που επέβλεψε το 1979, όταν ο στρατός των Βιετναμέζων εισέβαλε στην Καμπότζη, το μόνο που έκανε είναι να περιδιαβαίνει με το τζιπ του το ανθρώπινο κοπάδι ουρλιάζοντας διαρκώς «Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!». Όσοι έπεφταν νεκροί από την ταλαιπωρία και την πείνα, και πάλι δεν ήταν δική του ευθύνη. Κάτω από την εξουσία του εξάλλου, το πένθος απαγορευόταν…
Πρώτα χρόνια
Ο Αδελφός Νο 5 που όλοι ήξεραν ως «Χασάπη»
Μετά την πτώση του καθεστώτος
Μέχρι και το 1996 είχε ακόμα στα χέρια του το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Καμπότζης και έναν στρατό 3.500 μαχητών. Όταν οι κρατικές δυνάμεις αποφάσισαν το 1998 να δώσουν ένα τέλος σε όλο αυτό, ο Τα Μοκ αποσύρθηκε ακόμα πιο βόρεια, σε δύσβατες ορεινές περιοχές. Τον έπιασαν τελικά τον Μάρτιο του 1999 κοντά στα σύνορα με την Ταϊλάνδη και περίμενε πια να περάσει από στρατοδικείο με κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.