Η εικόνα του ελεύθερου σκοπευτή έχαιρε ανέκαθεν ιδιαίτερης, σχεδόν θανατηφόρας, εκτίμησης στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων διεθνώς, μαγνητίζοντας ταυτοχρόνως το φαντασιακό του πολίτη. Ιδιαίτερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, μορφές όπως ο Ζάιτσεφ και ο Χάτσκοκ έχουν μείνει θρυλικές, υπερβαίνοντας τα στενά όρια της στρατιωτικής ιστορίας. Η φιγούρα του μοναχικού και θανάσιμου «άσου», στο σώμα του οποίου κυλά παγωμένο υγρό παρά αίμα και σπέρνει τον θάνατο στον ανυποψίαστο εχθρό από κάπου μακριά και αποστασιοποιημένα, πουθενά δεν βρήκε ιδανικότερη ενσάρκωση από τον ανεπανάληπτο σκοπευτή και λαϊκό ήρωα της Φινλανδίας, Σίμο Χέιχε, ο οποίος ξεπάστρεψε 505 Σοβιετικούς με το τουφέκι του (και άλλους 200 με υποπολυβόλο) και έγινε ο Νο 1 κίνδυνος για τον Κόκκινο Στρατό κατά τον Χειμερινό Πόλεμο μεταξύ Φινλανδίας και ΕΣΣΔ. Ο «Λευκός Θάνατος», όπως τον ονόμασαν οι Σοβιετικοί, τριγυρνούσε μόνος στα χαρακώματα του πολέμου και καραδοκούσε για εχθρική σάρκα σαν αρπακτικό που περιμένει τον θάνατο της λείας του. Μέσα σε 100 μόλις μέρες της ρωσο-φινλανδικής διένεξης του 1939-1940, ο Χέιχε με το ηρωικό φινλανδικό τουφέκι M91στα χέρια του (μετατροπή μάλιστα του ρωσικού Mosin-Nagant, πόσο ειρωνικό!) μετατράπηκε σε φονικό αγρίμι που μόνο ο ήλιος ήταν ουσιαστικά ο εχθρός του. Από το εν λόγω τουφέκι, 505 επιβεβαιωμένοι σοβιετικοί στρατιώτες έπεσαν άδοξα στο πεδίο της μάχης, καθώς τον Σίμο κανείς δεν μπορούσε να τον δει. Με την ολόλευκη στολή του, γινόταν κυριολεκτικά ένα με το χιόνι και η μαεστρία του στο «καρτέρι» τον έκανε αόρατο: ο Χέιχε έθαβε τμηματικά το όπλο του για να μη φαίνεται, γευόταν πάγο για να μην τον προδίδουν τα αχνίζοντα χνώτα του, φρόντιζε να περιορίζει τις αντανακλάσεις των μεταλλικών στοιχείων που θα μπορούσαν να φανερώσουν τη θέση του, ακόμα και για το «κλότσημα» του όπλου είχε βρει λύση ώστε να περνά όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητος. Και περνούσε, είναι η αλήθεια. Ο δεινός σκοπευτής ήταν μάλιστα τόσο σίγουρος για τις ικανότητές του που δεν χρησιμοποιούσε την τηλεσκοπική διόπτρα των συναδέλφων του, βασιζόμενος κυρίως στο αλάνθαστο φονικό του ένστικτο (και το μεταλλικό σκόπευτρο). Οι Σοβιετικοί δεν είχαν απάντηση για τον Χέιχε και ισοπέδωναν απλώς τις πιθανές θέσεις του με το πυροβολικό τους ή έβαζαν στρατιές από ελεύθερους σκοπευτές ως αντίμετρο. Ένας τέτοιος θα του ανατίναζε το πρόσωπο στον αέρα, δίνοντας τέλος στο δολοφονικό του γαϊτανάκι, αν και ο Σίμο ήταν πολύ σκληρός για να πεθάνει. Παρά τον πυροβολισμό του στο σαγόνι από σοβιετικό ελεύθερο σκοπευτή στις 6 Μαρτίου 1940, φέρνοντας πια ευδιάκριτα «παράσημα» στο πρόσωπό του, ο Χέιχε ανέκαμψε και έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα ως ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες του Ρωσο-Φινλανδικού Πολέμου. Οι μάχες τερματίστηκαν λίγες μέρες αργότερα και ο ανταρτοπόλεμος της Φινλανδίας κατά του πανίσχυρου εχθρού είχε αποδώσει καρπούς. Ο Χέιχε είχε συμβάλει τα μέγιστα, τόσο σε απώλειες όσο και σε όρους σακατεμένου σοβιετικού ηθικού…
Πρώτα χρόνια
Ο «Λευκός Θάνατος» βρυχάται