Όταν έφυγε από τη ζωή ο θρύλος του δημοτικού τραγουδιού, μοιραία όλοι μίλησαν για το αηδόνι που σίγησε και έκανε κατά πολύ φτωχότερη την παραδοσιακή μουσική του τόπου μας. Ως ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές του δημοτικού μας τραγουδιού, ο Αλέκος Κιτσάκης αφιέρωσε τη ζωή του τραγουδώντας, διαφυλάσσοντας και διαδίδοντας τους θησαυρούς της ελληνικής δημοτικής παράδοσης, ηχογραφώντας στην πορεία περισσότερα από 2.500 τραγούδια. Ο «Στέλιος Καζαντζίδης του δημοτικού τραγουδιού», όπως τον αποκαλούσαν χαρακτηριστικά (ο Στέλιος ήταν άλλωστε μεγάλος θαυμαστής του), τραγούδησε την ομορφιά της Ηπείρου και την αθωότητα της ποιμενικής ζωής, αλλά και την ξενιτιά και τους αγώνες του έθνους φυσικά. Η δημοτική μας παράδοση ταξίδεψε μέσα από τη μοναδική φωνή του στα πέρατα του κόσμου, καθώς στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ο Κιτσάκης έφτασε όπου υπήρχε ελληνική ομογένεια, από τις ΗΠΑ και τον Καναδά μέχρι τη Γερμανία και την Αυστραλία. Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες υποκλίθηκαν στο μεγαλείο της φωνής του, αν και εκείνος είχε πάντα τη λαϊκή απήχηση να λειτουργεί ως διαπιστευτήριο της τέχνης του. Ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Καίτη Γκρέυ, η Μαρινέλλα, η Ρίτα Σακελλαρίου, η Τζένη Βάνου και τόσοι ακόμα έπλεκαν διθυράμβους για τη φωνή του κι εκείνος έστειλε το ηπειρώτικο δημοτικό σε ύψη που κανείς δεν ονειρευόταν. Πενήντα χρόνια καριέρας εξάλλου ήταν αυτά, γεμάτα από μεγάλες στιγμές και εξίσου μεγάλες επιτυχίες. Ο Κιτσάκης ήταν ένας άνθρωπος που μετέδιδε με πάθος και ήθος τα μηνύματα της λαϊκής μας κληρονομιάς, ψυχαγωγώντας με την πληθωρική και γεμάτη ενέργεια προσωπικότητά του τους Έλληνες. Μα πάνω και πέρα από όλα, τραγουδούσε όπως μόνο εκείνος μπορούσε! Κι αυτό γιατί «από την κοιλιά της μάνας μου τραγουδάω, γεννήθηκα με το τραγούδι», όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Κι όλα αυτά από ένα ορφανόπουλο που μάγεψε την Κοτοπούλη με τη φωνή του και κατόπιν τη βασίλισσα Φρειδερίκη, αφού από μικρό είχε φωλιές από αηδόνια στον λαιμό του…
Πρώτα χρόνια
Ο Αλέκος Κιτσάκης γεννιέται το 1934 στο Ριζοβούνι της Πρέβεζας, με τη φτώχεια και την οικογενειακή τραγωδία να σημαδεύουν νωρίς νωρίς τη ζωή του: «Ήμουν δεν ήμουν οκτώ μηνών όταν έμεινα ορφανός από μητέρα, και δεν πέρασε ούτε χρόνος όταν έχασα και τον πατέρα μου. Η ορφάνια με σημάδεψε στη ζωή μου. Μεγάλωσα σε ξένα χέρια». Το μωρό αναλαμβάνει να το μεγαλώνει ο θείος του, πλάι στα δικά του παιδιά, μέσα στην ανέχεια και τις δυσκολίες της πάντα δοκιμαζόμενης Ηπείρου. Ο μικρός έχει όμως απίστευτη φωνή που δύσκολα περνά απαρατήρητη. Κι έτσι αρχίζει να τραγουδά μπας και εξασφαλίσει κάνα ξεροκόμματο: «Από μικρός όμως κατάλαβα ότι είχα μουσικό αυτί. Με πήγαινε ο θείος μου στα πρόβατα, άκουγα τα ξαδέλφια μου να τραγουδάνε και έπιανα όλο το ρυθμό. Και γι’ αυτό ευχαριστώ το Θεό. Μου έδωσε ένα μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι, αλλά παράλληλα μου έδωσε κι ένα μεγάλο μουσικό αυτί. Τα πιάνω όλα τα τραγούδια. Και αυτό με βοήθησε, αν και ήμουν μικρός και ορφανός, να είμαι κάτι σαν φίρμα στο χωριό». «Θυμάμαι μια φορά, παιδάκι τότε εγώ, γινόταν ένας γάμος στο Γαλατά. Φύλαγα τα πρόβατα κοντά, πιάνω ένα τραγούδι και σταμάτησε ο γάμος! ‘‘Από πού έρχεται αυτή η φωνή;’’, είπαν, λες και ήταν ένα σπάνιο αηδόνι. ‘‘Ο Αλέξης, ο Αλέξης’’, φώναξαν. Και ξέρετε γιατί τραγούδησα; Μπας και με ακούσουν και με καλέσουν στο γάμο να μου δώσουν και μένα ένα πιάτο φαΐ. Δύσκολες εποχές, πετσί και κόκαλο ήμουνα. Μια μέρα, θυμάμαι, με έβαλε ένας άνθρωπος, Δόσης λεγότανε, να τραγουδάω για να μου δώσει ένα πορτοκάλι. Τραγουδούσα όλη μέρα, με πέθανε. Όλη μέρα για ένα πορτοκάλι». Έτσι όμως έμαθε να τραγουδά χωρίς σταματημό και να γίνει το τραγούδι πραγματικά η ζωή του: «Άκου, εγώ το τραγούδι το έχω μέσα μου. Όλοι τραγουδούσαν, αλλά εγώ ήμουν ένα αηδόνι! Αηδόνι! Δεν χρειάζεται να πιω δέκα μπουκάλια ουίσκι όπως κάνουν κάποιοι άλλοι για να κάνω κέφι. Όποτε μου πεις να τραγουδήσω, θα το κάνω, δεν έχω πρόβλημα. Είναι κάτι που βγαίνει αυθόρμητα από μέσα μου. Γι’ αυτό σου λέω, γεννήθηκα τραγουδιστής», έλεγε χαρακτηριστικά στις συνεντεύξεις του.
Η ζωή ήταν όμως δύσκολη και σαν να μην έφταναν αυτά, χάνει και τη θεία του. Κι έτσι δεν μπορεί να μείνει πια στο σπιτικό του θείου, παίρνει λοιπόν τον δρόμο για την Πάτρα, κι από κει για την Αθήνα, με διαβατήριο τη μοναδικότητα της φωνής του. Ο εννιάχρονος Αλέξης βρίσκεται και πάλι βοσκός να φυλάει πρόβατα στην Αθήνα, μέχρι να εμφανιστεί ως από μηχανής θεός ένας καπετάνιος συμπατριώτης του και να τον πάει κάπου που θα εκτιμούσαν το θείο ταλέντο του: στην Πανηπειρωτική Ομοσπονδία. Ήταν Δεκέμβριος του 1946 όταν ο Κιτσάκης αποβιβάζεται στα γραφεία της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας, σε κάτι που θα του άλλαζε τη ζωή: «‘‘Από πού είσαι’’, μου λένε. ‘‘Από το Σούλι’’, απαντώ. ‘‘Για πες μας ένα τραγούδι’’, μου λένε. Και ξεκινάω ένα τραγούδι ρε παιδιά και τρίξανε τα τζάμια! Την ‘‘Τζαβέλαινα’’. Έτριξαν τα τζάμια. Ήμουν παιδί, αδύνατο, δεν περίμεναν να βγει τέτοια φωνή από μένα. Ενθουσιάστηκαν και είπανε να με βάλουνε να τραγουδήσω στην κοπή της πίτας». «Κι έτσι αποφάσισαν να με βάλουν να τραγουδήσω στην πρώτη μεταπολεμική γιορτή της Ομοσπονδίας, στο κόψιμο της πίτας. Ήτανε 11 Ιανουαρίου του 1947 στο θέατρο της Αλίκης. Φαντάσου τότε, 11 χρονών παιδί, να βγει με καμάρι και να τραγουδάει για πρώτη φορά σε θέατρο. Στο πρόγραμμα που βγάλανε τότε λέγανε ότι τραγουδάει και ο μικρός Αλέξης. Ήμουν, που λες, συμπαθητικό παιδάκι. Γεννήθηκα έτσι. Είχα ίσκιο. Όποιος με γνώριζε, ήθελε να με κάνει παιδί του».
Και η πρώτη ζωντανή εμφάνιση στέφεται όπως ήταν φυσικό με ανεπανάληπτη επιτυχία: «Με ντύσανε με φουστανέλα και μου βάλανε και μια κορδέλα που έλεγε ‘‘Σούλι’’. Εγώ τότε δεν ήξερα τι εστί Πανηπειρωτική, τι εστί θέατρο. Τραγούδησα λοιπόν την ‘‘Τζαβέλαινα’’. Την εποχή εκείνη ο κόσμος ήταν πολύ πονεμένος και μόλις με άκουσε, τρελάθηκε. Κλαίγανε. Μόλις τελείωσα, όλοι μου έδωσαν ένα θεόρατο χειροκρότημα. ‘‘Γεια σου λεβέντη μου, γεια σου Αλέκο μου, γεια σου Αλέξη μου’’, μου φωνάζανε. Χαμός έγινε. Και εκεί βγήκε ο Αχιλλέας ο Ζώης και είπε ότι αυτό το παιδί το αναλαμβάνει η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία υπό την προστασία της. Τον είχα σαν πατέρα μου αυτόν τον άνθρωπο». Η ζωή του μικρού αλλάζει άρδην. Στο θέατρο ήταν παρούσα η μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη, που καταγόταν από τα Ζαγόρια, η οποία τον άκουσε και τρελάθηκε: «παιδί μου, εσύ είσαι φαινόμενο»! Εκείνη ήταν που θα κανόνιζε να τον γνωρίσει η πριγκίπισσα ακόμα Φρειδερίκη, φέρνοντάς τον από τα βοσκοτόπια της ηπείρου στα ανάκτορα! Είμαστε στον Ιανουάριο του 1947 όταν η Κοτοπούλη οργάνωσε μια φιλανθρωπική γιορτή στο Θέατρο Ρεξ και έβαλε τον μικρό Αλέξη να τραγουδήσει για την πριγκίπισσα: «Πάει η Κοτοπούλη, βρίσκει τη Φρειδερίκη και την φωνάζει ‘‘Υψηλοτάτη’’. Παιδί, δώδεκα χρόνων ήμουν εγώ όταν είδα για πρώτη φορά τη Φρειδερίκη. ‘‘Υψηλοτάτη’’, της λέει, ‘‘σας έφερα αυτό το ορφανό από μάνα και πατέρα παιδί. Ήρθε με τα πόδια από τη δοξασμένη την Ήπειρό μας και θέλω να το προσέξεις ιδιαιτέρως, Υψηλοτάτη, γιατί τραγουδάει θαυμάσια και γιατί αξίζει τον κόπο να το στηρίξουμε. Το παιδάκι είναι ορφανό’’. «’’Θα το βοηθήσω’’, άκουσα τη Φρειδερίκη να λέει, όπως συζητούσαν μέσα οι δύο τους. Βγήκα λοιπόν να τραγουδήσω κι έγινε χαμός»! Η Φρειδερίκη τον παίρνει στο παλάτι κι από κει στα θερινά ανάκτορα της Κέρκυρας, όπου ο μικρός Αλέξης τραγουδά για τον βασιλιά Παύλο και παίζει βόλους με τον διάδοχο Κωνσταντίνο! Τα ανάκτορα τον στέλνουν για πρώτη φορά στο σχολείο, «ένα ιδιωτικό στη Φιλοθέη», όπως το θυμόταν ο Κιτσάκης, και κατόπιν σε ορφανοτροφείο της Κέρκυρας για να βγάλει το Δημοτικό. Τον Σεπτέμβριο του 1949, έχοντας ολοκληρώσει το σχολείο, στέλνεται στη Γεωπονική Σχολή Πατρών (Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο), όπου θα περάσει τα επόμενα τρία χρόνια. Η υπέροχη φωνή του, το όχημά του για την επιβίωση, θα τον φέρει στο Ωδείο Πατρών, θα τον φέρει ψάλτη στην εκκλησία, θα τον φέρει ακόμα και στο ραδιόφωνο, συμμετέχοντας σε εκπομπή δημοτικού τραγουδιού («Ώρα του αγρότη»)! «Χάλαγε ο κόσμος, όλη η Πάτρα με άκουγε. ‘‘Ποιο παιδάκι τραγουδάει’’, λέγανε και ανοίγανε το ράδιο για να με ακούνε να τραγουδάω. Τρελάθηκε όλη η Πάτρα τότε»…
Το «αηδόνι της Ηπείρου»
Ολοκληρώνοντας τη γεωπονική, ο Κιτσάκης επιστρέφει στην Αθήνα από κει ακριβώς που είχε αρχίσει: από τη φτώχεια και τα ξένα χέρια. Πιάνει δουλειά στην αντιπροσωπεία φορτηγών ενός Ηπειρώτη, παίρνει πενταροδεκάρες και αναγκάζεται να κοιμάται στο γκαράζ με τα φορτηγά: «Τη μόνη χάρη που μου έκανε αυτός ήταν ότι μου έδινε 10 δραχμές την ημέρα για να φάω. Και έτρωγα μελιτζάνες το μεσημέρι και μακαρόνια το βράδυ. Έτρωγα σ’ ένα εστιατόριο απέναντι και μετά πήγαινα με τα πόδια να κοιμηθώ στο γκαράζ. Ήταν και άλλα μεγαλύτερα παιδιά που μένανε εκεί». Ταυτοχρόνως, συνεχίζει να τραγουδά σε εκδηλώσεις και πανηγύρια και σε μια τέτοια ευτυχή περίσταση θα τον ακούσει ο γενικός διευθυντής του ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας): «Και μ’ άκουσε. Τρελάθηκε. Αμέσως με φωνάζει: ‘‘Έλα εδώ παιδί μου’’, λέει, ‘‘θέλω να έρθεις στο γραφείο μου’’. Το να τραγουδήσεις τότε στο ραδιόφωνο ήταν το μεγαλύτερο δώρο. Πάω λοιπόν και μου δίνει τότε δύο εκπομπές. Να τραγουδάω δημοτικά τραγούδια δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Πέμπτη. Σε κάθε εκπομπή τραγουδούσα συνέχεια για μισή ώρα. Από εδώ λοιπόν αρχίζει η τύχη μου». Σύντομα η χάρη του θα φτάσει στον μεγάλο συνθέτη Μανώλη Καλομοίρη, ιδρυτή και πρόεδρο του Εθνικού Ωδείου, που θα του εξασφαλίσει υποτροφία για το Εθνικό Ωδείο Αθηνών («κάθε διακόσια χρόνια γεννιέται μια τέτοια φωνή, με τέτοια τεχνική κατάρτιση, σαν του Αλέκου Κιτσάκη», έλεγε εκείνος). Παρά το γεγονός ότι δεν θα ολοκληρώσει τη φοίτηση, μιας και τη διέκοψε για να υπηρετήσει τη θητεία του, ο Κιτσάκης πέρασε έξι χρόνια στο Ωδείο Αθηνών. Οι δάσκαλοί του τον προόριζαν μάλιστα για τενόρο, «αλλά εγώ τότε κοίταγα πώς να ζήσω και η υποτροφία δεν κάλυπτε τα έξοδα που χρειαζόταν. Τελικά όμως, ευτυχώς, που με κέρδισε το δημοτικό τραγούδι και έγινα αυτό που έγινα». Οι τακτές εμφανίσεις στο ραδιόφωνο του άνοιξαν πολλές πόρτες, ο Αλέκος έγινε γνωστός κι έτσι μια μέρα, με περισσό θάρρος, καταφτάνει στο κατώφλι της δισκογραφικής Odeon. Είναι άλλη μια ιστορική στιγμή για τη γέννηση του «αηδονιού της Ηπείρου: «Πάω που λέτε και βγαίνει ένας σπουδαίος άνθρωπος, ο Περιστέρης Σπύρος. Σπουδαίος μαέστρος. Μου λέει ‘‘τι θέλεις παιδί μου;’’, του λέω ‘‘Κύριε Σπύρο, αν μπορείς να μ’ ακούσεις να σου πω ένα τραγουδάκι. Θέλω να μ’ ακούσεις. Λέω δημοτικά τραγούδια’’. ‘‘Έλα’’, μου λέει, ‘‘πέρασε, πες ένα τραγούδι’’». Και ξεκινάω εγώ … ένα ωραίο τραγούδι, κλέφτικο. Τρίξανε τα τζάμια. Τότε ήμουνα στο Ωδείο, ήξερα αρκετά πράγματα και του λέω ‘‘Μαέστρο, δώσε μου ένα ντο ματζόρε εισαγωγή’’. Μόλις του είπα αυτό το πράγμα, με κοιτάει και μου λέει ‘‘πού το ξέρεις εσύ το ντο ματζόρε;’’. ‘‘Σπουδάζω στο Ωδείο’’, του απαντώ, ‘’μ’ έχει ο Μανώλης ο Καλομοίρης υπό την προστασία του’’ … Ξεκινάω εγώ το τραγούδι κι έγινε χαμός. Σταματήσανε όλοι μέσα να δουλεύουν. ‘‘Κύριε Μάτσα, ανακαλύψαμε τον νέο Παπασιδέρη!». Ο Αλέκος υπογράφει συμβόλαιο το 1954 και παίρνει 150 δραχμές, έναν πραγματικό μποναμά για τα μεροκάματα που είχε συνηθίσει. Πολύ σύντομα θα γραμμοφωνήσει το πρώτο του τραγούδι, τη «Σταυρούλα τη μαυρομάτα», εμπνευσμένο από τον έρωτά του της εποχής για μια νεαρή φουρνάρισσα.
Σύντομα ακολουθούν κι άλλα, το «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά» και το «Τα πήρανε τα πρόβατα», και το 1956 έρχονται οι πρώτες επιτυχίες: «Βλαχοθανάσης», «Βασίλω μου σ’ αντάμωσα», «Λίτσα Βαγγελίτσα μου» και «Περιστεράκια όμορφα». Αστέρι του δημοτικού μας πενταγράμμου θα γίνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν καταφτάνουν οι πρώτες «βόμβες μου στη δισκογραφία», όπως τις αποκαλούσε χαρακτηριστικά.
«Οι κλέφτες», «Πάμε στο λόγγο για ξύλα μωρ’ Λένη», «Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ» και τόσα ακόμα τον καθιερώνουν δισκογραφικά, καθώς οι εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις τον στέλνουν στην κορυφή!
Ο μεγάλος Κιτσάκης θα υπογράψει αναρίθμητα κυριολεκτικά σουξέ της δημοτικής μουσικής στα επόμενα είκοσι χρόνια, συνεργαζόμενος στην πορεία με ογκόλιθους του λαϊκού μας πενταγράμμου, όπως ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, η Καίτη Γκρέυ, η Ρίτα Σακελλαρίου κ.λπ. Ο ίδιος ερμηνεύει παραδοσιακά δημοτικά αλλά και εκατοντάδες δικές του δημιουργίες, όπως τα κλασικά σήμερα «Αγάπη ξημέρωσε φεύγω», «Τζουμέρκα μου περήφανα», «Στης Πάργας τον ανήφορο» κ.λπ.
«Περίπου δυόμισι χιλιάδες. Τόσα τραγούδια έβγαλε αυτό το λαρύγγι … Είναι τόσα πολλά που κάποια μπορεί να μην τα θυμάμαι κιόλας. Σε πολλά έχω γράψει και τους στίχους. Τους οποίους εμπνέομαι από κάτι απλό, από κάτι αυθόρμητο. Ένα χαμόγελο, για παράδειγμα, μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για μένα», έλεγε ο Κιτσάκης με τη χαρακτηριστική του σεμνότητα. Ο Αλέκος θα τραγουδήσει επί 24 χρόνια στο «Βελούχι» της οδού Βερανζέρου, αρνούμενος μάλιστα να αλλάξει μαγαζί παρά τις καραβιές των χρημάτων που προσγείωναν στα πόδια του και την κατάφωρη εκμετάλλευσή του από τον μαγαζάτορα. Ήταν συναισθηματικά δεμένος με τους ιδιοκτήτες και δεν το συζητούσε καν να αυξήσει το μικρό του μεροκάματο! Εκεί τον άκουγε συχνά ο Στελάρας: «Εμένα με αγαπούσε πολύ ο Στέλιος. Θυμάμαι τραγουδούσα στο ‘‘Βελούχι’’ κι ερχόταν να με ακούσει. Και κάποια στιγμή παίρνει το μικρόφωνο και λέει: ‘‘Προσέξτε τον Αλέκο τον Κιτσάκη σαν τα μάτια σας. Να κάνετε προσευχή να ζήσει ο Κιτσάκης όσο γίνεται περισσότερα χρόνια, γιατί όσο περισσότερα χρόνια ζήσει, θα ζήσει κοντά του και το δημοτικό τραγούδι’’. Μεγάλη κουβέντα». Και πράγματι ήταν, ήταν όμως και αλήθεια…
Τελευταία χρόνια
Σε μια περίεργη στιγμή της ζωής του, όταν έγινε το απριλιανό πραξικόπημα, η χούντα των συνταγματαρχών έπαιζε συνέχεια τα κομμάτια του στο ράδιο. Κι έτσι δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι ο Κιτσάκης ήταν συνεργάτης των χουντικών! Κάτι που μόνο αλήθεια δεν ήταν φυσικά. «Όταν έγινε η δικτατορία έπαιζαν δικά μου τραγούδια. Και είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι συμμετείχα και εγώ στο πραξικόπημα. Έλεγε ο κόσμος: ‘‘Για να βάζουν τραγούδια του Κιτσάκη, άρα είναι κι αυτός μέσα στη χούντα’’. Αυτό με είχε στεναχωρήσει διότι ουδεμία σχέση είχα με όλη εκείνη την κατάσταση». Για να αποτινάξει μάλιστα τη ρετσινιά, αρνήθηκε κάθε καλλιτεχνική συνεργασία πίσω από την οποία ήταν η Χούντα. «Θυμάμαι το Πάσχα του 1968, ο Ιωαννίδης ήθελε να διοργανώσει ένα πάρτι στην ΕΑΤ ΕΣΑ. Και είπε να φωνάξει εμένα να τραγουδήσω. Με παίρνει λοιπόν τηλέφωνο ο ίδιος ο Ιωαννίδης και μόλις άκουσα το όνομά του, με έλουσε κρύος ιδρώτας. Φοβήθηκα. Μου έπεσε το τηλέφωνο από τα χέρια. ‘‘Παναγία μου!’’, είπα. Και μου λέει: ‘‘Θέλω να έρθεις να τραγουδήσεις για την ΕΣΑ και για την κυβέρνηση’’. Και του απαντάω: ‘‘Στρατηγέ μου, δεν μπορώ να έρθω’’. ‘‘Τι είπες;’’, μου λέει με αυστηρό τόνο. Του βρίσκω μια δικαιολογία ότι δεν μπορώ να πάω και μου απαντάει: ‘‘Ποιον να πάρουμε να τραγουδήσει;’’. Και του προτείνω τον Κόρο». «Σκέφτηκα λογικά, παίζανε τραγούδια δικά μου στο πραξικόπημα και δεν ήθελα να συνδεθεί το όνομά μου με αυτή την κατάσταση. Τον πείθω και μετά παίρνω τηλέφωνο τον Κόρο και του λέω ότι είναι διαταγή του Ιωαννίδη να πάει να τραγουδήσει στο πάρτι της ΕΣΑ. Κι έτσι σώθηκα. Αν πήγαινα εγώ, θα είχε αμαυρωθεί το όνομα μου». Στην προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1966, αν και δεν μακροημέρευσε η ένωση, καθώς χώρισαν με τη γυναίκα του μέσα σε δύο χρόνια. Ο δεύτερος γάμος του, από τον οποίο απέκτησε τον γιο του Κωνσταντίνο, ήρθε το 1987. Την Κατερίνα του την τραγούδησε μάλιστα πολύ, όπως στο «Σε όλο τον κόσμο θα το πω, την Κατερίνα αγαπώ» ή το «Σ’ αγαπώ Κατερίνα και θα κάψω την Αθήνα, για το κέφι το δικό σου και για το χαμόγελο σου».
Στον γιο του πάντως το ξεκαθάρισε από νωρίς: «Το τραγούδι το έχει στο αίμα του, αλλά του το έχω ξεκαθαρίσει, πρώτα να γίνει καλός άνθρωπος, να μάθει γράμματα και μετά το τραγούδι. Δεν θέλω να περάσει τις δυσκολίες που βίωσα εγώ». Ο Κιτσάκης ήταν οπαδός του ΠΑΣ Γιάννενα, κι έτσι μοιραία χάρισε στον ηπειρώτικο ποδοσφαιρικό σύλλογο τον ύμνο του! «Αγαπούσα το ποδόσφαιρο και όταν άρχισε η ομάδα αυτή να ανδρώνεται, να παίζει αυτό το σπουδαίο ποδόσφαιρο τη δεκαετία του ’70, ερχόταν ο κόσμος και μου έλεγε ‘‘Έχεις βγάλεις τόσα τραγούδια, βγάλε κι ένα για την ομάδα μας, τον ΠΑΣ’’. Και έτσι ξεκίνησα να γράφω αυτόν τον ιστορικό ύμνο, που, κατ’ εμένα, έχει την ίδια ιστορική σημασία με τον ύμνο του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Έναν ύμνο που έχει τόσο όμορφα λόγια, τόσο ωραία μουσική που ξεσηκώνει τον κόσμο».
Ο λαοφιλής τραγουδιστής είπε τα κάλαντα στον επίσης Ηπειρώτη και προσωπικό του φίλο Κάρολο Παπούλια το 2005 στο Προεδρικό Μέγαρο, επιστρέφοντας όμως στο σπίτι του υπέστη έμφραγμα. Επανήλθε βέβαια πλήρως, έπειτα από επέμβαση, και έζησε άλλα δέκα χρόνια, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στα αγαπημένα του Γιάννενα στις 2 Φεβρουαρίου 2015. Το «αηδόνι της Ηπείρου» δεν ήταν πια στη ζωή και μαζί του αργοπέθαινε και η παραδοσιακή μας μουσική. Ποιο ήταν όμως το δικό του αγαπημένο τραγούδι από τις 2,5 χιλιάδες που άφησε παρακαταθήκη στον τόπο μας;
Το αυτοβιογραφικό φυσικά «Από το μηδέν ξεκίνησα»: «Από το μηδέν ξεκίνησα και εγώ και το τι τράβηξα το ξέρει μόνο η ψυχή μου. Κανένας δεν μου έδωσε ούτε ένα βελόνι να ράψω εκείνο το τρύπιο παντελόνι … Μεγάλο τραγούδι, περιγράφει όλη μου τη ζωή»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr