Έπειτα από 7.500 χρόνια που η ανθρωπότητα βολευόταν όπως βολευόταν με διαφόρων λογιών «πόσιμους σωλήνες», ήταν ένας Αμερικανός αυτός που θα ανέπτυσσε ένα πρωτοποριακό τεχνούργημα που είπε τελικά «καλαμάκι». Ο Μάρβιν Τσέστερ Στόουν δίψασε ένα απογευματάκι επιστρέφοντας στο σπίτι του στην Ουάσιγκτον έπειτα από μια κουραστική μέρα δουλειάς το σωτήριον έτος 1888. Έφτιαξε έτσι ένα αφέψημα μέντας και λαχταρούσε να το πιει μονορούφι, αν και κάτι στεκόταν εμπόδιο. Στην ουσία, κάτι άφηνε μια ανεπιθύμητη χορτάρινη αίσθηση στη γεύση της μέντας και δεν ήταν άλλο από το καλαμάκι του καιρού. Το καλαμάκι έλιωνε μέσα στο αφέψημα! Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο, καθώς κατά τον 19ο αιώνα οι κύριοι απολάμβαναν το ουίσκι και το τζιν τους μέσα από μακριούς σωλήνες καμωμένους από σίκαλη ή χορτάρι, αφήνοντας πάντα μια γεύση χόρτου σε οτιδήποτε περνούσε από τον οισοφάγο. Παρά το γεγονός ότι αυτό λάμβανε χώρα για αρκετούς αιώνες και η ανθρωπότητα φαινόταν να έχει συγκατατεθεί με την αναποδιά, ο Στόουν δεν θα το ανεχόταν άλλο και θα έκανε κάτι που θα ωθούσε δισεκατομμύρια ανθρώπους στα επόμενα 130 χρόνια να πίνουν νερό στο (άγνωστο εν πολλοίς) όνομά του: εφηύρε εκ νέου το καλαμάκι! Στην πρώτη του απόπειρα, τύλιξε ένα φύλλο χαρτί γύρω από ένα μολύβι φτιάχνοντας έναν λεπτό σωλήνα. Αφού έβγαλε το μολύβι κόλλησε τις δύο άκρες με κόλλα και ιδού, το χάρτινο καλαμάκι ήταν πανέτοιμο! Υπήρχε όμως ένα ευδιάκριτο πρόβλημα: η κόλλα! Είμαστε ακόμα στα μισά της εφεύρεσης. Γιατί ο Στόουν ήταν όσο να πεις εφευρέτης και είχε κατοχυρώσει αρκετές πατέντες, οπότε έκοβε ο νους του. Κι έτσι έφτιαξε μια μηχανή που τύλιγε μηχανικά το χαρτί σε κυλινδρικό σχήμα και το κάλυπτε εξωτερικά με μια επίστρωση παραφίνης, ώστε να μη διαλύεται στο υγρό (το μπέρμπον είχε πάντα κατά νου ο Στόουν). Στις 3 Δεκεμβρίου 1888 κατοχύρωσε την πατέντα του και πέρασε στην Ιστορία ως ο εφευρέτης του εργαλείου που είπαμε καλαμάκι πόσης! Αυτή βέβαια είναι και πάλι η μισή ιστορία του καλαμακιού, καθώς ποιος πίνει σήμερα το αναψυκτικό του από κερωμένους σωληνίσκους; Για την ολοκλήρωση του εργαλείου θα χρειαζόταν άλλος ένας άνθρωπος, ο οποίος ακολουθώντας την κληρονομιά του Στόουν που το έκανε σύγχρονο, εκείνος θα το έκανε να λυγίσει! Δύο δεκαετίες μετά τη μνημειώδη συνεισφορά του Στόουν στην ανθρωπότητα θα γεννιόταν ένας άνθρωπος που τριάντα χρόνια αργότερα (δεκαετία του 1930) παρατήρησε μια μέρα τη μικρή του κόρη να προσπαθεί να πιει ένα μιλκσέικ με τη βοήθεια της εφεύρεσης του Στόουν. Ο Τζόζεφ Φρίντμαν την είδε να τεντώνεται για να φτάσει τη μακριά άκρη του καλαμακιού και σκέφτηκε να τη βοηθήσει. Με τη βοήθεια μιας βίδας και μερικών μέτρων οδοντικού νήματος, κατάφερε να φτιάξει το «σπάσιμο» σαν ακορντεόν κοντά στην άκρη του εργαλείου, κάνοντας το καλαμάκι να λυγίζει ώστε να μπορεί να πιει η κόρη του τη λιχουδιά της! Λύνοντας βέβαια το πρόβλημα της Τζούντιθ, είχε φτιάξει εν αγνοία του μια αυτοκρατορία εκατομμυρίων. Εδώ όμως θα ασχοληθούμε με τον άνθρωπο που τα ξεκίνησε όλα, τον οραματιστή που επανεφηύρε το καλαμάκι προκαλώντας τριγμούς σε μια παράδοση αιώνων. Κι ενώ δεν ήταν σαφώς το αποκορύφωμα της σύγχρονης καινοτομίας, το ταπεινό καλαμάκι του Στόουν άλλαξε όσο να πεις την καθημερινότητα του κοσμάκη…
Πρώτα χρόνια
Ο Μάρβιν Τσέστερ Στόουν γεννιέται το 1842 στο Οχάιο των ΗΠΑ ως γιος του Τσέστερ Στόουν, ενός γνωστού στην Αμερική μικροεφευρέτη που είχε κομίσει στην ανθρωπότητα συνεισφορές όπως η πρέσα τυριού (χρησιμοποιείται ακόμα στην τυροκομία) αλλά και διάφορες πλυστικές μηχανές. Ως μήλο κάτω από τη μηλιά λοιπόν, ο νεαρός Μάρβιν κληρονομεί το εφευρετικό δαιμόνιο του πατρός, καθώς από μικρός μπαινοβγαίνει στο εργαστήριο και γίνεται ξεφτέρι στα μαστορέματα. Επίσης πιτσιρικάς θα κάνει τις πρώτες του βελτιώσεις και τροποποιήσεις στις πατρικές πατέντες και θα βαλθεί να πάρει πτυχίο μηχανικού από το τοπικό κολέγιο, αν και τις σπουδές του θα διακόψει ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος, όπου θα πολεμήσει γενναία και θα παρασημοφορηθεί. Μετά το κολέγιο ξεκίνησε κάτι θεολογικά σεμινάρια, τα οποία εγκατέλειψε ωστόσο για να μετακομίσει στην Ουάσιγκτον και να πιάσει δουλειά ως ανταποκριτής σε εφημερίδες και περιοδικά. Ταυτοχρόνως, τσαλαβουτά στον κόσμο της καινοτομίας και αποδίδει διάφορες πρακτικές ιδέες, όπως τα «πιπάκια» για το τσιγάρο, την πατέντα των οποίων πούλησε σε μια βιομηχανία. Με τα κέρδη της εφεύρεσής του να συσσωρεύονται, άνοιξε μια μικρή μονάδα παραγωγής στην Ουάσιγκτον για να παράγει τα τόσα κατοχυρωμένα σχέδια που είχε στο συρτάρι του και κυρίως τα «πιπάκια»…
Το καλαμάκι
Όπως είπαμε, ήταν μια μέρα του 1888 που πήγε να πιει ένα αφέψημα μέντας και ενοχλήθηκε από τη γεύση χόρτου που άφηνε το μαραφέτι πόσης όταν αποφάσισε να κάνει κάτι δραστικό γι’ αυτό. Ό,τι έκανε, θα άλλαζε την ίδια τη μοίρα της κατάποσης υγρών! Οι ιστορικοί δεν ξέρουν ποιος ήταν ο πολιτισμός που βύθισε πρώτος σωληνίσκους στα κύπελλα, γνωρίζουμε όμως ότι οι παλιότεροι τύποι καλαμακιών έχουν ανασυρθεί από πανάρχαιους σουμεριακούς τάφους κάπου 7.500 χρόνια πριν. Το καλαμάκι ήταν μάλιστα καμωμένο από χρυσό και πολύτιμους λίθους. Η ανθρωπότητα βολεύτηκε με διάφορα φυσικά καλαμάκια στις επόμενες χιλιετίες φτάνοντας μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν γενικεύτηκε στη Δύση το καλαμάκι από σίκαλη ή μίσχους χλόης, καθώς οι αρετές του ήταν πρόδηλες: ήταν φτηνό και μαλακό, αν και τα μειονεκτήματά του δεν κρύβονταν, αφού είχε την ενοχλητική τάση να λιώνει μέσα στο υγρό νοθεύοντας τη γεύση. Ο Στόουν αποφάσισε να μην ανεχθεί άλλο τα υπολείμματα χόρτου ή σίκαλης στο ποτό του και έβαλε σκοπό να εκμοντερνίσει το καλαμάκι, κάνοντάς το πιο ανθεκτικό αλλά και αδιάβροχο. Όπως είπαμε, η πρώτη απόπειρα ήταν να τυλίξει ένα χαρτί γύρω από ένα μολύβι, να αφαιρέσει το μολύβι και να κολλήσει τις τσαλακωμένες άκρες με κόλλα. Παρά το απλούστατο της ιδέας του, το πρώιμο αυτό καλαμάκι έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους φίλους και τους γνωστούς του, οι οποίοι απολάμβαναν τώρα το μπέρμπον και το τζιν τους χωρίς ιζήματα. Ενθαρρυμένος από τη θερμή υποδοχή της ιδέας του, μπήκε και πάλι στο εργαστήριο για να το κάνει αδιάβροχο, καθώς το χαρτί έλιωνε γρήγορα μέσα στο υγρό. Λίγα χρόνια αργότερα, είναι έτοιμος να κατοχυρώσει με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας την επίστρωση από παραφίνη και καννάβι που αδιαβροχοποιούσε το εργαλείο ρόφησης. Με μήκος στα 21,5 εκατοστά και πλάτος τόσο ώστε να μην περνούν τα κουκούτσια του λεμονιού, το καλαμάκι του Στόουν γεννιέται για να αλλάξει την εμπειρία απόλαυσης κάθε ποτού που δεν ήξερε καν ότι χρειαζόταν ένα! Η κατανάλωση αλκοόλ και αφεψημάτων έγινε ευκολότερη, την ίδια ώρα που δεν νοθεύονταν η γεύση και το χρώμα των λαχταριστών υγρών. Στην πρώτη (χάρτινη) πατέντα της 3ης Ιανουαρίου 1888, με τίτλο «τεχνητό καλαμάκι» και αύξοντα αριθμό ευρεσιτεχνίας 375.962, ο Μάρβιν Στόουν μας λέει πως «έχω εφεύρει συγκεκριμένες βελτιώσεις στα Τεχνητά Καλαμάκια … με σκοπό να προσφέρω ένα φτηνό, ανθεκτικό και αρεστό υποκατάστατο του φυσικού καλαμακιού που χρησιμοποιείται κοινώς για τη χορήγηση φαρμάκων, αφεψημάτων κ.λπ.». Στην επόμενη πατέντα του δηλώνει περιχαρής πως έχει φτιάξει «ένα νέο προϊόν παρασκευής, έναν χάρτινο σωλήνα που ομοιάζει σε φυσικό καλαμάκι και έχει επικαλυφθεί με παραφίνη, ώστε να γίνει αδιάβροχο, αλλά και έχει προσαρμοστεί για χρήση στο ανθρώπινο σώμα χωρίς τραυματισμούς». Η εμπορική εκμετάλλευση της ιδέας του σημείωσε αμέσως τεράστια επιτυχία, καθώς το μαραφέτι δούλευε και όλοι αναγνώριζαν τις απαράμιλλες αρετές του. Μέχρι το 1890, μέσα σε δύο χρόνια δηλαδή, το εργοστάσιό του Stone Straw Corporation πουλούσε τώρα περισσότερα καλαμάκια παρά πιπάκια για τσιγάρο! Επόμενος σταθμός στην πορεία του χειροποίητου καλαμακιού ήταν το 1906, όταν ο εφευρέτης κατασκεύασε μια μηχανή που «τύλιγε αυτόματα τα καλαμάκια», όπως μας πληροφορεί το σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, παράγοντάς τα τώρα ακόμα μαζικότερα. Ταυτοχρόνως, η τεχνική του ήταν ιδανική για την περιτύλιξη κι άλλων υλικών σε κυλινδρικά σχήματα, κάνοντας τον Στόουν έναν πλούσιο άνθρωπο. Όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα μαζικά παραγόμενα ραδιόφωνα το 1928, ήταν γεμάτα με σπειροειδείς σωλήνες που έβγαιναν από τη μονάδα παραγωγής του Στόουν, την ίδια ώρα που η περιστροφική μέθοδος παραγωγής του θα έβρισκε τελικά εφαρμογή στα πάντα, από τα ηλεκτρικά μοτέρ μέχρι και τις μπαταρίες…
Κατοπινά χρόνια
Η επόμενη εφεύρεση του Στόουν ήταν μια μέθοδος επιχρωματισμού της πορσελάνης, κάνοντας τα φτηνά γυαλικά και πιατικά να μοιάζουν με πανάκριβες δημιουργίες. Πλούσιος και γνωστός πια, λάμβανε ιδιαίτερη μέριμνα για το προσωπικό του, τα κορίτσια της εργατικής τάξης, και προσπαθούσε να βελτιώσει διαρκώς τις κοινωνικές και οικονομικές τους συνθήκες. Το εργοστάσιό του διέθετε μια τεράστια βιβλιοθήκη, δωμάτιο μουσικής, χώρους αναψυχής, ακόμα και αίθουσα χορού και κοινωνικών εκδηλώσεων. Γνωστός φιλάνθρωπος, «φίλο της εργατικής τάξης» τον αποκαλούσαν οι υπάλληλοί του, έκανε πάμπολλες αγαθοεργίες με τα λεφτά της εφεύρεσής του, χτίζοντας ακόμα και εργατικές κατοικίες για τον αφρο-αμερικανικό πληθυσμό της Ουάσιγκτον. Ο Μάρβιν Τσέστερ Στόουν άφησε την τελευταία του πνοή στις 17 Μαΐου 1899 έπειτα από χρόνια μάχη με την αρρώστια. Άφησε πίσω του γυναίκα και έναν γιο, αλλά και τη φίρμα των καλαμακιών του φυσικά, που συνεχίζει να δραστηριοποιείται στον κλάδο ως Stone Straw Ltd με μονάδες παραγωγής στον Καναδά και την Πολωνία… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr