Ο οραματιστής ενός ανθρώπινου σοσιαλισμού που προσπάθησε να εφαρμόσει ραγδαίες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία και έμελλε να ηττηθεί από τον Μπρέζνιεφ και την προσκόλληση στα σκληροπυρηνικά κομμουνιστικά ιδεώδη μόνο συστάσεις δεν χρειάζεται, καθώς η «Άνοιξη της Πράγας» του ήταν ένα από τα μεγάλα ορόσημα της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Όταν η Κεντρική Επιτροπή του τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος τον εξέλεξε ομόφωνα πρώτο γραμματέα στις 5 Ιανουαρίου 1968, ρίγη ανατριχίλας κύκλωσαν αμέσως το Κρεμλίνο, καθώς ο 47χρονος Σλοβάκος Ντούμπτσεκ ήταν ήδη γνωστός στη Μόσχα αφού εκεί μεγάλωσε και σπούδασε με τους εκπατρισμένους κομμουνιστές γονείς του. Παρά το γεγονός ότι ήταν ταγμένος κομμουνιστής, ο Ντούμπτσεκ θέλησε να εκχωρήσει ελευθερίες, όπως δραστικό περιορισμό των δυνάμεων καταστολής και της δράσης των μυστικών υπηρεσιών, κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας, συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας συγκέντρωσης, κίνησης και συνεταιρισμού, αποκέντρωση της οικονομίας και θέσπιση νέας εκλογικής νομοθεσίας για την ενίσχυση του πολιτικού πλουραλισμού, κάτι που δεν έπειθε τον Μπρέζνιεφ για την προσήλωσή του στη σοβιετική πεπατημένη. Ο Ντούμπτσεκ έδωσε αμέσως δείγμα γραφής με την «Άνοιξη της Πράγας», επιδιώκοντας να κάνει τα κοινωνικά στρώματα «να αποδώσουν το μέγιστο, σε ένα ανθρώπινο περιβάλλον», θεωρώντας πως είχε έρθει «η ώρα να δημιουργήσουμε και να αναπτύξουμε έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Ο τρόπος που οραματίστηκε ο σλοβάκος πολιτικός τον σύγχρονο και οικουμενικότερο κομμουνισμό του δεν θα γινόταν ποτέ γνωστός, καθώς όπως ξέρουμε το βράδυ της 20ής Αυγούστου 1968 τα στρατεύματα των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Πράγα καταπνίγοντας κάθε προσπάθεια φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού της Τσεχοσλοβακίας. Η «Άνοιξη της Πράγας» ήταν παρελθόν υπό την απειλή των ρωσικών όπλων πριν καλά καλά γεννηθεί, αν και ο μεταρρυθμιστής Ντούμπτσεκ είχε σπείρει τον σπόρο της δημοκρατικής αλλαγής, κάτι που το 1989 θα μεταμορφωνόταν στη Βελούδινη Επανάσταση που πρόλαβε να δει και να υποστηρίξει ενεργά…
Πρώτα χρόνια
Ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ γεννιέται στις 27 Νοεμβρίου 1921 σε κωμόπολη της Τσεχοσλοβακίας, αν και οι μετανάστες γονείς του τον συνέλαβαν στο Σικάγο των ΗΠΑ εννιά μήνες πρωτύτερα. Πριν γεννήσει τον γιο του, ο επιπλοποιός πατέρας του επιστρέφει με τη γυναίκα του στην Τσεχοσλοβακία για να ενταχθούν σε έναν βιομηχανικό συνεταιρισμό και λίγο αργότερα, το 1924, παίρνουν τον τρίχρονο γιο τους και μετακομίζουν στη Σοβιετική Ένωση. Παθιασμένοι κομμουνιστές, οι Ντούμπτσεκ σπεύδουν να συμβάλουν στο όραμα του σοβιετικού καθεστώτος αλλά και να βρουν δουλειά φυσικά. Η φαμίλια θα παραμείνει στην ΕΣΣΔ μέχρι το 1938, όπου θα μεγαλώσει ο Αλεξάντερ, θα μορφωθεί και θα γίνει κι αυτός ένας ταγμένος κομμουνιστής. Ξεσπώντας ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Αλεξάντερ πιάνει τα όπλα και εντάσσεται στην σλοβακική Αντίσταση, αν και για την πρώτη αυτή περίοδο της ζωής του δεν είναι και πολλά γνωστά. Ξέρουμε πάντως ότι τον Αύγουστο του 1944, κατά τη λαϊκή εξέγερση κατά του γερμανόφιλου σλοβακικού καθεστώτος, ο Αλεξάντερ τραυματίζεται σοβαρά και χάνει τον αδερφό του…
Άνοδος στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας
Ενταγμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σλοβακίας ήδη από τα αιματοβαμμένα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου και τον σχηματισμό του σλοβακικού κράτους, μεταπήδησε στο σλοβακικό παράρτημα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας το 1948. Ο φλογερός του πατριωτισμός και η προσήλωσή του στα κομμουνιστικά ιδεώδη θα τον φέρουν σε σταδιακή άνοδο στην ιεραρχία του τσεχοσλοβακικού «κόκκινου» καθεστώτος, καθώς από το 1951-1955 χρημάτισε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Το 1953 θα σταλεί στο Πολιτικό Κολέγιο της Μόσχας, απ’ όπου θα αποφοιτήσει το 1958 και θα επιστρέψει στη χώρα του για να αναλάβει νέα υψηλόβαθμα αξιώματα: γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής από το 1960-1962 και μέλος του Πρεζίντιουμ (της κυβερνητικής επιτροπής) του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας από το 1962. Το μεταρρυθμιστικό του όραμα θα φανεί ήδη από την πρώιμη αυτή κυβερνητική περίοδο, καθώς αντικαθιστούσε τους σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές με ανανεωτές σε θέσεις ευθύνης, καθώς από το 1963 η δύναμή του αυξήθηκε στον εσωτερικό κομματικό μηχανισμό υπηρετώντας πια ως γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής. Μια νέα γενιά σλοβάκων κομμουνιστών πήρε τον έλεγχο των οργάνων του κράτους και κάτω από την υψηλή επίβλεψη του Ντούμπτσεκ η χώρα άρχισε να μπαίνει δειλά δειλά σε μια περίοδο πολιτικής φιλελευθεροποίησης. Πρώτος γραμματέας του κόμματος συνέχισε βέβαια να είναι ο μεγάλος πολιτικός του αντίπαλος και σκληροπυρηνικός Αντονίν Νοβότνι, ηγέτης του κόμματος από το 1953 και πρόεδρος της χώρας από το 1957, ο οποίος μεθόδευε τις σχέσεις του με τη Μόσχα, αν και δεν θα του έβγαιναν οι μηχανορραφίες. Ο Μπρέζνιεφ διέκρινε τον διάχυτο «αντιεπαναστατικό άνεμο» που «το σοσιαλιστικό στρατόπεδο» δεν μπορούσε να ανεχθεί, πιστεύοντας πως η κατάσταση είχε ξεφύγει από τα χέρια του Νοβότνι, καθώς τεράστιες απεργιακές κινητοποιήσεις δονούσαν την Τσεχοσλοβακία. Το Κρεμλίνο αποφάσισε να τον αντικαταστήσει, αν και τη διάδοχη κατάσταση θα την αποφάσιζε η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, καθώς Μπρέζνιεφ και ΕΣΣΔ δεν ήθελαν να έχουν καμία εμπλοκή. Το σκηνικό για την άνοδο στα πράγματα του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ είχε μόλις στηθεί…
Η Άνοιξη της Πράγας
Όταν διαδέχθηκε λοιπόν στο τιμόνι του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας τον Νοβότνι στις 5 Ιανουαρίου 1968, έπειτα από την ομόφωνη εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής, ο Ντούμπτσεκ ήταν ήδη γνωστός στο εσωτερικό της χώρας του και τη Μόσχα, αλλά πουθενά αλλού. Ο νέος πρώτος γραμματέας ανέλαβε τα ηνία μέσα σε μια έκρυθμη κατάσταση: τα εργοστάσια κατέβαιναν μαζικά σε απεργίες, με μεγάλη μάλιστα συμμετοχή των μελών του κόμματος, οι περισσότερες εξωκομματικές οργανώσεις είχαν αυτοδιαλυθεί, στα πανεπιστήμια κυκλοφορούσαν έντυπα που αξίωναν δημοκρατικές ελευθερίες, η αγροτική παραγωγή είχε καταβαραθρωθεί και υπήρχε ένα πρόδηλο χάσμα μέσα στην ίδια την Κεντρική Επιτροπή, το οποίο «βαθαίνει και οδηγεί το κόμμα σε διάσπαση». Η πίεση για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ήταν διάχυτη και η λαϊκή απαίτηση δεν μπορούσε να περάσει στα «ψιλά», παρέχοντας την καλύτερη δικαιολογία για το μεταρρυθμιστικό όραμα του ανανεωτή κομμουνιστή Ντούμπτσεκ. Ο οποίος μετατράπηκε στην ίδια την ενσάρκωση του ρεφορμισμού του όταν υποσχέθηκε να εισάγει «έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Από τις πρώτες στιγμές που αναλαμβάνει λοιπόν τα ηνία, χαλαρώνει τη λογοκρισία και σκαρώνει σχέδια για συνταγματική αναθεώρηση που θα εκχωρούσε περισσότερες πολιτικές ελευθερίες, την ίδια ώρα που προωθεί τον νέο εκλογικό νόμο που θα έδινε μεγαλύτερα περιθώρια δράσης στους αντιφρονούντες και τα μη-κομμουνιστικά κόμματα. Αφού περιόρισε τη λογοκρισία στα πολιτιστικά και επιστημονικά έντυπα, ο Ντούμπτσεκ ανέστειλε μια σειρά από νόμους που περιόριζαν την ελευθερία της έκφρασης, επέτρεψε τη δημιουργία οργανώσεων εκτός κομμουνιστικής επιρροής και απαγόρευσε τις αυθαίρετες συλλήψεις, εγκαινιάζοντας ταυτόχρονα μια διαδικασία αναψηλάφησης δικαστικών αποφάσεων πολιτικού χαρακτήρα. Στις 5 Μαρτίου 1968, ο Ντούμπτσεκ ανακοινώνει τη χαλάρωση της λογοκρισίας στα μέσα ενημέρωσης, απομακρύνει τον σκληροπυρηνικό κομματικό πυρήνα και τον αντικαθιστά με φιλελεύθερα μυαλά και προχωρά σε ραγδαίες αλλαγές στη μυστική αστυνομία, αποπέμποντας τους παλαιοκαθεστωτικούς από τις θέσεις ευθύνης. Στις 9 Απριλίου του ίδιου έτους, ο Ντούμπτσεκ δημοσιεύει τον «Τσεχοσλοβακικό Δρόμο προς τον Σοσιαλισμό», ένα μανιφέστο 24.000 λέξεων που υπόσχεται δραστικό περιορισμό των δυνάμεων καταστολής και της δράσης των μυστικών υπηρεσιών, την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας, τη συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας συγκέντρωσης, κίνησης και συνεταιρισμού, την αποκέντρωση της οικονομίας και τη θέσπιση νέας εκλογικής νομοθεσίας για την ενίσχυση του πολιτικού πλουραλισμού. Τον Ιούνιο, οι μεταρρυθμιστές του Ντούμπτσεκ δημοσιεύουν το «Μανιφέστο των 2.000 λέξεων», ζητώντας ακόμα περισσότερο εκδημοκρατισμό και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. Το πείραμά του φαίνεται να πετυχαίνει, αν και ξεχνά να λογαριάσει τον ξενοδόχο. Γιατί ο Ντούμπτσεκ δεν υπολόγισε προφανώς ότι η ριζοσπαστική πολιτική του θα τρομοκρατούσε τους εταίρους του στις φίλες χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Το σοβιετικό καθεστώς ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχο για τις εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία και καθ’ όλη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1968 καλούσε τον Ντούμπτσεκ και τους συντρόφους του να επιστρέψουν στο σοβιετικό μοντέλο διακυβέρνησης. Ο πρώτος γραμματέας προσπάθησε να κρατήσει μια συμβιβαστική γραμμή, αν και το γυαλί είχε προφανώς σπάσει. Αυτό το αντιλήφθηκε ο Ντούμπτσεκ και προσπάθησε να συγκρατήσει τις πιέσεις, αλλά πια ήταν αργά. Στα μέσα Ιουλίου αρνήθηκε να συμμετάσχει στη Σύνοδο του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αλλά διαβεβαίωσε ταυτοχρόνως τη σοβιετική ηγεσία ότι παραμένει πιστός σύντροφος και σύμμαχος και κυρίως ότι οι μεταρρυθμίσεις του ήταν ένα ζήτημα εσωτερικού χαρακτήρα. Στο τελικό ανακοινωθέν της διάσκεψης εκφράστηκε πάντως «η βαθιά ανησυχία για τις εξελίξεις στη σοσιαλιστική δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας», την ίδια ώρα που η Μόσχα απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων «για την εξουδετέρωση της δεξιάς πτέρυγας στην Τσεχοσλοβακία» και την επαναφορά της λογοκρισίας στα μέσα ενημέρωσης.
Η συμβιβαστική γραμμή του Ντούμπτσεκ δεν έπεισε κανέναν. Κι αυτό γιατί ήδη από τα τέλη Μαρτίου το Κρεμλίνο είχε ξεκινήσει μια σειρά διμερών και πολυμερών επαφών μεταξύ των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ, με σκοπό να περιορίσουν τη διάδοση του «τσεχοσλοβακικού ιού», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, αλλά και να πείσουν την Πράγα να συνετιστεί. Παρά τις καθησυχαστικές διπλωματικές επαφές του Ντούμπτσεκ, τα αδελφά κόμματα ασκούν ανοιχτή κριτική στην πορεία του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, την ίδια ώρα που ο «κόκκινος» Τύπος κάνει λόγο για «ουδετερόφιλες, αντισοβιετικές τάσεις που αναπτύσσονται στην Τσεχοσλοβακία». Σύσσωμο το Σιδηρούν Παραπέτασμα καλεί τη Μόσχα να «παρακολουθήσουμε αυτή την κατάσταση που τείνει να εξελιχθεί σε γάγγραινα» και στις 9 Μαΐου σοβιετικά στρατεύματα από την Πολωνία και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας κινούνται προς τα τσεχοσλοβακικά σύνορα, με το πρόσχημα έκτακτων ασκήσεων στο πλαίσιο του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ο φόβος εισβολής των ρωσικών αρμάτων μάχης στην Πράγα είναι έκδηλος. Η Μόσχα δεν θα αργούσε να δράσει: το βράδυ της 20ής Αυγούστου 1968, τα τανκς πέντε χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας (ΕΣΣΔ, Πολωνία, Βουλγαρία, Ουγγαρία και Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας), από κοινού με εκατοντάδες στρατιώτες του πολωνικού και ανατολικογερμανικού πεζικού, εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία, κατέλαβαν κεντρικά σημεία της Πράγας, το κτίριο της Κεντρικής Επιτροπής και συνέλαβαν τον Ντούμπτσεκ και όλα τα μεγαλοστελέχη του κόμματος. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του σοβιετικού καθεστώτος, «βρίσκεται σε εξέλιξη αδελφική βοήθεια στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας προς τον λαό της Τσεχοσλοβακίας για να σταματήσει η πορεία της αντεπανάστασης που απειλούσε τις ιστορικές κατακτήσεις της». Ο πρώτος γραμματέας προτού συλληφθεί πρόλαβε να κάνει έκκληση στους συμπατριώτες του να μην προβάλουν αντίσταση στη σοβιετική εισβολή και όντως δεν υπήρξε συντεταγμένη αντίσταση στην επίθεση, παρά μόνον αυθόρμητες και ανοργάνωτες ενέργειες που καταπνίγηκαν στο αίμα. Αναβρασμός επικράτησε ωστόσο στους δρόμους της πόλης, καθώς χιλιάδες πολίτες έσπευσαν να διαδηλώσουν κατά της εισβολής, πετώντας πέτρες και ξύλα στα άρματα μάχης. Πυροβολισμοί ακούστηκαν κατά του πλήθους και αρκετοί άνθρωποι σκοτώθηκαν. Μετά το ξημέρωμα, οι συγκεντρώσεις, οι πορείες και οι διαμαρτυρίες μεταφέρονται στην ιστορική πλατεία Βενσεσλάς, την ίδια ώρα που η Τσεχοσλοβακική Εθνοσυνέλευση καταδίκασε ομόφωνα την εισβολή και απαίτησε την απελευθέρωση των ηγετών του κόμματος. Ήδη από το απόγευμα της επόμενης ημέρας, ο Ντούμπτσεκ και τα άλλα προβεβλημένα και ανανεωτικά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής μεταφέρθηκαν στη Μόσχα, όπου ύστερα από πολύωρες συζητήσεις με τους Σοβιετικούς κατέληξαν στο λεγόμενο «Πρωτόκολλο της Μόσχας», το οποίο υπέγραψε απρόθυμα και ο Ντούμπτσεκ. Η στενή συνεργασία των δύο κομμάτων και η συμμαχική σχέση των δύο κρατών επιβεβαιώνονταν στις «νέες καταστάσεις» και ο Ντούμπτσεκ διατηρούσε τη θέση του ως πρώτος γραμματέας του κόμματος, καθώς η λαοφιλία του ήταν τέτοια που ο Μπρέζνιεφ δεν μπορούσε να τον διώξει. Την 1η Σεπτεμβρίου υποχρεώνεται όμως, για να απομακρυνθούν σταδιακά οι σοβιετικές δυνάμεις κατοχής, να δηλώσει ότι «το κόμμα δεν έπαιρνε πάντα σε ικανοποιητικό βαθμό υπόψη τα στρατηγικά και γενικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ και των άλλων μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας σε ό,τι αφορά στον ρυθμό και τη μορφή της πολιτικής μας εξέλιξης». Η αρχή του τέλους του είχε σημάνει, καθώς οι εξουσίες του περιορίζονταν ολοένα και περισσότερο, αναγκάζοντας τον να παραιτηθεί από την Κεντρική Επιτροπή τον Απρίλιο του 1969. Ήταν το πολιτικό τέλος τόσο του ίδιου όσο και της προοδευτικής «Άνοιξης της Πράγας» του…
Κατοπινά χρόνια
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Ντούμπτσεκ απομακρύνθηκε από το Πρεζίντιουμ και τον Ιανουάριο του 1970 και από μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Η νέα ηγεσία φρόντισε να τον απομακρύνει από την Πράγα στέλνοντάς τον ήδη από τον Δεκέμβριο του 1969 πρεσβευτή της Τσεχοσλοβακίας στην Τουρκία. Όπως έγινε γνωστό αργότερα, οι νέοι κομματάρχες ήλπιζαν πως ο πρεσβευτής Ντούμπτσεκ θα ζητούσε πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ, οι οποίες του είχαν κάνει εξάλλου επισήμως μια τέτοια πρόταση. Ο παθιασμένος κομμουνιστής δεν θα αυτομολούσε όμως, προσυπογράφοντας την ηχηρή του τιμωρία, καθώς το καθεστώς τον ανακάλεσε στην Πράγα, τον διέγραψε παντελώς από το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας και τον έστειλε να δουλέψει στη Δασική Υπηρεσία της Σλοβακίας. Εκεί θα περνούσε απομονωμένος τα επόμενα 20 χρόνια της ζωής του σε ένα δασικό συγκρότημα της Μπρατισλάβα, με ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο και πάντα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μυστικής αστυνομίας. Ο Ντούμπτσεκ είδε με καλό μάτι τις προοδευτικές πολιτικές του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αλλά και του διαδόχου του στην Περεστρόικα. Μετά την επίσκεψη μάλιστα του Γκορμπατσόφ στην Πράγα το 1987, η μυστική αστυνομία χαλάρωσε τους συνεχείς ελέγχους της στον Ντούμπτσεκ. Το ειρηνικό κίνημα που θα γινόταν γνωστό ως Βελούδινη Επανάσταση έφερε κοντά Χάβελ και Ντούμπτσεκ και στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1990 αποφασίστηκε ο Ντούμπτσεκ να αναλάβει την προεδρία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ο Ντούμπτσεκ πρότεινε τον Χάβελ για την προεδρία και η εισήγησή του έγινε ομοφώνως δεκτή. Ο Ντούμπτσεκ είχε ήδη επιστρέψει στα δημόσια πράγματα από τον Δεκέμβριο του 1989 και εκλέχτηκε τελικά στις 28 Δεκεμβρίου στη θέση του προέδρου της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο Ντούμπτσεκ υποστήριξε ενεργά τις ιδέες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και συντάχθηκε με τον ενωτικό γερμανό καγκελάριο Βίλι Μπραντ. Το 1992 έγινε ηγέτης του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος της Σλοβακίας, αν και η υγεία του ήταν ήδη επιβαρυμένη, καθώς τον Σεπτέμβριο του 1991 είχε χάσει και τη σύζυγό του. Ο Ντούμπτσεκ είχε ένα τροχαίο ατύχημα το 1992 που λίγο έλειψε να τον αφήσει στον τόπο, αν και από τα σοβαρά τραύματα και τις παθήσεις που τον ταλαιπωρούσαν δεν θα ξέφευγε: άφησε την τελευταία του πνοή στις 7 Νοεμβρίου 1992… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr