Την είδηση ότι υπογράψαμε το μνημόνιο, που πήγαινε πακέτο με τρόικες και επιτηρήσεις, την άκουσα μέσα σε ένα ταξί. Την άκουσε κι ο ταξιτζής. Μου λέει, χωρίς να ξέρει για την πολιτική μου δραστηριότητα: «Φίλε, θα μπορούσαν να μην φύγουν ποτέ; Μόνο έτσι θα γίνουμε άνθρωποι. Να έρθουν εδώ να πιάσουν δουλειά στο μπουρδέλο το κράτος, μπας και το στρώσουν, γιατί αν περιμένουμε από τους δικούς μας, ζήσε Μάη…»
Γράφει ο Θάνος Τζήμερος*
Ο «απλός» κόσμος καταλάβαινε ότι το πολιτικό σύστημα που όλοι βρίζαμε κι όλοι με κάποια δικαιολογία ψηφίζαμε, τα είχε κάνει μαντάρα. Ήξερε ότι όταν δανείζεσαι συνέχεια και ξοδεύεις πάντα περισσότερα από όσα βγάζεις, κάποια στιγμή θα φαλιρίσεις. Το έβλεπαν αυτό και ο εταίροι. Και έφτιαξαν ένα σχέδιο που χτυπούσε το πρόβλημα στη ρίζα του, προτείνοντας δομικές μεταρρυθμίσεις για να μπορέσει να πάρει μπρος η οικονομία.
Κι επειδή, μέχρι οι αλλαγές να αρχίσουν να αποδίδουν, το κράτος είχε ανάγκες, ανέλαβαν να τις καλύπτουν με χαμηλότοκα δάνεια πολύ χαμηλότερα από τα επιτόκια που μας έδινε η αγορά. Ανάμεσα στους νέους δανειστές μας κάποιες χώρες που δανειζόντουσαν οι ίδιες με υψηλότερο επιτόκιο από αυτό που μας δάνειζαν.
Ήταν για την Ελλάδα η ιδανική ευκαιρία να αλλάξει, καθώς αρχηγοί κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ήταν δύο ανανεωτές, όπως ισχυρίζονταν, πολιτικοί, παλιοί συμφοιτητές και συγκάτοικοι, που αν ήθελαν να βάλουν βαθιά το μαχαίρι στο κόκαλο η οικονομία σήμερα θα έτρεχε με ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 10%.
Δεν θέλησαν.
Κατώτεροι και οι δύο των περιστάσεων, δέσμιοι του πελατειακού, κομματικού και συνδικαλιστικού αλισβερισιού, άτολμοι στα σημαντικά, τσαμπουκάδες στα ασήμαντα, δεν ασχολήθηκαν καθόλου με το πρόβλημα στατικής επάρκειας που είχαν (και συνεχίζουν να έχουν) οι «φέροντες οργανισμοί» της ελληνικής οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης. Ο Σαμαράς κηρύσσοντας έναν λαϊκιστικό αντιμνημονιακό ανένδοτο κατάφερε και έπεισε τους πελάτες της ελαφρολαϊκής δεξιάς ότι δεν ήταν η χρεοκοπία που έφερε το μνημόνιο αλλά το αντίθετο.
Νίκησε έτσι έναν ανεπαρκέστατο, έτσι κι αλλιώς, Παπανδρέου, αλλά τους αντιμνημονιακούς δεν τους κράτησε. Αλλάζοντας προσανατολισμό μόλις ανέλαβε την εξουσία, έχασε δια παντός την αξιοπιστία του και επιπλέον τους παρέδωσε περισσότερο θυμωμένους αλλού: στους εθνικολαϊκιστές των άκρων και κυρίως στο ιδεοληπτικό και εντελώς εκτός πραγματικότητας κακέκτυπο του Ανδρέα που επανέλαβε την ίδια ιστορία: «λεφτά υπάρχουν αλλά είναι οι πλούσιοι που φοροδιαφεύγουν και μόλις βγούμε εμείς, θα τους πιάσουμε θα τα πάρουμε και θα σας τα δώσουμε, ενώ και οι αγορές θα τρέξουν να μας τα ακουμπήσουν μόλις αρχίσουμε να βαράμε τα νταούλια».
Δημόσιες τοποθετήσεις που σε κάθε σοβαρή χώρα θα εξασφάλιζαν σ’ αυτόν που τις κάνει μια μόνιμη θέση στις κωμικές εκπομπές της τηλεόρασης ή σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα, στη χώρα της τζάμπα μαγκιάς οδηγούν στην πρωθυπουργία! Κανένας δεν είπε βέβαια ότι το 2009 η δαπάνη για μισθοδοσία των Δημοσίων Υπαλλήλων ήταν 31 δισ., η σπατάλη του Δημοσίου 18 δισ., κι ότι σήμερα κράτος και ταμεία δίνουν 29 δισ. τον χρόνο σε συντάξεις, με αναλογία ενός συνταξιούχου προς έναν και… κάτι εργαζόμενο, και τον πρωτογενή τομέα στο 4%, μόνο, του ΑΕΠ. Έτσι φτάσαμε να ζούμε πλέον με τον εφιάλτη «τη βγάζουμε δεν την βγάζουμε για τα επόμενα εικοσιτετράωρα» με την αγορά σε νεκρική ακαμψία και τη χώρα στο χειρότερο σημείο της σύγχρονης ιστορίας της, χειρότερο κι από αυτό της έναρξης της κρίσης.
Θα μπορούσε η κρίση να λειτουργήσει εκπαιδευτικά. Να δούμε τη φάτσα μας στον καθρέφτη, να αναρωτηθούμε πώς φτάσαμε να είμαστε η χώρα της ήσσονος προσπάθειας, της διάλυσης της Παιδείας, της αναγνώρισης πλασματικών χρόνων, των μαϊμού συντάξεων, των αργομισθιών, της ρεμούλας, της μίζας, της αρπαχτής, του «δε βαριέσαι». Πώς καταφέραμε και διώξαμε τους καλύτερους Έλληνες, πώς κυνηγήσαμε τους οραματιστές, πώς καθιερώσαμε την ανομία, πώς συκοφαντήσαμε την αριστεία, πώς ποινικοποιήσαμε το κέρδος, πώς γίναμε οι παρίες του Δυτικού κόσμου. Και φυσικά να αλλάξουμε και νοοτροπία και θεσμούς.
Δεν το κάναμε. Προτιμήσαμε, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, να ψάχνουμε για συνωμοσίες που επιβουλεύονται τα… πλούτη μας. Να παρουσιάζουμε ως μεταρρυθμίσεις, τα μερεμέτια. Ως σαξές στόρυ, τη φοροεπιδρομή κατά πάντων. Ως υπερηφάνεια, την απομόνωση. Ως αξιοπρέπεια, τον παραλογισμό. Προτιμήσαμε να βαφτίζουμε εχθρούς της πατρίδας όσους μας δείχνουν την πραγματικότητα. Και να περιμένουμε μοιραίοι και ακίνητοι, ένα θαύμα: τη διαγραφή χρέους, τα πετρέλαια, το ξανθόν γένος ή ακόμα κι έναν νόμο με ένα άρθρο που θα τα κάνει όλα όπως πριν.
Σ’ αυτή την ασταμάτητη κατρακύλα οδηγοί είναι η πολιτική και η πνευματική «ηγεσία» της χώρας. Οι πρώτοι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, μικρόνοοες και μικρόψυχοι, με ορίζοντα το πολύ μέχρι τις επόμενες εκλογές (συνηθέστερα μέχρι τις επόμενες δημοσκοπήσεις,) οι δεύτεροι, εκτός ελαχίστων, πάλι, εξαιρέσεων, συνηθισμένοι στον ρόλο της ορντινάτζας της εξουσίας, προσπαθούν και οι δύο να εξασφαλίσουν μια θέση στο τραπέζι, ακόμα κι αν το γεύμα δεν είναι πια πλουσιοπάροχο.
Ευθύνη όμως έχουν και οι… θεσμοί. Έβλεπαν ότι οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ τους κορόιδευαν προσπαθώντας να κερδίσουν (μέχρι πότε και γιατί;) χρόνο. Έβλεπαν ότι οι νόμοι ψηφίζονταν αλλά δεν εφαρμόζονταν. Έβλεπαν ότι όσοι απολύονταν από την πόρτα προσλαμβάνονταν από το παράθυρο, ότι εξακολουθούσαμε να συνταξιοδοτούμε 50άρηδες, να χρυσοπληρώνουμε εθελούσιες, να έχουμε μια νομοθεσία χάος και μια Δικαιοσύνη χελώνα. Κι απλώς κοίταζαν. Συμφώνησαν στα κατάπτυστα ισοδύναμα, αρκεί τα νούμερα να βγαίνουν. Το αν δεν θα έβγαιναν τον επόμενο χρόνο δεν τους ενδιέφερε. Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα, αν η τρόικα έδειχνε την ίδια σθεναρή στάση που δείχνει τώρα και με τις κυβερνήσεις Παπανδέρου και Σαμαρά λέγοντας π.χ.: «καταργήστε τους φόρους υπέρ τρίτων και απελευθερώστε την αγορά, αλλιώς δεν έχει φράγκο!»
Δεν το είπε. Δεν ξέρω αν ξανασυναντήσω τον ταξιτζή τι θα μου πει για την τρόικα. Μάλλον: «Φίλε, πάει τους χαλάσαμε κι αυτούς. Σαν τα μούτρα μας τους κάναμε.» Ίσως όμως, σαν άνθρωπος της πιάτσας, πει αυτό που οι κυβερνήσεις (και οι προηγούμενες και η τωρινή) δεν μπορούν να αντιληφθούν: «Φίλε, αν δεν βοηθήσουμε εμείς τον εαυτό μας, μην περιμένεις από τους άλλους».
* Πρόεδρος του κόμματος Δημιουργία Ξανά και περιφερειακός σύμβουλος Αττικής