«Σήμερα είναι μια σπουδαία μέρα που δικαιώνει τους αγώνες των Ανεξάρτητων Ελλήνων» υπογράμμισε στην ομιλία της στη Βουλή, η Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά, υπενθυμίζοντας ότι «κάποιοι στο παρελθόν χαρακτήρισαν ‘ανεδαφική’ την πάγια απαίτηση των ΑΝΕΛ για αποζημιώσεις, που το γερμανικό κράτος οφείλει στην πατρίδα μας”.
«Σας καταλαβαίνουμε γιατί είναι φυσικά ανεδαφικό να ζητάς δικαιοσύνη από εκείνους με τους οποίους έχεις δεσμεύσεις και σε δένουν συμφέροντα» είπε η βουλευτής, προσθέτοντας ότι «οι ΑΝΕΛ δεν χρωστούν κανένα γραμμάτιο σε κανένα συμφέρον».
Η κ. Κόλλια-Τσαρουχά απέδωσε την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του γερμανικού κράτους προς την Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμού «συνεννοήσεις με εξωγενείς παράγοντες ‘κάτω από το τραπέζι’ που βγαίνουν στο φως τα τελευταία χρόνια και αποτελούν ένα βασικό στοιχείο για τις οικονομικές κρίσεις που τραυμάτισαν τη χώρα μας».
Επισήμανε ότι οι γερμανικές αποζημιώσεις δεν θα μπορούσαν να απαιτηθούν ποτέ, αν η Ελλάδα δεν γινόταν «ξανά ισχυρή στο γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό υλικό, αν δεν έβγαινε με τους καλύτερους όρους από τα μνημόνια και αν δεν γινόταν αναπόσπαστος κρίκος των πλανητικών ενεργειακών διαδρομών».
Η βουλευτής τόνισε, ότι κεντρικός πρωταγωνιστής στην προσπάθεια αυτή ήταν ο Πάνος Καμμένος και οι ΑΝΕΛ. Είπε ότι οι γερμανικές αποζημιώσεις χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, με την πρώτη να αφορά στην έντοκη επιστροφή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου των ετών 1941-1944:
Το ποσό του δανείου ανέρχεται σε 26 δισ. ευρώ, και σύμφωνα με γερμανικά έγγραφα «η Γερμανία όφειλε την 1η Σεπτεμβρίου 1945 να επιστρέψει το ποσό του κεφαλαίου το οποίο ποτέ δεν έκανε», ενώ όπως πρόσθεσε, το ύψος του επιτοκίου πρέπει να καθοριστεί σύμφωνα με τις διεθνείς συναλλακτικές οικονομικές πρακτικές, ενώ για τα κριτήρια καθορισμού του ύψους του επιτοκίου πρέπει να υπολογιστούν η χρησιμότητα και η ωφέλεια του χρήματος γι’ αυτόν που το δανείζει και γι’ αυτόν που το δανείζεται.
Είπε ότι άλλο κριτήριο (καθορισμού του ύψους του επιτοκίου) είναι η ζημιά που υφίσταται αυτός που δανείζει, ενώ τρίτο, ασφαλέστερο αλλά και επιεικέστερο κριτήριο για τον προσδιορισμό του μεσοσταθμικού επιτοκίου για το κατοχικό δάνειο, είναι αυτό των επιτοκίων/κουπονιών που έδιναν τα κράτη στις διεθνείς τράπεζες ή σε άλλα κράτη, ως εγγύηση προκειμένου να δανειστούν, με το ύψος του να ανέρχεται σε ποσοστά από 3%-5% ετησίως.
«Με το κεφάλαιο του κατοχικού δανείου, με ετήσιο επιτόκιο περίπου 3% και με διάρκεια υπερημερίας της Γερμανίας, 74 χρόνια, η συνολική οφειλή της Γερμανίας στο κατοχικό δάνειο ανέρχεται σήμερα σε 83 δισ.191 εκ. ευρώ» είπε η κ. Κόλλια-Τσαρουχά.
Καταλήγοντας, είπε ότι η δεύτερη κατηγορία αφορά στο θεμελιώδες είδος απαιτήσεων της Ελλάδας και υπογράμμισε ότι «δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπάρξει άσκηση ενός ένδικου μέσου και για τις δύο περιπτώσεις».