«Δεν ζητήσαμε την παρουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο πρόγραμμα διότι θεωρούμε ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι ικανή να λύνει μόνη της τα προβλήματά της» δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς στο ιταλικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Αnsamed, σε κοινή συνέντευξη τύπου με τον Ιταλό υφυπουργό παρά την προεδρία της κυβέρνησης Σάντρο Γκότζι, με τον οποίο συναντήθηκε σήμερα στην Ρώμη.
«Την παρουσία του ΔΝΤ την θέλησαν οι χώρες εκείνες οι οποίες αντιτάσσονται σε μια ουσιαστικότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά εμείς θεωρούμε ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζητά μεταρρυθμίσεις που έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικές», πρόσθεσε ο κύριος Παππάς, απαντώντας στο Ansamed.
«Φαντάζεσθε ένα πρόγραμμα σαν το ελληνικό να είχε εφαρμοσθεί σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα; Θα ήταν απόλυτα καταστρεπτικό. Γι’ αυτό και χρειάζεται μια σειρά μεταρρυθμίσεων, για να αποφύγουμε να συμβεί κάτι τέτοιο», τόνισε ο υπουργός Επικρατείας.
Σε σχέση με το μεταναστευτικό, δε, τόνισε ότι «η Ελλάδα εφαρμόζει πλήρως τις συμφωνίες και αντιμετωπίζει με αμεσότητα το όλο πρόβλημα».
Όσο για το ευρύτερο πλαίσιο της συνάντησής του με τον Ιταλό υφυπουργό παρά την προεδρία της κυβέρνησης Σάντρο Γκότζι, ο Νίκος Παππάς υπογράμμισε ότι «ο Ματέο Ρέντσι και ο Αλέξης Τσίπρας ανήκουν, στην Ευρώπη, σε δύο διαφορετικές μεν, αλλά συγγενικές πολιτικές οικογένειες , αλλά υπάρχουν κοινοί στόχοι και ο διάλογος είναι χρήσιμος. Για παράδειγμα, η προστασία των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων».
Ο Ιταλός υφυπουργός, αρμόδιος για ευρωπαϊκά θέματα, από την μεριά του δήλωσε ότι «οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Ιταλίας είναι άριστες», προσθέτοντας ότι «οι δυο χώρες μπορούν να εργασθούν μαζί για να δημιουργήσουν μια εναλλακτική αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, την οποία χρειάζεται η Ευρώπη, για να καταφέρει να κάνει την διαφορά». «Έχουμε πολλά κοινά συμφέροντα και κοινούς στόχους», ολοκλήρωσε ο Σάντρο Γκότζι.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κύριος Παππάς θέλησε να τονίσει, τέλος, ότι στην συνάντηση με τον Ιταλό υφυπουργό παρά την προεδρία της κυβέρνησης «έγινε αναφορά σε διμερή συνεργασία υψηλού επιπέδου με ανταλλαγή επισκέψεων», ενώ υπήρξε και «ιδιαίτερα χρήσιμη αναφορά στον ενεργειακό τομέα, στην ενίσχυση των περιφερειακών πρωτοβουλιών όπως της Αδριατικής και του Ιονίου και στην τόνωση της επιχειρηματικής και οικονομικής συνεργασίας».