Αυστηρό μήνυμα στη Βόρεια Μακεδονία έστειλε σήμερα ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, μετά την πρόκληση της νέας προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας, Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, η οποία επιμένει να αποκαλεί τη χώρα της «Μακεδονία».
«Απαιτούμε συμμόρφωση στη Συμφωνία των Πρεσπών, θα διαμορφώσουμε το πλαίσιο ώστε να υπάρξει πλήρης εφαρμογή της, δεν είναι θέμα αυτοδιάθεσης του κάθε αξιωματούχου, αλλά πλήρης εφαρμογή των συμφωνηθέντων», τόνισε ο Γιώργος Γεραπετρίτης στην ΕΡΤ το πρωί της Τρίτης (14.05.24) σχετικά με τις προκλήσεις της Σιλιάνοφσκα.
«Η ελληνική πλευρά απαιτεί τήρηση των συμφωνηθέντων. Οφείλουν σεβασμό στη Συμφωνία. Υπάρχουν σημεία, πέρα από την ονομασία, στα οποία η γειτονική χώρα δεν έχει προσαρμοστεί», συνέχισε. «Το ζήτημα της ονομασίας δεν τροποποιείται, συμφωνήθηκε και κυρώθηκε και από τις δύο πλευρές», υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών.
Ειδικότερα, μιλώντας για το θέμα αυτό ο κ. Γεραπετρίτης είπε: «Το έλασσον είναι η αντίδραση εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που θα μου επιτρέψετε να πω ότι είναι μία επίπλαστη και ιδιαίτερα απλή ανάγνωση της σύνθετης κατάστασης. Καταρχάς, δεν υπάρχει καμία απολύτως ικεσία εκ μέρους της ελληνικής πλευράς.
Η ελληνική πλευρά απαιτεί την τήρηση των συμφωνημένων.
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι, από τη στιγμή που μια διεθνής συνθήκη κυρώνεται στα κοινοβούλια, αποκτά ισχύ ανώτερη και των νόμων. Δεν μπορεί κανένα από τα δύο κράτη μονομερώς να αναθεωρήσει τη συμφωνία αυτή.
Άρα, ακόμη και όταν διαφωνεί με όσα περιλαμβάνονται στη Συνθήκη, οφείλει να τα εφαρμόσει. Θέλω να επισημάνω ιδιαιτέρως τη διαφορετική θεσμική αντιμετώπιση στα δύο κράτη.
Η ελληνική κυβέρνηση σήμερα, ως αντιπολίτευση, κατά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, είχε διατυπώσει πολύ συγκεκριμένα και με σαφήνεια τη διαφωνία της σε επιμέρους κεφάλαια που είχαν να κάνουν με γκρίζα θέματα, τα οποία εν δυνάμει θα μπορούσαν να προκαλέσουν εντάσεις και φαίνεται ότι πράγματι προκαλούν εντάσεις.
Παρά ταύτα, όταν ήρθαμε στην κυβέρνηση και στο πλαίσιο της συνέχειας του κράτους αλλά και της συνταγματικής επιταγής ότι δεν μπορεί οποιαδήποτε κυβέρνηση να αναθεωρεί μονομερώς συνθήκες, εμείς την εφαρμόσαμε και απαιτήσαμε τη συμμόρφωσή της και από την άλλη πλευρά και αυτό θα συνεχίσουμε να πράττουμε.
Και ακούω πραγματικά με περιέργεια το επιχείρημα το οποίο τίθεται γιατί δεν ήρθαν προς κύρωση τα μνημόνια, τα μνημόνια επέκεινα της Συμφωνίας των Πρεσπών και κατηγορούμαστε, μεμφόμεθα γι’ αυτό. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη δικαίωση της πολιτικής αυτής.
Διότι το κρίσιμο είναι ότι αυτή τη στιγμή φαίνεται να υπάρχει μια διάσταση στην πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας.
Εμείς θα φέρουμε στη Βουλή, το έχω πει επανειλημμένως, όταν υπάρχει ο κρίσιμος πολιτικός χρόνος, όταν δηλαδή πειστεί η ελληνική πλευρά ότι υπάρχει πλήρης συμμόρφωση. Διότι γνωρίζουμε όλοι ότι υπάρχουν και σημεία στα οποία η γειτονική χώρα δεν έχει συμμορφωθεί.
Και δεν αναφέρομαι βεβαίως στο όνομα, αλλά σε άλλα ζητήματα. Τώρα να σας πω σε σχέση με το τι συμβαίνει με την ονομασία.
Πρώτα από όλα να δούμε τα συγκεκριμένα, τα θεσμικά. Η ονομασία Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας εμφανίζεται στη Συμφωνία των Πρεσπών και σύμφωνα με την ίδια συμφωνία με το άρθρο 20, με το ακροτελεύτιο άρθρο δεν μπορεί υπό οποιαδήποτε συνθήκη να τροποποιηθεί το ζήτημα της ονομασίας.
Λοιπόν, δεν είναι από εκείνα τα ζητήματα που είναι δυνατόν να τροποποιηθούν ούτε καν με αμοιβαία συμφωνία.
Άρα δεν τίθεται επ ουδενί ζήτημα τροποποίησης, έτσι όπως συμφωνήθηκε από τις δύο πλευρές και κυρώθηκε και δεσμεύει και τη σημερινή ελληνική πολιτική τάξη και την πολιτική τάξη της Βόρειας Μακεδονίας.
Δεύτερον, αυτή τη στιγμή δεν είναι μόνο η πίεση την οποία ασκεί η Ελλάδα, είναι η πίεση που ασκείται εντός της Βόρειας Μακεδονίας.
Ορθά αναφέρθηκε ο κύριος Μελέτης στην ανακοίνωση που υπήρξε από το υπουργείο Εξωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας που απαίτησε από την πρόεδρο την πλήρη συμμόρφωση, την ανακοίνωση του υπουργείου Δικαιοσύνης που χαρακτηρίζει ανυπόστατη την ορκωμοσία.
Και βεβαίως θα ήθελα να επισημάνω ότι η πολιτική την οποία φαίνεται να υιοθετεί η νέα Πρόεδρος είναι αντίθετη και προς την κοινή γνώμη της Βόρειας Μακεδονίας.
Το τρίτο και πιο σημαντικό νομίζω είναι ότι η ελληνική πλευρά αντέδρασε με ετοιμότητα και με εξαιρετικά γρήγορα αντανακλαστικά. Με πρωτοβουλίες του υπουργείου Εξωτερικών ενημερώθηκαν άμεσα οι κοινοτικές αρχές.
Υπήρξαν ανακοινώσεις που δεν είθισται να έχουμε τόσο άμεση αντίδραση εκ μέρους της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παράλληλα να υπάρχει και μία διεθνής θέση. Δηλαδή πολλές χώρες εξέδωσαν ανακοίνωση προς την κατεύθυνση αυτή. Άρα υπάρχει μία συντονισμένη αντίδραση προς την κατεύθυνση της συμμόρφωσης.
Και το πιο σημαντικό, ποια θα είναι τα δικά μας επόμενα βήματα. Εμείς απαιτούμε τη συμμόρφωση προς τη Συμφωνία των Πρεσπών. Είναι Διεθνές Δίκαιο και οφείλει να εφαρμόζεται. Θα διαμορφώσουμε το πλαίσιο έτσι ώστε να υπάρξει πλήρης εφαρμογή.
Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι μπορεί ιδεολογικά, κοσμοθεωρητικά η νέα πολιτική ηγεσία να έχει μία διαφορετική άποψη, αλλά υπάρχουν και ζητήματα τα οποία είναι πάνω και από τη βούλησή τους. Δεν είναι θέμα αυτοδιάθεσης του κάθε αξιωματούχου πολιτικού. Το καταλαβαίνουμε όλοι αυτό, είναι ένα θέμα τήρησης των συμφωνημένων και προς αυτή την κατεύθυνση θα δράσει η ελληνική κυβέρνηση. Θα μου επιτρέψετε να πω, όλο αυτό είναι ένα θεσμικό δικαίωμα το οποίο αποδίδεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εμείς είμαστε σαφείς σε ό,τι αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, ρητά συνιστά προϋπόθεση για την ενταξιακή της πορεία η πιστή εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Άρα πρόκειται για ένα προαπαιτούμενο για να προχωρήσουν οι ενταξιακές διαδικασίες.
Εμείς παρακολουθούμε από πάρα πολύ κοντά και θα δράσουμε προς την κατεύθυνση αυτή.
Το τόνισε εξάλλου και η ίδια η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Σημειώνεται πως η Σιλιάνοφσκα επιμένει στην προκλητική της στάση. Σε ανακοίνωση του γραφείου της χθες, παρά τον σάλο που έχει προκληθεί, αναφερόταν ότι «στις δημόσιες εμφανίσεις της, η μακεδόνας πρόεδρος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το όνομα Μακεδονία, ως πράξη ατομικού δικαιώματος αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού, σεβόμενη τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες και σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές».
Στη συνέχεια, ωστόσο, η ανακοίνωση επισήμανε ότι η Σιλιάνοφσκα θα τηρήσει τη χρήση της επίσημης συνταγματικής ονομασίας. «Το επίσημο κείμενο του όρκου, όπως αυτό ετοιμάστηκε από τις υπηρεσίες της Βουλής, υπογράφηκε με τη συνταγματική ονομασία της χώρας, όπως ορίζει το Σύνταγμα», υπογράμμισε.
Νωρίτερα, το υπουργείο Εξωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας ξεκαθάρισε πως σέβεται απόλυτα τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Γεραπετρίτης για Αλβανία
Ως προς τις σχέσεις με τη γειτονική χώρα, ο κ. Γεραπετρίτης είπε πως: «Σε ό,τι αφορά την Αλβανία, αντιλαμβανόμαστε ότι το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η δημοκρατία, οι εγγυήσεις του κοινοτικού κεκτημένου δεν είναι ένα διμερές ζήτημα, είναι ένα ζήτημα αμιγώς ευρωπαϊκό.
Η Ελλάδα, ξέρετε, πολλές φορές κατηγορούμαστε για τα ζητήματα αυτά, εγώ θέλω να το τονίσω και με την ευκαιρία να το θέσω και υπόψιν του ελληνικού λαού.
Εμείς είμαστε υπέρ της ειρήνης των Βαλκανίων και είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας όλων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων.
Εξάλλου, η Ελλάδα ήταν εκείνη η οποία πρωτοστατούσε και επίσπευσε τη διαδικασία το 2003 στη Θεσσαλονίκη.
Όμως θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι παραχωρήσεις σε θεμελιώδη δεν μπορούν να γίνουν και για τον λόγο αυτό υπάρχει μια πάρα πολύ αυστηρή επιτήρηση εκ μέρους της δικής μας πλευράς.
Αντιλαμβανόμαστε καταρχάς ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο ιστορικό σημείο στις ευρωαλβανικές σχέσεις.
Αυτή τη στιγμή δεν έχει καν ανοίξει το κεφάλαιο το οποίο αφορά τα θεμελιώδη.
Το πρώτο κεφάλαιο το οποίο θα ανοίξει είναι ακριβώς η τήρηση των θεμελιωδών ελευθεριών.
Καταλαβαίνουμε ότι όλα τα ζητήματα τα οποία αφορούν τη Χειμάρρα, όλα τα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τα ζητήματα που αφορούν την τήρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, θα τεθούν ακριβώς όταν ανοίξει το κεφάλαιο για τα θεμελιώδη και εκεί θα αξιολογηθούν όλα τα ζητήματα της Χειμάρρας.
Άρα αυτή τη στιγμή η ελληνική πλευρά παρακολουθεί. Είναι σε μία πάρα πολύ αυστηρή κατάσταση σε ό,τι αφορά την επιτήρησή μας.
Νομίζω ότι και στην Ευρώπη υπάρχει μια πλήρης κατανόηση του φαινομένου, έχουν ενημερωθεί οι ευρωπαίοι ηγέτες, όπως και οι ευρωπαίοι επίτροποι, για την κατάσταση και νομίζω ότι όταν έρθει η ώρα, η ελληνική πλευρά θα θέσει τα ζητήματα στην αντικειμενική τους διάσταση».
Η επίσκεψη Ράμα
Αναφερόμενος στην πρόσφατη επίσκεψη του κ. Ράμα και την ομιλία του στο Γαλάτσι, ο υπουργός Εξωτερικών είπε: «Να ξεκινήσω από μία γενική παρατήρηση ότι στα εθνικά θέματα οφείλουμε να έχουμε αυστηρότητα και ακεραιότητα στις διαπιστώσεις μας και ιδίως σε ό,τι αφορά τις ανακοινώσεις της αντιπολίτευσης, εγώ πάντοτε τις μελετώ με προσοχή, πλην όμως διαπιστώνω ότι υπάρχει πάντοτε άρνηση, αλλά ποτέ θέση. Στα ελληνοτουρκικά διαπιστώνω ότι συμφωνούν όλοι ότι θα πρέπει να υπάρξει ελληνοτουρκικός διάλογος, αλλά διαφωνούν στα επιμέρους, τα οποία δυσκολεύομαι να κατανοήσω.
Εφευρίσκουν υποχωρητικότητα εκεί που δεν υπάρχει. Θέλω να υπάρχει μια σαφήνεια. Εμείς έχουμε μια σαφή θέση. Έχουμε πάρει την ψήφο του ελληνικού λαού, υπάρχει μια πολιτική εντολή, αυτό θα πράξουμε. Θα προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο πλαίσιο της πλήρους τήρησης της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση ας μας πει επιτέλους αν θέλει να προχωρήσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος.
Θέλει να βρισκόμαστε σε συζήτηση. Θέλει να συνεχιστεί η κατάσταση ηρεμίας η οποία υπάρχει σήμερα, χωρίς μεταναστευτικές ροές, χωρίς παραβιάσεις του εναέριου χώρου και με έναν συντονισμένο και προγραμματισμένο διάλογο.
Σε ό,τι αφορά το κομμάτι της Αλβανίας, ακούω τον αφορισμό “Μα γιατί ήρθε”. Πράγματι ήταν άκαιρη η επίσκεψη του κυρίου Ράμα. Διότι είμαστε έναν χρόνο πριν από τις εκλογές στην Αλβανία, ενώ είμαστε μόλις λίγες μέρες πριν από τις εκλογές στην Ελλάδα για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Όμως η Ελλάδα είναι ένα κράτος δικαίου, είναι μια δημοκρατία. Η Ελλάδα ποτέ δεν πρόκειται να απαγορεύσει σε έναν ευρωπαίο ηγέτη να έρθει και να απευθυνθεί στη διασπορά του. Θεωρώ ότι είναι μέσα στον σκληρό πυρήνα της δημοκρατίας.
Κι εγώ, όπως και ο πρωθυπουργός και όλοι οι ηγέτες, όταν πηγαίνουμε στο εξωτερικό συναντούμε την ελληνική διασπορά. Δεν υπάρχει ποτέ πιθανότητα να απαγορευθεί αυτή η επικοινωνία και άρα όταν η αντιπολίτευση έρχεται και αναφέρει ότι ξέρεις, θα έπρεπε να είσαι πιο αυστηρός, εννοούν να απαγορεύσουμε την είσοδο στον κ. Ράμα; Η απάντηση είναι σαφής. Όχι.
Εμείς θα παραμείνουμε με οποιοδήποτε, αν θέλετε πολιτικό τίμημα, να έχουμε μια αυστηρή πολιτική αρχών, πιστή εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, υποχώρηση σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα κάνει. Άρα, ακόμα και όταν διαφωνούμε επί του χρονισμού, εμείς θα δεχόμαστε πάντοτε ότι έχει δικαίωμα ένας ξένος ηγέτης να απευθύνεται στους πολίτες του».
Τέλος, ο κ. Γεραπετρίτης τόνισε πως: «Είμαι εξαιρετικά ανήσυχος για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα για τη Μέση Ανατολή. Τις επόμενες ημέρες και πάλι η ελληνική διπλωματία θα αναλάβει πρωτοβουλία για τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής. Θα υποδεχτώ στο υπουργείο Εξωτερικών τις επόμενες ημέρες και τον αιγύπτιο υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος έχει έναν κομβικό ρόλο στις συζητήσεις που γίνονται για την εξεύρεση βιώσιμης λύσης. Νομίζω ότι η οικουμένη ολόκληρη, αυτή τη στιγμή, απαιτεί να υπάρξει πλήρης εκεχειρία και ανθρωπιστική βοήθεια για να σταματήσει η καταστροφή αυτή».