Τα τελευταία 20 χρόνια, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στην εντερική μικροχλωρίδα και την παχυσαρκία. Δεδομένου ότι η παχυσαρκία αποτελεί κύριο παράγοντα κινδύνου εμφάνισης σοβαρών νόσων, συμπεριλαμβανομένων του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, των καρδιαγγειακών νόσων, καθώς και διαφόρων μορφών καρκίνου, η γνώση της ύπαρξης κάποιας σχέσης ανάμεσα στο βάρος και την εντερική χλωρίδα θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη.
Ποια είναι η σχέση μεταξύ εντερικής χλωρίδας και παχυσαρκίας;
Η παχυσαρκία είναι αποτέλεσμα της ανισορροπίας μεταξύ της ενεργειακής πρόσληψης και της ενεργειακής κατανάλωσης, δηλαδή του γεγονότος ότι, τρώμε περισσότερο και κινούμαστε λιγότερο.
Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι, η παχυσαρκία και η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να σχετίζονται με την εντερική μικροχλωρίδα και συγκεκριμένα με αλλαγές στη σύσταση της.
Για παράδειγμα, μελέτες σε πειραματόζωα δείχνουν ότι, η σύσταση της εντερικής μικροχλωρίδας των παχύσαρκων είναι διαφορετική συγκριτικά με αυτήν των πειραματόζωων με υγιές σωματικό βάρος. Αντίστοιχα, σε σχετική μελέτη παχύσαρκων ενηλίκων, παρατηρήθηκε αλλαγή στην εντερική τους χλωρίδα όταν αυτοί ακολούθησαν δίαιτα απώλειας βάρους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσματα μελέτης, που εξέτασε την εντερική μικροχλωρίδα παιδιών φυσιολογικού σωματικού βάρους, καθώς και υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών, από τη γέννησή τους μέχρι και τα επτά τους έτη. Ο πληθυσμός των μπιφιδοβακτήριων ήταν μεγαλύτερος στα βρέφη που απέκτησαν στα επτά έτη φυσιολογικό βάρος, συγκριτικά με αυτά που έγιναν υπέρβαρα/παχύσαρκα. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό, οι διαφορές στην εντερική μικροχλωρίδα να έχουν κάποια σχέση με την εμφάνιση παχυσαρκίας, τουλάχιστον στην παιδική ηλικία.
Πώς επηρεάζει η εντερική μικροχλωρίδα το σωματικό μας βάρος;
Η εντερική μικροχλωρίδα φαίνεται ότι επηρεάζει το ισοζύγιο ενέργειας, δηλαδή, τόσο την ενεργειακή πρόσληψη, όσο και την ενεργειακή δαπάνη. Πιο συγκεκριμένα φαίνεται ότι, οι μικροοργανισμοί του εντέρου μας, επηρεάζουν την προσλαμβανόμενη ενέργεια, καθώς εμπλέκονται στην απορρόφηση των συστατικών της δίαιτας που καταλήγουν στο παχύ έντερο. Επιπλέον, φαίνεται ότι επηρεάζουν την έκφραση γονιδίων που σχετίζονται με την δαπάνη και την αποθήκευση ενέργειας στον οργανισμό-ξενιστή. Χαρακτηριστικό είναι ότι, σε μελέτες με πειραματόζωα φάνηκε ότι οι μικροοργανισμοί που υπερτερούν σε παχύσαρκα ποντίκια, έχουν πιο ισχυρή τη δυνατότητα να μεταβολίζουν τα άπεπτα στοιχεία των τροφών και να τα επιστρέφουν για αποθήκευση ως λίπος στο ανθρώπινο σώμα.
Επίσης, φαίνεται ότι, η διατροφή πλούσια σε λίπος, μπορεί να προκαλέσει ενδοτοξαιμία (παρουσία ενδοτοξινών στο αίμα, όπως λιποσακχαριτών), η οποία επάγει την εμφάνιση συστηματικής φλεγμονής, καθώς και άλλων μεταβολικών διαταραχών που συσχετίζονται με την παχυσαρκία. Η χρόνια ενδοτοξαιμία, εντείνει την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και παχυσαρκίας. Από πειράματα σε ζώα φάνηκε ότι, η δίαιτα, υψηλής περιεκτικότητας σε λιπίδια, αυξάνει την ενδοτοξαιμία, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο πληθυσμός των μπιφιδοβακτηρίων. Αντίθετα, η επιλεκτική αύξηση των μπιφιδοβακτηρίων στην εντερική μικροχλωρίδα σχετίζεται θετικά και σημαντικά με βελτιωμένη ανοχή στην γλυκόζη και έκκριση ινσουλίνης καθώς και με πιο φυσιολογικό φλεγμονώδες προφίλ. Για τους παραπάνω λόγους, η επικράτηση κάποιων ευεργετικών μικροοργανισμών στο έντερό μας, είναι πολύ πιθανό να βοηθά στη διατήρηση ή ακόμα και στην επίτευξη ενός υγιούς σωματικού βάρους. Εύλογα, λοιπόν, η επιστήμη έστρεψε το ενδιαφέρον της στο ρόλο που μπορεί να διαδραματίζουν τα προβιοτικά στην πρόληψη, ακόμα και στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Τι είναι τα προβιοτικά και πως μπορούν να βοηθήσουν;
Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί που έχουν την ικανότητα να προάγουν την καλή μας υγεία, διατηρώντας την ισορροπία της εντερικής μικροχλωρίδας. Οι μικροοργανισμοί που χρησιμοποιούνται ως προβιοτικά προέρχονται από τα γένη βακτηρίων Lactobacillus και Bifidobacterium, ενώ πολύ συχνά χρησιμοποιείται και συνδυασμός τους. Μπορεί να τα βρει κάποιος στην αγορά στη μορφή κάψουλας ή σκόνης ως συμπληρώματα διατροφής (προϊόντα ειδικής διατροφής), στα γαλακτοκομικά προϊόντα και κυρίως στο γιαούρτι, σε ζυμωμένα προϊόντα όπως για παράδειγμα το κεφίρ ή τα λαχανικά τουρσί, ενώ τελευταία τα συναντάμε σε τυριά και παγωτά.
Τα προβιοτικά είναι γνωστά για την ικανότητά τους να μειώνουν τη συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα και συνεπακόλουθα να καθυστερούν την εμφάνιση αντίστασης στην ινσουλίνη. Επιπλέον, φαίνεται ότι η χορήγηση προβιοτικών σε πειραματόζωα, προκάλεσε μεταβολές τόσο στην ίδια τη μικροχλωρίδα, όσο και σε διάφορους ιστούς που συσχετίζονται με τον ενεργειακό μεταβολισμό, τον μεταβολισμό των λιπιδίων και των αμινοξέων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει μελέτη που έδειξε ότι η χορήγηση προβιοτικών σε εγκύους 4 εβδομάδες πριν τον τοκετό έως και 6 μήνες μετά, μετρίασε το ρυθμό αύξησης βάρους (έως και τα 2 έτη), ιδιαίτερα στα παιδιά, που σε μεγαλύτερη ηλικία έγιναν παχύσαρκα. Σε άλλη μελέτη, η χορήγηση ζυμωμένου γάλακτος, που περιείχε Lactobacillus gasseri, σε παχύσαρκους ενήλικες για διάστημα 12 εβδομάδων, μείωσε τη συσσώρευση του κοιλιακού και υποδόριου λίπους κατά 4,6 και 3,3% αντίστοιχα, καθώς και το σωματικό τους βάρος.
Δυστυχώς μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν πολλές κλινικές που να εξετάζουν το μηχανισμό δράσης της εντερικής μικροχλωρίδας στην εμφάνιση παχυσαρκίας, καθώς και το ρόλο των προβιοτικών στην πρόληψη, ακόμα και στην αντιμετώπισή της. Το μόνο σίγουρο μέχρι σήμερα, είναι ότι η μικροχλωρίδα των παχύσαρκων και των ατόμων με φυσιολογικό βάρος διαφέρει. Ίσως η σύνδεση αυτή, εφόσον διερευνηθεί και κατανοηθεί πλήρως, να προσθέσει έναν ακόμη σύμμαχο στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας.
Πηγή: mednutrition.gr